Από το καλοκαιρινό τοπίο της Πάφου, στον χειμερινό διάλογο της Λευκωσίας. Στην Isnotgallery, με τη νέα έκθεση «Electric Dreams», άνοιξε ένας διάλογος για το εύθραυστο σημείο συνάντησης της πραγματικότητας και της επιθυμίας, του συλλογικού βιώματος και του προσωπικού ονείρου. Ο Άντρος Ευσταθίου σε μια περίοδο όπου τα πάντα παραμένουν ρευστά, επιμένει πως η τέχνη φαντάζει πιο αναγκαία από ποτέ, όχι ως διαφυγή, αλλά ως πεδίο κατανόησης, ερμηνείας και επανατοποθέτησης.
Η έκθεση συνεχίζει και διευρύνει τον διάλογο που άνοιξε το καλοκαίρι με την παρουσίασή της «Στον παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί» στο Almyra Boutique Hotel. Αυτή τη φορά, όμως, το αφήγημα μεταφέρεται στον αστικό ιστό της Λευκωσίας, σε έναν διαφορετικό χωρικό και συναισθηματικό τόπο, πιο δημόσιο, πιο άμεσο, πιο απαιτητικό.
Σε μια πόλη που επαναπροσδιορίζει
Ανάμεσα στην Πάφο και στη Λευκωσία ο ίδιος, μεταφέρει την καλοκαιρινή ραστώνη στο βροχερό τοπίο, χωρίς καμία διάθεση νοσταλγικότητας. Η επιθυμία για διάλογο, για εκμυστηρεύσεις κοινωνικών και προσωπικών ονείρων συνθέτουν ένα πολύ ενδιαφέρον μωσαϊκό κοινωνικών και προσωπικών αφηγήσεων που δεν σου αφήνουν το περιθώριο αποχής. Ο θεατής στέκεται απέναντι στα έργα, αναγνωρίζοντας κομμάτια του εαυτού του, διακρίνοντας τις αλλαγές και παρακολουθώντας την εξέλιξη.
Τα έργα της έκθεσης, εμφανίζονται ενταγμένα σε ένα επιμελητικό πλαίσιο που ο ίδιος ο Άντρος καθόρισε, με σκοπό να αναδείξουν τη δυναμική μιας πόλης σύγχρονης, δυναμικής, δημιουργικής, διαλεκτικής και έτοιμης να επαναπροσδιορίσει και επαναπροσδιοριστεί διότι είναι η εξέλιξη της Λευκωσίας, αυτή που την κάνει τόσο ενδιαφέρουσα.
Όνειρα ηλεκτρικά, ερωτήματα επίκαιρα
Η επιλογή του τίτλου «Electric Dreams» δίνει το πλαίσιο, παραπέμποντας όχι μόνο στη διάχυτη αισθητική και τεχνολογική φόρτιση που μας επηρεάζει όλους σε μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσοστό, με επιφανειακό ή βαθύτερο τρόπο. Ο τίτλος, όπως και τα έργα που παρουσιάζονται στην έκθεση υποδηλώνουν την ένταση της εποχής. Τη διαρκή και ακατάπαυστη ένταση, τη συνεχή διέγερση και ταυτόχρονα την ουσιαστική ανάγκη για επανασύνδεση με το άυλο, το φαντασιακό, το ονειρικό.
Σε μια Κύπρο που παρακολουθεί παγκόσμιες εξελίξεις να επηρεάζουν ακόμη και τις πιο καθημερινές μας συναλλαγές, πόσω μάλλον την αγορά τέχνης, η έκθεση «Electric Dreams», επιχειρεί να τάσεις, ανησυχίες και εικαστικές κατευθύνσεις της σύγχρονης σκηνής, χωρίς να χάνει την τοπικότητά της, τουναντίον, αναδεικνύοντάς την και βάζοντάς την στο κεντρικό πλάνο.
