Παράθυρο logo
Λούκας Βισνιέβσκι
Δημοσιεύθηκε 16.01.2011
Λούκας Βισνιέβσκι

Συνέντευξη στη Μερόπη Μωυσέως, 16.1.2011

Ο Λούκας Βισνιέβσκι, σκηνοθέτης της παραγωγής της Νέας Σκηνής ΘΟΚ με το έργο «Ο σακάτης του νησιού», μιλά για όσα τον ωθούν να φεύγει συνεχώς από το δικό του «νησί», που «σημαίνει ζωή», και για τη συνεργασία του με τον θεατρικό οργανισμό.


Για δύο μήνες, ο Λούκας Βισνιέβσκι βρισκόταν στην Κύπρο με τον σκηνογράφο Σιμόν Γκασζίνσκι για το ανέβασμα της παραγωγής της Νέας Σκηνής ΘΟΚ με το έργο «Ο σακάτης του νησιού», του Μάρτιν ΜακΝτόνα. Ο Πολωνός σκηνοθέτης κλήθηκε να σκηνοθετήσει το έργο στο πλαίσιο του Πρωτόκολλου Συνεργασίας μεταξύ του ΘΟΚ και του πολωνικού θεάτρου Νόβι [Teatr Nowy].

«Δεν σκηνοθετώ λέξεις, σκηνοθετώ συναισθήματα», είχε πει σε πρόσφατη συνέντευξη Τύπου, απαντώντας σχετικά με το πώς μπορεί να σκηνοθετεί ένα έργο γραμμένο σε μια άγνωστη για τον ίδιο γλώσσα.

Στο έργο του ΜακΝτόνα ο «σακάτης του νησιού», ο Μπίλι καταφέρνει να ταξιδέψει μέχρι το Χόλιγουντ για τα γυρίσματα μιας ταινίας, εγκαταλείποντάς το –θέλει να πιστεύει- διά παντός. Γιατί θέλουμε να φύγουμε απ’ εκεί όπου ζούμε; Γιατί θέλουμε να εγκαταλείπουμε τους ανθρώπους που είναι δίπλα μας; Ποιο είναι το τίμημα για την απόπειρα απόδρασής μας; Ο Λούκας Βισνιέβσκι έχει μια αρκετά καλή ιδέα για τα πιο πάνω ερωτήματα.

 

Στο σκηνοθετικό σας σημείωμα γράφετε πως -ειρήσθω εν παρόδω- θα θέλατε να εγκαταλείψετε διά παντός την πόλη σας, τη Βαρσοβία. Είναι αρκετά εντυπωσιακό να το λέτε και γραπτώς, γιατί όλοι λίγο πολύ θέλουμε να φύγουμε απ’ εκεί που είμαστε, θεωρώντας πως αλλού όλα είναι καλύτερα.

Υπάρχουν δύο τρόποι για να το δει κανείς. Από τη μια είναι πολύ ενδιαφέρον να ταξιδεύεις στο εξωτερικό, να βλέπεις διαφορετικούς και άγνωστους τόπους, να έρχεσαι σε επαφή με διαφορετικές κουλτούρες. Υπάρχουν και χίλιοι δυο λόγοι για να φύγεις: οικονομικοί, επαγγελματικοί, απλώς ψυχαγωγικοί. Το πραγματικό ερώτημα είναι γιατί. Τι σε ωθεί να το κάνεις. Εκείνο που βλέπω εγώ είναι πως όλα ξεκινούν -ως συνήθως- από μέσα μας. Από το μυαλό και την καρδιά μας. Και η πιο σοβαρή απάντηση που μπορώ να δώσω για το λόγο που μας ωθεί να θέλουμε να πάμε κάπου, να αλλάξουμε τη ζωή μας, να πάρουμε ρίσκα, ή [αν δεν είμαστε αρκετά θαρραλέοι για να το κάνουμε] απλώς να το ονειρευόμαστε, είναι το αίσθημα πως τίποτα γύρω μας δεν είναι αρκετό. Πως όλα είναι λανθασμένα και πως δεν μπορείς να νιώσεις πραγματικά δικό σου τον τόπο σου γιατί φοβάσαι πως δεν σου δίνει αρκετά για να είσαι ευτυχισμένος, για να είναι η ζωή σου πλήρης. Είναι ο φόβος για το νόημα της ζωής. Και όταν συνειδητοποιείς πώς είναι η ζωή σου και πως δεν υπάρχει κάτι πέρα απ’ αυτό, θες να φύγεις, να τρέξεις και να αλλάξεις τη ζωή σου. Και έχω την αίσθηση πως αυτό νιώθουν όλοι. Είτε το συνειδητοποιούμε ή όχι. Πιθανώς το 99 ή 98% του κόσμου δεν το συνειδητοποιεί. Ή δεν έχουν το θάρρος να κάνουν κάτι γι’ αυτό.

