ρεζιλίκι το [rezilíki] Ο44α: (οικ.) α. πάθημα που προκαλεί τη χλεύη, που ντροπιάζει, εξευτελίζει, γελοιοποιεί· ρεζίλεμα, ντρόπιασμα, εξευτελισμός, ...
Ορδές. Ο εχθρός προϋποθέτει ένα τείχος, οι ορδές προϋποθέτουν ένα διαπερατό σύνορο. Το ίδιο ...
23 Απριλίου 2023 Η πρώτη έκπληξη δεν αφορούσε την άφιξή τους. Τα μέσα κοινωνικής ...
Όταν σου τα έχουν αρπάξει όλα τι (απο)μένει; Tι άλλο μπορούν να σου πάρουν; ...
Μηδενική Ανοχή στην Ομοφοβία! Μηδενικηηηή, φωνάζει η ομήγυρη. Μηδενική Ανοχή στην Ομοφοβία! Μηδενικηηηή, φωνάζει ...
Έτσι ξεκινά το μάθημα. Είναι η πρώτη διά ζώσης συνάντηση του εξαμήνου, μετά από ...