Γράφει η Μαρία Χαμάλη - Πατέρα*
Φράνσις Μπέικον και Λουσιάν Φρόιντ: δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσωπικότητες, εκκεντρικές και εγωπαθείς και η μεταξύ τους σχέση είναι το θέμα της παραγωγής της Alpha Square.
Συγγραφέας: Ανθή Ζαχαριάδου
Σκηνοθεσία: Βαρνάβας Κυριαζής, Ανδρέας Αραούζος
Παίζουν: Βαρνάβας Κυριαζής, Ανδρέας Αραούζος, Μαριλένα Αχιλλέως
Παραγωγή: Alpha Square
Πάντα με γοήτευαν οι βιογραφικές ιστορίες καλλιτεχνικών μύθων, ιδιαίτερα ζωγράφων και ποιητών. Το ταλέντο, η εκκεντρικότητα, η ευφυΐα, η αφοσίωση και, πολύ συχνά, ο αυτοκαταστροφικός τους χαρακτήρας, ασκεί μια ακαταμάχητη έλξη, επιβεβαιώνοντας το πόσο αναπόσπαστα είναι τα στοιχεία αυτά για τη διαδικασία της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η Ανθή Ζαχαριάδου εμπνέεται από δύο τέτοιες αυθεντίες της ζωγραφικής, τον Francis Bacon (Φράνσις Μπέικον) και Lucian Freud (Λουσιάν Φρόιντ) και στήνει το νέο της έργο γύρω από την πολυετή φιλία η οποία τους συνέδεσε (1943-1970), αλλά και τη βαθιά ρήξη που τους κράτησε μακριά, μέχρι τον θάνατό τους. Ο ένας (Μπέικον), αυτοκαταστροφικός ομοφυλόφιλος, κυνικός, αδιάφορος για τις κοινωνικές συμβάσεις, φανατικός πολέμιος του ρεαλισμού και της πραγματικότητας, με μια φαινομενική ευκολία στην έμπνευση και την παραγωγή έργων, δημιουργεί αριστουργήματα γεμάτα πόνο, δυσμορφία και εγκλεισμό. Ο άλλος (Φρόιντ), με έναν υπερσεξουαλισμό προς το γυναικείο φύλο, φέροντας τα κατάλοιπα της εβραϊκής καταγωγής του και της φήμης του παππού του (Σίγκμουντ), αντιλαμβάνεται τη δημιουργία ως προϊόν μεθοδικότητας και σκληρής εργασίας και εγκλωβίζεται σε έναν ευνουχιστικό ρεαλισμό. Πρόκειται για δύο εκ διαμέτρου αντίθετες προσωπικότητες, εκκεντρικές και εγωπαθείς, με εντελώς διαφορετικές θεωρίες περί ζωής και τέχνης. Η σύγκρουσή τους είναι θέμα χρόνου και η απώλεια της σχέσης τους θα σημαδέψει και τους δύο.
Το κείμενο
που υπογράφει η Ανθή Ζαχαριάδου
είναι εμπεριστατωμένο
και η εκτεταμένη έρευνα
του θέματός της
φαίνεται ακόμα και στις,
εκ πρώτης όψεως,
ασήμαντες λεπτομέρειες
Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα δύσκολο θέμα, όχι μόνο επειδή αφορά πραγματικά πρόσωπα και γεγονότα, αλλά και γιατί για να μπορέσει να αναδειχτεί η σχέση και η ρήξη στην ολότητά τους απαιτείται η υπερίσχυση του λόγου και, συνεπώς, η έλλειψη δράσης. Η συγγραφέας του έργου φαίνεται να ξεπερνά και τις δύο δυσκολίες. Το κείμενό της είναι εμπεριστατωμένο και η εκτεταμένη έρευνα του θέματός της φαίνεται ακόμα και στις, εκ πρώτης όψεως, ασήμαντες λεπτομέρειες. Η φόρμα του κειμένου στηρίζεται καθαρά στους εκτεταμένους διαλόγους των δύο καλλιτεχνών, μέσα από τους οποίους ξεδιπλώνεται σταδιακά μια σχέση αγάπης και θαυμασμού, η οποία θα καταλήξει σε έναν αναπόφευκτο ανταγωνισμό. Αν και υπάρχει μια επαναληπτικότητα στη θεματολογία των συζητήσεων, ιδιαίτερα ως προς τις απόψεις τους περί τέχνης, η σπιρτάδα και η ταχύτητα των διαλόγων και η αυξομείωση της έντασης των συζητήσεων κατορθώνουν να σπάσουν τη μονοτονία του λόγου.
Τόσο η συγγραφέας, όσο και οι δύο σκηνοθέτες και ηθοποιοί, Βαρνάβας Κυριαζής και Ανδρέας Αραούζος -η συνεργασία των οποίων είναι τόσο στενή που δεν μπορεί κανείς να ξέρει τι αποτελεί ενδοκειμενικό εύρημα και τι σκηνοθετική προσθήκη- εφευρίσκουν τρόπους να δημιουργήσουν μικρές εστίες δράσης, για να κρατήσουν τον θεατή σε εγρήγορση. Αυτό επιτυγχάνεται με την αποφυγή μιας γραμμικής αφήγησης και τις συνεχείς αναδρομές στον χρόνο, πριν και μετά τη ρήξη: το πριν, τοποθετείται στο στούντιο του Μπέικον στο Λονδίνο όπου αναπτύσσεται η σχέση των δύο καλλιτεχνών και το μετά, σε έκθεση του Φρόιντ σε μια γκαλερί στο Βερολίνο από όπου θα κλαπεί ένας πίνακας, το πορτρέτο που έφτιαξε ο Φρόιντ για τον Μπέικον. Ό,τι εκτυλίσσεται στο στούντιο δίνει την αίσθηση της ανάμνησης, όπως αυτή αποτυπώνεται στο μυαλό του Φρόιντ. Επιπλέον, η προβολή των πινάκων για τους οποίους γίνεται λόγος κατά τη διάρκεια του έργου μετατοπίζει τη δράση έξω από το στούντιο του Μπέικον, ενώ παρέχει τη δυνατότητα στον θεατή να γνωρίσει το έργο των δύο καλλιτεχνών και να κατανοήσει τις ιδιαιτερότητες της τέχνης τους.
Ο Βαρνάβας Κυριαζής και ο Ανδρέας Αραούζος έχουν αναπτύξει μια εκλεκτική συγγένεια μεταξύ τους. Ταιριάζουν ιδιοσυγκρασιακά, σκηνοθετικά, υποκριτικά.