Όλα αυτά όμως προϋποθέτουν πως δεν υπάρχουν δεσμοί με ανθρώπους.

Ωραία. Τα πιο πάνω ήταν μια διάγνωση του τι μας συμβαίνει, το πρώτο βήμα, η αναγνώριση. Το θέμα είναι, τι κάνουμε γι’ αυτό; Φεύγουμε. Κι αυτό είναι που με φοβίζει. Δεν ξέρω τι μπορεί να συμβεί μετά. Πιθανώς να μην τελειώνει ποτέ. Αλλά στο τέλος καταλαβαίνεις πως αυτό ακριβώς είναι το νόημα. Ό,τι σε κάνει ευτυχισμένο είναι η αναζήτηση, χωρίς να έχει σημασία αν δεν κατάφερες να είσαι ευτυχισμένος γιατί είναι αρκετό το ότι κυνήγησες την ευτυχία κάνοντας στη ζωή σου ό,τι ήθελες.

Αυτό το «μαθαίνουμε» εξαρχής χάρη στην «Ιθάκη» του Καβάφη.

Στην Πολωνία δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει κάτι παρόμοιο, γιατί ο πολωνικός πολιτισμός αναπτύχθηκε σε συγκεκριμένες συνθήκες: δεν υπήρχε ελευθερία, έπρεπε πάντα να αγωνιζόμαστε γι’ αυτήν, και για την ταυτότητά μας, οπότε δεν είχαμε τέτοιου είδους προβληματισμούς. Μεγαλώνοντας στο θέατρο, μπορώ να σας πω αυτό: στον Σαίξπηρ, οι ήρωες θέλουν να πολεμήσουν για τα αισθήματά τους, γι’ αυτό και τα κείμενα είναι τόσο συναισθηματικά και δραματικά. Στον Τσέχοφ το σκέφτονται, το συζητούν, αλλά δεν γίνεται τίποτα. Δεν βρέχει καν στον Τσέχοφ! Οι ήρωες λένε «θα βρέξει» ή «έβρεξε» αλλά ποτέ δεν βρέχει! Εγώ είμαι κάπου στο ενδιάμεσο. Από τη μια φεύγω και την ίδια στιγμή προσεύχομαι για τη στιγμή που θα μπορώ να σταματήσω και να πω «εδώ είμαι».

Νιώθω πως ό,τι με κάνει ευτυχισμένο, ό,τι είναι ενδιαφέρον, είναι έξω απ’ όλα όσα ξέρω. Έξω από τη Βαρσοβία, έξω από την ίδια τη χώρα. Και δεν είναι πως μισώ τη χώρα ή την πόλη μου, ή πως είναι χειρότερη απ’ αλλού, απλώς δεν τη θεωρώ δική μου. Αν αυτό είναι σωστό ή λάθος, είναι σχετικό. Δεν νιώθω καλύτερος ή σοφότερος από μια γιαγιά στο Τρόοδος που μένει εκεί για πάντα και που είδε μόλις δύο φορές στη ζωή της τη θάλασσα. Θα μπορούσαμε να τη λυπηθούμε που δεν έχει γνωρίσει τον κόσμο. Μα γιατί; Δεν θα ήταν όμορφο απλώς να ξυπνάς και να είσαι ευτυχισμένος; Αυτά τα πράγματα δεν είναι μονοδιάστατα. Γι’ αυτό έχω ανάγκη το θέατρο. Κάνοντας τώρα τον «Σακάτη του νησιού», τα συζητάω.

