Δομημένο σε δύο θεματικές ενότητες, το έργο «Ground Studies for Pilots - Bluets», κινείται ανάμεσα στον ποιητικό στοχασμό και τη σωματική εμπειρία, διερευνώντας την ανθρώπινη ευθραυστότητα, τη μνήμη και τη σιωπή μέσα από τον ήχο, την εικόνα και τη φωνή. Με φόντο τη Λευκωσία, μια πόλη εμφανώς σημαδεμένη από την ανοιχτή πληγή της μοιρασμένης χώρας μας, η θεατρική περφόρμανς με βίντεο προτζέκτορα, του διεθνώς αναγνωρισμένου καλλιτέχνη και συνθέτη ηλεκτρονικής μουσικής, Παντελή Διαμαντίδη, θέτει ερωτήματα για το πώς «πλοηγούμαστε» σε μια πραγματικότητα όπου η τεχνολογία δεν είναι απλώς εργαλείο, αλλά συνθήκη ύπαρξης. Το έργο παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο φεστιβάλ Eufonic στην Ισπανία και τώρα, μέσω του Διεθνούς Φεστιβάλ Λευκωσίας, επιδιώκει να αγγίξει τις εμπειρίες του τόπου, της ιστορίας και της καθημερινότητας.
Η παράσταση λαμβάνει χώρα λίγο πριν τα Χριστούγεννα, την Τρίτη, 23 Δεκεμβρίου 2025, και ο Διαμαντίδης μιλά στο «Π» για τη γέννηση του έργου, που ξεκινά από την περίοδο της πανδημίας, αλλά και την επιλογή του να εντάξει σε αυτό το κατά τα άλλα ηλεκτρονικό και οπτικοακουστικό περιβάλλον, μια ανθρώπινη φωνή. Ο Διαμαντίδης, επιχειρεί στην ουσία, να δώσει οδηγίες μέσα από το έργο του να αφεθεί ο θεατής και να ακούσει τις λεπτομέρειες που χάνονται, τόσο στον χώρο όσο και μέσα σου. Για την ανθρώπινη φωνή, ο ίδιος σημειώνει ότι «σε ένα περιβάλλον που κινείται ανάμεσα στην αφαίρεση και στην υπερπληροφόρηση, η ανθρώπινη φωνή εμφανίζεται σαν ένας τόπος επιστροφής».
Η αρχή του νήματος του έργου πάει πίσω στην περίοδο της πανδημίας και σε ένα βιβλίο για οδηγίες… πιλότων. Τι περιείχε η έκδοση που έδωσε έναυσμα για τη γέννηση του έργου;
Αυτό που με τράβηξε δεν ήταν η τεχνική πληροφορία, αλλά η γλώσσα. Ένα σύνολο οδηγιών φτιαγμένο για στιγμές όπου ο προσανατολισμός χάνεται, όπου το σώμα δεν μπορεί να εμπιστευτεί τις αισθήσεις του και χρειάζεται να παραδοθεί σε μια άλλη αρχή οργάνωσης. Στο βιβλίο υπήρχαν φράσεις που, χωρίς να το επιδιώκουν, άγγιζαν κάτι βαθιά ανθρώπινο: τον φόβο της απώλειας ελέγχου και την ανάγκη να συνεχίσεις, να κινηθείς, να σταθείς κάπου. Αυτό άνοιξε έναν δρόμο: από τις τεχνικές οδηγίες στην υπαρξιακή συνθήκη της πλοήγησης μέσα στην ασάφεια.
Τι βλέπεις πίσω από την εικόνα ενός πιλότου που ετοιμάζεται να απογειωθεί;
Βλέπω έναν άνθρωπο που προετοιμάζεται να στηριχτεί σε συστήματα που δεν είναι μέρος του σώματός του, αλλά που έχει μάθει να εμπιστεύεται. Η στιγμή πριν την απογείωση είναι ένα όριο: είσαι ακόμη στο έδαφος, αλλά έχεις ήδη παραδώσει ένα μέρος της ασφάλειας και της ταυτότητάς σου σε κάτι άλλο, μια μηχανή, έναν αλγόριθμο, ένα σύνολο ενδείξεων. Με ενδιαφέρει αυτό, αυτή η στιγμή: Η έκθεση. Η απόφαση να κινηθείς παρ' όλη την αβεβαιότητα.