Η Isnotgallery επανατοποθετείται έτσι ως ενεργός κόμβος σύγχρονης δημιουργίας, ανοίγοντας έναν διάλογο όχι μόνο με την καλλιτεχνική κοινότητα, αλλά και με το ευρύτερο, κοινό που αναζητά νόημα, αισιοδοξία και νέες αφηγήσεις.
Η συζήτηση με τον Άντρο για την «Electric Dreams», πραγματοποιήθηκε με πολλές διακοπές, κατά τη διάρκεια αρκετών συζητήσεων, άλλες φορές με έντονη την ανάγκη πνευματικότητας και θεωρητικού πλαισίου και άλλες με έντονη την ανάγκη ενός ρεαλισμού που δεν θα αποσυντόνιζε την ανάγκη για δημιουργία ονειρικών διαλόγων.
Η «Electric Dreams» είναι η συνέχεια της έκθεσης «Στον παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί» στο Almyra Boutique Hotel. Τι αλλάζει όταν το αφήγημα μεταφέρεται από έναν ξενοδοχειακό χώρο στη χειμερινή, αστική Λευκωσία;
Αλλάζει κυρίως η ένταση και η εγγύτητα. Η Λευκωσία τον χειμώνα είναι πιο ωμή, πιο άμεση, λιγότερο «φιλτραρισμένη». Ο επισκέπτης δεν βρίσκεται σε ένα πλαίσιο χαλάρωσης, αλλά σε έναν χώρο καθημερινότητας, κίνησης, σκέψης. Αυτό κάνει τη συνάντηση με τα έργα πιο απαιτητική αλλά και πιο ειλικρινή. Η πόλη γίνεται συνομιλητής, όχι φόντο.
Ο τίτλος της έκθεσης παραπέμπει στο όνειρο αλλά και σε μια ηλεκτρισμένη εποχή. Πώς επηρεάζει η επικαιρότητα και οι τάσεις τα ενδιαφέροντα, τις αγορές γενικώς και την τέχνη ειδικώς;
Οι καιροί είναι φορτισμένοι. Δεν είναι ανάγκη να διαβάζεις ειδήσεις, αρκεί να «διαβάζεις» τους ανθρώπους για να διακρίνεις την ένταση, την ανασφάλεια, την ανάγκη για κάτι αισιόδοξο, κάτι όμορφο, ήρεμο αλλά όχι υποτονικό, κάτι που θα σε ξυπνήσει από τον εφιάλτη και θα σε οδηγήσει και πάλι στο όνειρο. Γίνομαι λυρικός; Ελπίζω πως όχι. Αισθάνομαι την ανάγκη του κόσμου στον οποίο ζω τόσο εγώ όσο και οι επισκέπτες της γκαλερί, για ουσία, για έργα που «μιλούν» χωρίς να κραυγάζουν. Βλέπω λιγότερη επιδειξιομανία και περισσότερη αναζήτηση νοήματος. Και ναι, επηρεάζονται και οι αγορές. Ο κόσμος δεν θέλει πια το άπιαστο όνειρο, θέλει κάτι αληθινό, βιώσιμο, που να μπορεί να ζήσει μαζί του.
Η έκθεση μιλά για το σημείο συνάντησης συλλογικού και ατομικού. Θεωρείς πως το κοινό είναι έτοιμο να δει την τέχνη ως καθρέφτη της εποχής του; Δεν είναι φοβιστική ακόμη μια τέτοια συνειδητοποίηση;
Υπάρχει ωρίμανση. Ωρίμανση πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη. Από τη μια, το κοινό δεν φοβάται να μην «καταλάβει». Τουναντίον, αποδέχεται ότι η τέχνη είναι διάλογος, όχι τεστ γνώσεων. Και αυτό ανοίγει τον δρόμο για ουσιαστική σχέση με το έργο. Από την άλλη το θέμα ταυτότητας τόσο του καλλιτέχνη, όσο του κοινού και της τέχνης, είναι θέματα συζήτησης πολύ πιο έντονα και ουσιαστικά. Ποτέ ο φόβος δεν υπήρξε τροχοπέδη για την τέχνη. Αντιθέτως υπήρξε κινητήριος δύναμη.