Ο σακάτης του νησιού, ο «Μπίλι», θέλει να πάει στο Χόλιγουντ. Υπάρχει κάποιο μέρος στο οποίο θα θέλατε να πάτε εσείς;

Είναι το μέρος όπου θα μπορώ να ξυπνώ το πρωί, να βλέπω τη σύζυγο και τα παιδιά μου –όχι απαραίτητα το σκύλο μου στις 6 το πρωί- και να έχω την αίσθηση της ασφάλειας πως μπορώ να κάνω ένα ταξίδι, αλλά μετά να επιστρέφω. Αυτό είναι το μέρος μου. Αν με ρωτάτε για κάποιον γεωγραφικό προορισμό, η Αφρική είναι ένας υπέροχος τόπος για να υπάρχεις. Στο Κέιπταουν. Είναι σαν ένας άλλος πλανήτης όπου οι άνθρωποι ζουν πραγματικά. Τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από τη ζωή τους την ίδια. Ούτε το χθες, ούτε το αύριο, αλλά το τώρα.

Θα πηγαίνατε κάπου που δεν υπάρχει θέατρο; Υπάρχει τόπος χωρίς θέατρο;

Είναι μια ερώτηση ίδια με το λόγο ύπαρξης του θεάτρου. Αλλά το θέμα είναι αν θα υπάρξει κάποια στιγμή στη ζωή μου που δεν θα χρειάζεται να κάνω θέατρο. Είναι ένα εργαλείο που με οδηγεί να μαθαίνω πράγματα για μένα και για τη ζωή και κάτι που κάνω από καρδιάς. Ίσως υπάρξει κάποια στιγμή στη ζωή μου που θα είμαι αρκετά ευτυχισμένος για να πω πως δεν το έχω ανάγκη. Είμαι ευτυχισμένος κάνοντας διαφορετικά πράγματα αυτή τη στιγμή: βλέπω τα παιδιά μου να μεγαλώνουν, κάνω θέατρο. Οπότε, προς το παρόν, θέλω να συνεχίσω μ’ αυτά.

Προτιμάτε το δράμα ή την κωμωδία;

Το καλύτερο θέατρο για μένα είναι όταν όλα αναμειγνύονται. Κλαις και γελάς. Είναι όπως στη ζωή. Και στο τέλος όλα δένουν. Στο θέατρο έχεις τη δυνατότητα να δώσεις πολλές διαστάσεις σε ένα θέμα. Αναρωτιέμαι πάντως πώς θα δει το κοινό τον «Σακάτη του νησιού». Ακόμα συζητάμε με τους ηθοποιούς για το αν το έργο είναι δραματική κωμωδία ή μαύρη κωμωδία. Σίγουρα δεν είναι μια κωμωδία που απλώς σε κάνει να γελάς. Είναι ένα έργο που κάνει τους ανθρώπους να γελούν και να κλαίνε την ίδια ώρα.

Πώς αξιολογείτε τη συνεργασία σας με τον ΘΟΚ;

Θα μπορούσαμε να κάνουμε μια δεύτερη συνέντευξη μόνο για αυτό. Ειλικρινά, το εννοώ όταν λέω πως είχα την καταπληκτική ευκαιρία -που μου έδωσε ο Βαρνάβας Κυριαζής και το Θέατρο Νόβι- να έρθω εδώ και να δημιουργήσω αυτή την παραγωγή. Κυρίως να γνωρίσω υπέροχους ανθρώπους, τους ηθοποιούς του ΘΟΚ, που είναι τόσο καλοί, ευγενικοί και θαρραλέοι και που μου έδειξαν εμπιστοσύνη. Αλλά και οι υπόλοιποι άνθρωποι του οργανισμού. Είχαμε μια καλή επικοινωνία. Αυτό ήταν σημαντικό για μένα. Είναι πολύ ωραίο να συναντάς ανθρώπους που κάνουν θέατρο από καρδιάς. Και αυτό κάνουν στον ΘΟΚ.

