Της Αμάντας Μιχαλοπούλου
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας Ελληνας, ένας Αγγλος, ένας Γερμανός και ένας Ισπανός. Αποφάσισαν να γράψουν μια ιστορία ο καθένας τους που να να εξηγεί όσο καλύτερα γίνεται την ανθρώπινη κατάσταση.
Ο Ελληνας είπε: Εγώ λέω να γράψω για έναν ήρωα που καραβοδέρνεται στον πόλεμο κι όταν επιστρέφει τελικά στο σπίτι του κανείς δεν τον αναγνωρίζει. Ο Αγγλος είπε: Εγώ θα γράψω για έναν νεαρό αναποφάσιστο πρίγκιπα που αναρωτιέται αν αξίζει να ζει κανείς. Ο Ισπανός είπε: Εγώ θα γράψω για έναν μυθομανή αγρότη που πιστεύει πως είναι ιππότης και ξεκινάει με το κοκαλιάρικο άλογό του για μια σειρά εξωφρενικές περιπέτειες. Ο Γερμανός είπε: Εγώ θα γράψω για έναν νεαρό άντρα που ερωτεύεται παθιασμένα τη γυναίκα κάποιου άλλου και πεθαίνει τελικά από έρωτα.
Κάπως έτσι ο Ομηρος δημιούργησε το έπος, ο Σαίξπηρ το δράμα, ο Θερβάντες το μυθιστόρημα περιπλάνησης και ο Γκαίτε το υπέδαφος του ρομαντισμού. Θα μπορούσε να είναι ανέκδοτο, αλλά είναι η ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Και τι περίεργο, οι ήρωες πάνω στους οποίους πατάει κάθε μοντέρνα ή μεταμοντέρνα αφήγηση είναι στην πραγματικότητα βαθιά μοντέρνοι κι οι ίδιοι.
Γιάννης Γαϊτης, Ο Οδυσσέας και οι Σειρήνες

Ο Οδυσσέας προτού φτάσει στην Ιθάκη ξεβράζεται στο νησί των Φαιάκων γυμνός και απελπισμένος. Μοιάζει με τους πρόσφυγες που ναυαγούν εδώ και μήνες στα ελληνικά παράλια. Στα μάτια της Ναυσικάς και των συνοδών της θυμίζει άγριο λιοντάρι. Αλλά και ο Αμλετ φαντάζει αλλοπρόσαλλος στα μάτια του Κλαύδιου και της Γερτρούδης. Παρανοϊκός και ο Δον Κιχώτης: κυκλοφορεί αρματωμένος και συστήνεται ως πρεσβευτής του Θεού πάνω στη Γη. Και ο Βέρθερος του Γκαίτε; Τρελός από έρωτα.
Εραστές, αντεραστές, υπηρέτες, φίλοι ή τυχαίοι περαστικοί θεωρούν τους ήρωες αυτούς εξωφρενικούς, επικίνδυνους ή βλάκες. Σκέφτονται όπως μας έχουν μάθει να σκεφτόμαστε μπροστά στο διαφορετικό: ο Οδυσσέας είναι ναυαγός. Ο Αμλετ βλέπει φαντάσματα. Ο Δον Κιχώτης πετάει στα σύννεφα. Ο Βέρθερος κυριαρχείται από ένα άρρωστο πάθος.

O Νίκος Χαραλάμπους ως Δον Κιχώτης στη θεατρική παραγωγή του ΘΟΚ Don Quixote, σεζόν 2011/12, σε σκηνοθεσία Σταύρου Σ. Τσακίρη.
