Παράθυρο logo
Θα μπορούσε να ήταν μια ιστορία για ένα τζάκι
Δημοσιεύθηκε 01.09.2017
Θα μπορούσε να ήταν μια ιστορία για ένα τζάκι

Τι το ‘θελα και φταρνίστηκα!, σκέφτηκε το τζάκι, βλέποντας τα χαμογελαστά πρόσωπά τους να μουτρώνουν απότομα. Έσβησε τη φωτιά και τους χάλασε τη ρομαντική ατμόσφαιρα. Τι κρίμα! Κι ήταν όλα τόσα τέλεια!

Στ’ αλήθεια προσπάθησε πολύ να κρατηθεί το καημένο. Ένα τζάκι μπορεί να έχει στόμα αλλά δεν έχει πρόσβαση σε αντιγριππικά. Κι έμειναν τα κεριά στα κηροπήγια και τα ποτήρια με τ’ ακριβό κρασί σύξυλα. Τι ερωτική διάθεση να μείνει μετά μέσα στο κρύο; Πώς να ξεγυμνωθούν τα σώματα και να χορέψουν τα εσώρουχα; Είναι δηλαδή ένα φτάρνισμα τόσο κακό τελικά; Δεν έχει δικαίωμα στο κρυολόγημα ακόμη κι ένα τζάκι; Τόσα και τόσα μικρόβια κυκλοφορούν. Δε λέω, ήταν πράγματι πολύ δύσκολο να βρουν άλλα ξύλα τέτοια ώρα στη μέση του πουθενά. Κι άμα βραχεί με σάλιο το κούτσουρο, άντε ν’ ανάψει μετά. Αυτό φυσικά δεν το γνώριζε το ζευγάρι. Αλλιώς δε θα περνούσαν μια ώρα μπροστά του, προσπαθώντας να ανάψουν τα σωθικά του με έναν παλιό αναπτήρα. Ούτε καν σπίρτα δεν είχαν. Χαρά στην οργάνωση! Αφού δε σου περνά στην εξοχή, τι έρχεσαι βρε παιδί μου; Άμα δε μπορείς μια φωτιά ν’ ανάψεις ή έναν σπόρο να φυτέψεις, τι το θες το χαβιάρι και τον σολομό μέσα στην καλύβα;

Αυτά σκεφτόταν το δύσμοιρο το τζάκι κι ήθελε πολύ να τους φτιάξει τη διάθεση, γιατί ήταν νέα παιδιά και τους άξιζε ένα καλό κουτούπωμα στην εξοχή. Κουτούπωμα, γιατί από τις κουβέντες τους δεν τους υπολόγιζε για κάτι πιο μακροχρόνιο. Κι όσο πλησίαζαν οι γιορτές, όλο και περισσότεροι επισκέπτονταν την καλύβα, και το τζάκι ήταν πάντα σωστός επαγγελματίας. Πέρασε την αξιολόγηση με την πρώτη, λόγω οικονομικής τιμής και ανθεκτικότητας. Επίσης, δε διαμαρτυρόταν ποτέ για τις υψηλές θερμοκρασίες, ούτε αηδίαζε από τη μυρωδιά καμένου λίπους. Και τα κάστανα τα λάτρευε. Όμως, κάποια πράγματα είναι πάνω από μας, πάνω ακόμη και από ένα τζάκι χαριτωμένο και λειτουργικό. Το τζάκι, λοιπόν, βαθιά στεναχωρημένο, ορκίστηκε στο χοντρό χαλί που προσκυνούσε τα πόδια του πως πρώτη φορά… πρώτη φορά, μα τον Τζακοθεό, συνέβαινε κάτι τέτοιο!
– Και τώρα;
– Θα τηλεφωνήσω στον ιδιοκτήτη.
– Είναι τρεις το πρωί!
– Πληρώσαμε, δεν πληρώσαμε;
– Να πας να κόψεις!
– Μες την παγωνιά;
– Αν μ’ αγαπάς, θα πας να κόψεις!
Το τζάκι έμεινε με το στόμα ανοικτό, αν και πάντα είχε το στόμα ανοικτό, όμως αυτή τη φορά κυριολεκτικά έμεινε με το στόμα ορθάνοικτο! Μήπως είχε πέσει έξω τελικά; Μήπως αυτό το φαινομενικά επιφανειακό ζευγάρι απόψε δοκιμαζόταν σε κάτι πολύ βαθύτερο; Πώς όμως θα έκοβε ξύλα χωρίς τσεκούρι; Πώς θα επιβίωνε με τα λουστρίνια του στο χιόνι; Βγήκε λοιπόν αυτός να ψάξει για ξύλα κι εκείνη έμεινε να τρεμουλιάζει δίπλα απ’ το τζάκι, συνεχίζοντας την προσπάθειά της με τον μισοπεθαμένο αναπτήρα. Άναψε κι εσύ βρε παιδί μου!, φώναξε το τζάκι στον αναπτήρα. Και πεθαίνεις άλλη ώρα! Είναι ώρα τώρα να πεθάνεις; Εδώ ο κόσμος ΔΕΝ καίγεται! Ο αναπτήρας δεν αντιδρούσε, ρόγχος έβγαινε απ’ τα πνευμόνια του. Και το πρώτο χιόνι του χειμώνα έπεφτε ζαλισμένο, σαν με το ζόρι.

