Γράφει ο Νίνος Φένεκ Μικελλίδης
Η καταπίεση πίσω από το ρομαντισμό του 19ου αιώνα, στην ταινία «Μια ζωή» του Στεφάν Μπριζέ και η βία και η ωμότητα του 21ου αιώνα στην ταινία «The Bad Βatch» της Άνας Λίλυς Αμινπουρ, ήταν τα θέματα των δυο ταινιών που είδαμε σήμερα στο διαγωνιστικό τμήμα του 73ου κινηματογραφικού φεστιβάλ της Βενετίας.
Βράβευση χτες το βράδυ του Ιρανού σκηνοθέτη Αμίρ Ναντέρι (Vegas, Manhattan By Numbers, The Runner) με το βραβείο Jaeger- LeCoultre Glory to the Filmmaker, που απονέμεται σε προσωπικότητα για την προσφορά του στην ανανέωση του σύγχρονου κινηματογράφου. Όπως ανάφερε ο διευθυντής της Μόστρας, Αλμπέρτο Μπαρμπέρα, "ο Αμίρ Ναντέρι εχει δώσει μια καταπληκτική ώθηση στη γέννηση του νέου Ιρανικού Κινηματογράφου στη διάρκεια των δεκαετιών του `70 και `80, με ένα αριθμό αριστουργημάτων που άφησαν το σημάδι τους στην ιστορία του κινηματογράφου, ταινίες όπως "Ο δρομέας" (1985) και "Νερό, αέρας και σκόνη" (1988). Αλλά ακόμη και όταν μετοίκησε στη Νέα Υόρκη το 1988, ο Ναντέρι παρέμεινε πεισματικά πιστός στον εαυτό του και σε ένα είδος κινηματογράφου αφιερωμένου στην έρευνα και τον πειραματισμό, που αρνείται να υποκύψει σε μόδες και εύκολα μονοπάτια".
Στο πρώτο μυθιστόρημα του Γκι ντε Μοπασάν στρέφεται ο Στεφάν Μπριζέ (Οικουμενικό βραβείο καλύτερης ταινίας και βραβείο ερμηνείας στον ηθοποιό Βενσάν Λεντόν για την ταινία του «Ο νόμος της αγοράς», πέρσι στις Κάνες) για τη νέα του ταινία «» («Μια ζωή»), που προβλήθηκε σήμερα στο διαγωνιστικό τμήμα της 73ης Μόστρας του Κινηματογράφου. Η ιστορία, τοποθετημένη στον 19ο αιώνα, περιγράφει τη ζωή της κόρης ενός βαρώνου, της Ζαν, στη διάρκεια 27 χρόνων, ξεκινώντας από νεαρό, αθώο, γεμάτο όνειρα, 20χρονο κορίτσι που επιστρέφει από το μοναστήρι όπου σπούδαζε. Θα παντρευτεί ένα κόμη που σύντομα θα αποδειχτεί άμυαλος και θα αρχίσει να την απατά.

Σε μια σκληρή, ιδιαίτερα για τη γυναίκα, κοινωνία όπου κυριαρχεί το ψέμα, η Ζαν θα αναγκαστεί να βρει τρόπους να προστατεύσει τον εαυτό της από την καταπίεση, τις διάφορες κακουχίες και την κοινωνική υποκρισία, για να οδηγηθεί αναπόφευκτα στην απομόνωση και την καταστροφή. Σε αντίθεση με την στιλιζαρισμένη, σχεδόν παγωμένη, ατμόσφαιρα (με τα βαριά χρώματα της ανεπανάληπτης φωτογραφίας του Κλοντ Ρενουάρ), που είχε δώσει, το 1958, στη δική του, εξαιρετική διασκευή ο Αλεξάντρ Αστρίκ, ο Μπριζέ έφτιαξε μια καλαίσθητη, συγκινητική μέχρι σε ένα βαθμό, ταινία, αποφεύγοντας τη χρήση της πλατιάς οθόνης, προτιμώντας την παλιά, σχεδόν τετράγωνη, μορφή του φιλμ, για να τονίσει τον περιορισμό, ένα είδος φυλακής, στον οποίο βρίσκεται η ηρωίδα του.
Η ταινία αναπλάθει πειστικά την εποχή και τις καταστάσεις, αν και από αυτή λείπει μια μεγαλύτερη εμβάθυνση στο θέμα, ιδιαίτερα στην καταγραφή της σκληρότητας και του κυνισμού (μαζί και της κριτικής της καθολικής εκκλησίας) που περιγράφει στο έργα το ο Μοπασάν. Με σκηνές που θυμίζουν ιμπρεσιονιστές ζωγράφους (εξαιρετική είναι η δουλειά του κάμεραμαν Αντουάν Εμπερλέ), με ενδιάμεσα φλας-μπακ, που αναφέρονται στις ωραίες στιγμές από τη ζωή της Ζαν, με την κάμερα να βρίσκεται συνεχώς κοντά στο πρόσωπο της (όλη η ταινία παρουσιάζεται από τη δική της πλευρά, με αποτέλεσμα να βρίσκεται σε όλα τα πλάνα) για να καταγράψει και να εξερευνήσει τις σημαντικές στιγμές στη ζωή της, ο Μπριζέ έφτιαξε μια εικαστικά όμορφη, κομψή ταινία, με μια όλο ευαισθησία ερμηνεία από τη Τζχουντίτ Σελμά (από τα καλύτερα στοιχεία της ταινίας).
Μια εφιαλτική εικόνα του πού μπορεί να οδηγηθεί η Αμερική μας δίνει στο δυστοπικό της γουέστερν «The Bad Batch» η Άνα Λίλυ Αμινπούρ (που είχε εντυπωσιάσει σε διάφορα φεστιβάλ με την πρώτη της ταινία, «A Girl Walks Home Alone at Night»). Κάπου στην έρημο, έξω από το Τέξας, όπου μια ταμπέλα προειδοποιεί πως όποιος περάσει το φράκτη παύει να είναι πολίτης των ΗΠΑ και αφήνεται στην τύχη του, αφήνονται ελεύθεροι (κυριολεκτικά πετιούνται), διάφοροι περιθωριακοί, πρόσωπα ανεπιθύμητα που τα έχει απορρίψει η κοινωνία, ανάμεσά τους και μια νεαρή γυναίκα, η Άρλεν. Η επιβίωση στην επικίνδυνη αυτή ερημιά είναι δύσκολη, ιδιαίτερα όταν στην περιπλάνησή της, η Άρλεν συλλαμβάνεται από τα μέλη μιας κοινότητας κανιβάλων (σε μια από τις πιο άγριες σκηνές της ταινίας της κόβουν το χέρι και το ένα πόδι).