Μέσα από την οπτικοακουστική παράσταση επιχειρείται ένας «ποιητικός στοχασμός πάνω στην ανθρώπινη ευθραυστότητα». Θες να μας πεις περισσότερα; Πώς αποτυπώνεται αυτό στην οπτικοακουστική γλώσσα του έργου;
Η ευθραυστότητα, για μένα, δεν είναι κάτι παθητικό ή λυρικό. Είναι η κατάσταση όπου δεν μπορείς πια να βασίζεσαι σε αυτό που ήξερες και πρέπει να μάθεις ξανά πώς να είσαι μέσα στον χώρο. Στην παράσταση αυτό εμφανίζεται μέσα από αστάθειες: μετατοπίσεις στο ηχητικό πεδίο, εικόνες που δεν εξηγούν αλλά υποδεικνύουν, χρονικότητες που ανοίγουν και κλείνουν απροσδόκητα. Δεν υπάρχει συνεχής αφήγηση, υπάρχουν συνθήκες μέσα στις οποίες ο θεατής καλείται να παραμείνει. Η οπτικοακουστική γλώσσα λειτουργεί σαν διαδικασία αποσυμπίεσης: σε οδηγεί να ακούσεις τις λεπτομέρειες που συνήθως χάνονται, τόσο στον χώρο όσο και μέσα σου.
Η παράσταση εκτείνεται και σε ένα δεύτερο μέρος, το «Bluets». Γιατί επέλεξες να εντάξεις μια vocal performer;
Η φωνή ήταν αναπόφευκτη. Το Bluets δεν είναι ακριβώς συνέχεια του πρώτου μέρους, αλλά μια άλλη είσοδος στον ίδιο κόσμο: πιο εσωτερική, πιο διαπερατή. Χρειαζόταν ένα ανθρώπινο σώμα που να μπορεί να εκφέρει όχι μόνο λέξεις αλλά και αναπνοές, μικροκινήσεις, δονήσεις. Ένα σώμα που να μπορεί να σταθεί μπροστά στο κοινό χωρίς να εξηγεί. Η παρουσία της φωνής, και συγκεκριμένα της φωνής της Κρίστιας Μιχαήλ, δημιουργεί μια άλλη κλίμακα παρουσίας, κάτι που δεν μπορεί να παραχθεί από ηλεκτρονικά μέσα.
Τι ρόλο παίζει η ανθρώπινη φωνή μέσα σε ένα κατά τα άλλα ηλεκτρονικό και οπτικοακουστικό περιβάλλον;
Η φωνή λειτουργεί ως σημείο αναφοράς. Είναι κάτι που όλοι αναγνωρίζουμε πριν το αναλύσουμε. Σε ένα περιβάλλον που κινείται ανάμεσα στην αφαίρεση και στην υπερπληροφόρηση, η ανθρώπινη φωνή εμφανίζεται σαν ένας τόπος επιστροφής. Ταυτόχρονα, η φωνή εκτίθεται: αποδομείται, παραμορφώνεται, διαστέλλεται. Όμως ποτέ δεν χάνει την υλικότητά της. Αυτή η υλικότητα, και πάλι το σώμα που παράγει ήχο, είναι ο άξονας πάνω στον οποίο γειώνονται όλα τα υπόλοιπα.
