Παράθυρο logo
Όλα ξεκίνησαν από ένα κουτάλι
Δημοσιεύθηκε 01.09.2017
Όλα ξεκίνησαν από ένα κουτάλι

Ώστε μου δίνεις αυτό το κουτάλι! Γιατί με προκαλείς με αυτό το κουτάλι;, της είπε. Εκείνη δεν καταλάβαινε στην αρχή αυτό το παιχνίδι με τις λέξεις. Μπορεί και να το καταλάβαινε αλλά έκανε πως δεν το καταλάβαινε για να βγει από τη δύσκολη θέση. Το μόνο που ήξερε στα σίγουρα, πάντως, ήταν πως είχε ξεχάσει εκείνο το κουτάλι στην τσάντα της από το προηγούμενο βράδυ. Της το είχε δανείσει ο μπάρμαν του καφέ που βρισκόταν δίπλα από το σουπερμάρκετ, απ’ όπου είχε αγοράσει greek yogurt. Το σουπερμάρκετ δεν είχε πλαστικά κουτάλια. Οπότε κι αυτή δανείστηκε κουτάλι από δίπλα. Ο μπάρμαν μάλιστα της τόνισε να το επιστρέψει το συντομότερο. Λες κι ήταν χρυσό. Πάντως τώρα το στομάχι της δεν ήταν στα καλά του. Μπορεί το greek yogurt να ήταν χαλασμένο ή να μην πέτυχε ο συνδυασμός του με αλκοόλ. Ή να την καταράστηκε ο μπάρμαν όταν μετρούσε τα κουτάλια του τα χαράματα. Το ταξί συνέχισε να τραντάζεται περίεργα. Το χιόνι μέχρι επάνω. Σκατόδρομοι!, ψιθύρισε στον εαυτό της. Τι ήθελε κι έβγαλε το κουτάλι απ’ την τσάντα! Να του δείξει τι; Ένα λάφυρο, λες κι ήταν και πάλι δεκαοκτώ; Σίγα το πράγμα, ηλίθια!, σκέφτηκε. Έκλεψες χωρίς να το θέλεις ένα κουτάλι! Και το έδειξε αυτός άναψε. Το πρόσωπό του κοκκίνισε. Τα μάτια του βγήκαν προκλητικά προς τα έξω. Το χαμόγελό του ήταν έτοιμο να αποσχιστεί από το υπόλοιπο σώμα και να πηδήξει απ’ το παράθυρο. Ξέρεις, μπορώ να κάνω πολλά πράγματα με αυτό το κουτάλι!, της είπε κλείνοντας τσαχπίνικα, αποτυχημένα τσαχπίνικα, το μάτι. Της το ακούμπησε στον γυμνό της ώμο και μετά το τράβηξε πίσω σα να ήταν ο ώμος της καυτή κατσαρόλα και το κουτάλι προέκταση του δαχτύλου του. Της φάνηκε μάλιστα ότι άκουσε το τσσσ που κάνει το δέρμα άμα καεί ελαφρώς σε κάποιο κουζινικό. Κι εκείνος θεώρησε πως είχε κάνει την πιο πετυχημένη κίνηση όλων των εποχών. Φούσκωσε από περηφάνια, πετάχτηκαν και τα μαλλιά του προς τα πάνω, ρουφήχτηκε προς τα μέσα η κοιλιά, το ίδιο και τα μάγουλα. Φυσικά, από ένα σημείο και μετά, αυτή σκεφτόταν μόνο τον σκατόδρομο που της είχε ανακατέψει όχι μόνο το στομάχι αλλά τώρα και τη σκέψη. Ο δρόμος έφταιγε, το ταξί, το χιόνι, το κουτάλι, αυτός, όλα και όλοι την είχαν μπερδέψει. Γιατί την κοίταζε έτσι; Με ποιο δικαίωμα την κοίταζε έτσι; Αυτή του είχε δώσει αυτό το δικαίωμα; Με τη συμπεριφορά της; Με το κουτάλι; Ήθελε να ανοίξει η γη και όχι να την καταπιεί μα να τη φτύσει στο υπερπέραν. Μόνο έτσι θα γλύτωνε από αυτήν την κατάσταση.

Σιγά-σιγά, όμως, ο πόνος στο στομάχι άρχισε να μετατρέπεται σε γαργαλητό και μετά σε μια γλυκιά ανυπόμονη οξύτητα. Ο χρόνος έμοιαζε λεπτό με λεπτό να επιβραδύνεται, να μην έχει καμία απολύτως σημασία. Και το ταξί-αχούρι να μοιάζει πια χαζοχαρούμενο, ανάλαφρο, το ίδιο και η διαδρομή. Η διαδρομή τώρα ανεξέλεγκτη. Δώσε μου πίσω το κουτάλι μου!, του είπε, προσπαθώντας έτσι να σπάσει τη σαπουνόφουσκα που άρχισε να περιβάλλει επικίνδυνα το κεφάλι της και να τη θολώνει. Κι εκείνος το πήρε για παιχνιδάκι, γυναικεία καμώματα. Με θέλει! Σίγουρα με θέλει!, είπε στον εαυτό του γέρνοντας και πάλι το κρύο κουτάλι στον γυμνό της ώμο. Άσε μας χριστιανέ μου!, φώναξε εκείνη. Είμαι Αγνωστικιστής!, φώναξε εκείνος. Σκάστε, να κοιμηθούμε!, φώναξαν οι υπόλοιποι μέσα στο ταξί. Στάση για κατούρημα!, φώναξε ο οδηγός.

Το άτσαλο φρενάρισμα στον παγωμένο δρόμο έκανε τα φορτισμένα με θερμότητα σώματά τους να συγκρουστούν.

Τσσ, ακούστηκε. Τσσσ, ξανακούστηκε.

Τσσσσ. Τσσσσσσσσ.

[Και κάποια στιγμή στο μέλλον, στα 80 τους, εκεί που θα αναζητούν στις κουρτίνες τη νιότη τους, θα σκέφτονται πως πράγματι όλα ξεκίνησαν από ένα κουτάλι.]

Γράφει η Μαρία Ιωάννου, ioannou.mari@gmail.com | Εικονογραφεί η Μαρίνα Γεραλή