Οσο παρακμάζει η ευρωπαϊκή παιδεία από έλλειψη οράματος και πόρων τόσο η λογοτεχνία αναγορεύεται αυτοδίκαια σε εκπαίδευση - στη μόνη επαναστατική εκπαίδευση που μας έχει απομείνει εν μέσω τρομολαγνείας, μειωμένης αυτογνωσίας και αναδίπλωσης σε εθνικισμούς. Η εκπαιδευτική διάσταση της λογοτεχνίας δεν είναι αυτό που μας δίδαξαν στο σχολείο: βρείτε τους επιθετικούς προσδιορισμούς και χωρίστε το κείμενο σε κεφάλαια. Είναι η ενσωμάτωση του Αλλου, με όλες του τις ιδιορρυθμίες και ιδιαιτερότητες, στο κοινωνικό σώμα. Η λογοτεχνία επιτυγχάνει μια διαπλάτυνση της εμπειρίας - πόσες περιπέτειες και γυρίσματα της μοίρας μπορείς να ζήσεις σε μια ζωή; Διαβάζοντας έχουμε στη διάθεσή μας μια πινακοθήκη παθημάτων και πειρασμών, ειδυλλίων, διαψεύσεων και θανάτων.
Μαθαίνουμε από τις ζωές των άλλων. Μαθαίνουμε και από τις αντιδράσεις όσων παρακολουθούν τις ζωές των άλλων. Αν ήμασταν οι συνοδοί της Ναυσικάς, θα πισωπατούσαμε ίσως κι εμείς, τρομαγμένοι από την όψη του Οδυσσέα, χάνοντας έτσι την ευκαιρία να συναντήσουμε έναν αληθινό ήρωα. Καλό είναι να το θυμόμαστε αυτό και στην πραγματική ζωή, όπου δεν έχει ακόμη μεσολαβήσει η μεταμορφωτική εμπειρία της τέχνης: αν ψηθείς στην αφήγηση, αν ταυτιστείς με τους ήρωες, αρχίζεις σταδιακά να αμφιβάλλεις για όσα σερβίρει η τηλεόραση, για τις ίδιες τις ειδήσεις. Οι ρητορείες, η περιστολή της σκέψης, η ενορχήστρωση του φόβου, όλες οι ασθένειες της σύγχρονης ζωής ξεπερνούνται με μια φαρμακευτική αγωγή παλιά όσο και ο κόσμος: την αφήγηση επινοημένων περιπετειών.
Εκτός από τον έρωτα, δεν υπάρχει ίσως άλλη προσομοίωση ταύτισης με τον Αλλον, με την ιστορία του, πέρα από τη λογοτεχνία.
Θα ερωτευόμασταν με το ίδιο πάθος και την ίδια εγκατάλειψη αν δεν είχαμε διαβάσει τον Βέρθερο, την Αννα Καρένινα, τη Μαντάμ Μποβαρί; Αν δεν είχαμε εντυπωσιαστεί βαθιά από την εξομολόγηση της Κάθριν στα Ανεμοδαρμένα ύψη; «Νέλι, είμαι ο Χίθκλιφ. (...) Είναι μέσα μου σαν τον ίδιο τον εαυτό μου». Το μυθιστόρημα δημιουργεί μια προσομοίωση εμπειρίας μέσα στην οποία θα θέλαμε με όλη μας την καρδιά να ζήσουμε. Ισως ακόμη και να πεθάνουμε.
Στη νουβέλα του Τολστόι «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλιτς» ο αυτάρκης και φιλόδοξος δικαστής μπαίνει στον μαύρο σάκο του θανάτου: «Πού ήταν ο θάνατος; Ποιος θάνατος; Δεν υπήρχε κανένας φόβος για τίποτα επειδή δεν υπήρχε τίποτα. Στη θέση του θανάτου υπήρχε το φως». Τα ξέρουμε όλα αυτά από τον Επίκουρο και τον Χάιντεγκερ, αλλά στον Τολστόι τα νιώθουμε κιόλας. Ποιος άλλος έχει μιλήσει για τον θάνατο τόσο ειλικρινά και παρηγορητικά, παίρνοντάς μας από το χέρι και βάζοντάς μας στον μαύρο σάκο της ανυπαρξίας;
Λέων Τολστόι, 1887