Το έργο εξερευνά τη μνήμη, τη μετατόπιση και τη σιωπή μέσω της φωνής, των ηλεκτρονικών και της οπτικής αφαίρεσης. Πώς εκδηλώνονται όλα αυτά επί σκηνής;
Επί σκηνής δεν υπάρχει αφήγηση της μνήμης. Υπάρχει ο τρόπος με τον οποίο η μνήμη ενεργοποιείται: μέσα από επαναλήψεις, από απότομες παύσεις, από υλικά που επιστρέφουν με διαφορετική μορφή. Η μετατόπιση εκφράζεται μέσα από ένα ηχητικό πεδίο που δεν σταθεροποιείται, πάντα κάτι αλλάζει θέση, κάτι σε μεταφέρει αλλού χωρίς να το περιμένεις. Η σιωπή δεν είναι κενό, αλλά σημείο μετάβασης. Εκεί ο θεατής μπορεί να τοποθετήσει τον εαυτό του μέσα στο έργο.
Στο φόντο η Λευκωσία, την οποία περιγράφεις ως «μια πόλη σε διαρκή μετάβαση, μοιρασμένη και ταυτόχρονα ενωτική, ένας ιδανικός τόπος για αυτό το υπαρξιακό έργο». Πώς συνομιλεί η πόλη με το περιεχόμενο της παράστασης;
Η Λευκωσία κουβαλά μια αίσθηση ανοιχτής τομής. Τίποτα δεν έχει κλείσει οριστικά, τίποτα δεν είναι πλήρως σταθερό. Αυτή η ενδιάμεση κατάσταση ταιριάζει βαθιά με το έργο, γιατί και το έργο κινείται μέσα σε κάτι που δεν ολοκληρώνεται, σε μια διαδικασία συνεχούς διαπραγμάτευσης. Η πόλη δεν λειτουργεί ως σκηνικό λειτουργεί ως συνθήκη. Το κοινό στη Λευκωσία κουβαλά αυτή την εμπειρία, και αυτό αλλάζει τον τρόπο που θα σταθεί απέναντι στο έργο. Υπάρχει μια εγγύτητα, μια αναγνώριση που δεν χρειάζεται να ειπωθεί.
Η πρώτη παρουσίαση του έργου έλαβε χώρα στο φεστιβάλ Eufonic στην Ισπανία. Πώς ήταν εκεί; Περιμένεις διαφορετική ανταπόκριση από τη Λευκωσία;
Το Eufonic ήταν μια πολύ φιλόξενη πρώτη στάση. Το έργο συναντήθηκε με ένα κοινό εξοικειωμένο με την πειραματική οπτικοακουστική σκηνή και αυτό του έδωσε χώρο να αναπνεύσει. Στη Λευκωσία, όμως, περιμένω μια άλλη μορφή εμπλοκής. Όχι απαραίτητα πιο θετική ή πιο αρνητική, πιο υπαρξιακή. Εδώ το έργο αγγίζει κάτι που δεν είναι μόνο αισθητικό. Αγγίζει εμπειρίες τόπου, ιστορίας και καθημερινότητας. Και αυτό αλλάζει τον τρόπο που «ακούγεται» το έργο, ακόμα κι αν ο ήχος παραμένει ο ίδιος.
Το έργο θέτει ερωτήματα για την πραγματικότητα «σε έναν κόσμο διαμεσολαβημένο από την τεχνολογία». Εσύ πώς αντιλαμβάνεσαι αυτή την πραγματικότητα;
Ζούμε σε ένα περιβάλλον όπου η τεχνολογία δεν είναι πλέον εξωτερικό εργαλείο, είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε, οργανώνουμε και θυμόμαστε τον κόσμο. Αυτό δεν το δαιμονοποιώ. Αλλά με ενδιαφέρει να δω τι χάνεται και τι μένει όταν η εμπειρία μας περνά μέσα από συστήματα που δεν σχεδιάστηκαν για να μας καταλάβουν, αλλά για να μας προβλέψουν. Για μένα, το κρίσιμο σημείο είναι η ακρόαση: να παραμένει ενεργή, ανοιχτή, σωματική. Η τεχνολογία μπορεί να ενισχύσει αυτή τη δυνατότητα ή να τη μουδιάσει. Το έργο προσπαθεί να τη φέρει ξανά στο κέντρο, όχι ως νοσταλγία, αλλά ως πράξη παρουσίας.