Η κοπελιά με το γουνάκι και το κολάν δεν πρόσεξε το χιόνι που ξεκίνησε να πέφτει. Δεν ανησύχησε στιγμή για τον καλό της. Αν την αγαπούσε θα πήγαινε! Και πήγε! Γαμώτο! Την αγαπούσε τελικά! Πήρε το τηλέφωνο και προσπάθησε να ενωθεί με wifi χωρίς όμως αποτέλεσμα. Δεν είχε καν σήμα στο κινητό να πάρει μια φίλη να μοιραστεί τον πόνο της. Μ’ αγαπά! Δυστυχώς μ’ αγαπά!, να της πει. Τι θα κάνω τώρα που μ’ αγαπά;, να τη ρωτήσει. Ήταν φυσικά και χαράματα. Δε θα ‘βρισκε κανέναν έτσι κι αλλιώς. Το τζάκι δε διάβαζε τις σκέψεις της ώστε να κρατηθεί σε εγρήγορση, κι έτσι αποκοιμήθηκε. Ο αναπτήρας, από την άλλη, πέθανε. Και το χιόνι, κατάχλωμο, πλησίαζε σιγά σιγά τα όρια της κατάθλιψης.
Εκείνος συνέχισε να σέρνει τα λουστρίνια του στο κρύο, μαζεύοντας κάτι κλαδάκια που έβρισκε πεσμένα. Αφού δεν την αγαπώ γιατί βγήκα στο ψοφόκρυο;, ρωτούσε τα δέντρα που συναντούσε. Τι να κάνω τώρα που νομίζει πως την αγαπώ;, ξαναρωτούσε. Κι η ώρα περνούσε.

Το τζάκι κάποια στιγμή ξύπνησε από το ίδιο του το ροχαλητό. Με τέτοιο κρύωμα δεν είχε άλλη επιλογή. Είχε μετατραπεί σε μπουλντόζα. Κοίταξε γύρω του μα δεν είδε κανέναν. Μόνο το πτώμα του αναπτήρα στο πάτωμα. Τυχερέ! Πέθανες πρώτος!, του είπε. Η κοπελιά πουθενά. Ριζωμένο το τζάκι στο πάτωμα δε μπορούσε να κουνηθεί για να την ψάξει. Το παλτό της όμως έλειπε.
Ξημέρωσε σιγά σιγά αλλά κανείς από τους δύο δεν επέστρεψε στην καλύβα.
Τι κάνει κανείς για την αγάπη!, σκέφτηκε το τζάκι κι αγκάλιασε ένα κούτσουρο για να ζεσταθεί.

Γράφει η Μαρία Ιωάννου / Εικονογραφεί η Μαρίνα Γεραλή