Το ενοχλητικό, εκείνο που τους σκοτώνει, είναι το ωράριο 9-3, που το βρίσκω πολύ περίεργο. Δεν μπορείς να σκεφτείς το θέατρο ως ένα λογικό ίδρυμα, είτε είναι ιδιωτικό, κρατικό ή ημικρατικό. Οι άνθρωποι που δίνουν χρήματα για το θέατρο ή που χαράσσουν πολιτική για το θέατρο θα πρέπει να καταλάβουν πως είναι κάτι εξαιρετικό και πως δεν μπορούν να το αντιμετωπίζουν όπως μια βιομηχανία υποδημάτων. Γιατί είναι κάτι διαφορετικό, έχει τους δικούς του κανόνες. Δεν μπορείς να έχεις μια συμφωνία που να λέει πως μπορείς να σκέφτεσαι πώς θα πεθάνεις ή πώς θα αγαπήσεις μεταξύ των ωρών 9-3!

Τι χρειάζεται για να υπάρχει θεατρική τέχνη; Χρειάζονται οι άνθρωποι, χρειάζεται ένας χώρος, χρόνος και χρήμα. Το ανθρώπινο δυναμικό υπάρχει στην Κύπρο. Θα αποκτήσετε σύντομα και έναν υπέροχο χώρο. Υπάρχει το χρήμα και ο χρόνος; Αυτά είναι τα επείγοντα ζητήματα που θα πρέπει να απαντηθούν.

Από το διευθυντή έως τον τελευταίο τεχνικό στα εργαστήρια του ΘΟΚ, θα πρέπει να σκεφτούμε τον οργανισμό ως εθνικό θησαυρό αυτής της χώρας. Γιατί, το τι κάνει μια χώρα και τους ανθρώπους της ανεξάρτητους και δυνατούς είναι -προφανώς- η οικονομία και ο πολιτισμός της. Και η θεατρική τέχνη είναι μια από τις καλύτερες εκφάνσεις του πολιτισμού. Γιατί είναι η τέχνη όπου θέτουμε ερωτήματα, όπου μιλάμε για αισθήματα, όχι για χρήματα αλλά για το τι σημαίνει να αγαπάς, τι σημαίνει να φοβάσαι ή να πεθαίνεις. Γι’ αυτό οι άνθρωποι του θεάτρου θα πρέπει να έχουν τα κατάλληλα εργαλεία για να εργάζονται, που είναι μάλλον οι οικονομικοί πόροι. Και το σύστημα να τους διευκολύνει. Εδώ υπάρχουν τεράστιες δυνατότητες, αλλά οι άνθρωποι του οργανισμού δεν μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους όπως τη θέλουν. Ξεκινώντας από τον Βαρνάβα Κυριαζή, έναν από τους πιο εκπληκτικούς ανθρώπους που γνώρισα. Είναι ο επικεφαλής του κρατικού θεάτρου της χώρας, αλλά και πάλι έρχεται εδώ στις 7 το πρωί, πίνει καφέ με τους τεχνικούς και συζητά τους τρόπους για να λειτουργήσουν όλα καλύτερα. Που είναι απίστευτο. Ξεκινώντας από τον ίδιο, όλοι πρέπει να αγωνιστούν για να υπάρξει θέατρο και, εξαιτίας του συστήματος, δυσκολεύονται. Αυτό δεν είναι καλό. Και πάλι, όμως, είμαι εντυπωσιασμένος με τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν, γιατί κάνουν δυνατά τα αδύνατα.