Πώς επιλέχθηκαν οι νέες συμμετοχές καλλιτεχνών και πώς «δένουν» με όσους έχουν ήδη διεθνή πορεία;
Η επιλογή των καλλιτεχνών ανέκαθεν γινόταν στη βάση της συνομιλίας, όχι του βιογραφικού. Υπάρχουν καλλιτέχνες με διεθνή διαδρομή που εμπιστεύονται τόσο την γκαλερί ώστε μας δίνουν έργα ακόμη και από το 1991, σε τιμές όχι ακριβώς του 1991 αλλά πολύ προσιτές και ουσιαστικές. Αυτό για μένα είναι βαθιά πολιτική πράξη. Η τέχνη πρέπει να μπαίνει στα σπίτια, όχι να θαυμάζεται από βιτρίνες.
Σε μια μικρή αγορά όπως η Κύπρος, πόσο αναγκαίες είναι τέτοιου είδους ομαδικές εκθέσεις για τη διαμόρφωση εικαστικού διαλόγου;
Είναι απολύτως αναγκαίες. Προσωπικά θεωρώ και επιμένω, έτοιμος για πολύ μεγάλη συζήτηση, πως η ομαδική έκθεση αντικατοπτρίζει την ουσία της τέχνης. Ο καλλιτέχνης, όσο μοναχικός κι αν είναι στη δημιουργία του, είναι εξαιρετικά ευαίσθητος στις κοινωνικές αλλαγές. Η συζήτηση ανέκαθεν ήταν πιο ενδιαφέρουσα από τον μονόλογο. Εκεί εμπλουτίζεσαι, βάζεις σε σειρά, ολοκληρώνεις. Η γοητεία μιας ομαδικής έκθεσης ποτέ δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει τη δυναμική μιας ομαδικής έκθεσης, ούτε την ένταση του μηνύματος που η τελευταία στέλνει!
Βλέπεις αλλαγές στον τρόπο που οι Κύπριοι προσεγγίζουν τη σύγχρονη τέχνη τα τελευταία χρόνια;
Σίγουρα. Υπάρχει μεγαλύτερη περιέργεια, λιγότερος φόβος και περισσότερη διάθεση συμμετοχής. Ο κόσμος ρωτά, διαφωνεί, συζητά. Αυτό είναι τρομερά υγιές. Βλέπω γονείς να έρχονται με τα παιδιά τους και να στέκονται μαζί μπροστά στα έργα και να προβληματίζονται, να αδιαφορούν ή και να απορρίπτουν, αλλά υπάρχουν μέσα στις γκαλερί, συζητούν για τα έργα, με τα έργα, κι αυτό δείχνει μια εκτροπή από τον τρόπο που η τέχνη παρουσιαζόταν. Έχει υπάρξει ένα «rebranding» στους χώρους πολιτισμού. Υπάρχει νέο κοινό και αυτό φέρνει φρεσκάδα και αισιοδοξία.
Ποιος είναι, κατά τη γνώμη σου, ο ρόλος μιας γκαλερί σήμερα: εμπορικός, επιμελητικός, εκπαιδευτικός ή όλα μαζί;
Αν η γκαλερί δεν έχει τη δυνατότητα να επικοινωνεί, δεν είναι τίποτα, δεν κάνει τίποτα. Πρέπει να επικοινωνείς με την κοινωνία. Αν δεν το κάνεις αυτό αποτελεσματικά άρα αμφίδρομα, δεν μπορείς να είσαι αποτελεσματικός σε κανέναν άλλο ρόλο. Για να υπάρξει εμπορική επιτυχία ή εκπαιδευτική βαρύτητα, πρέπει να υπάρχει παντού η προϋπόθεση της επικοινωνίας, κι ως εκ τούτου να υπάρχει διάλογος, επιχειρηματολογία, ακόμη και διαφωνία. Η γκαλερί είναι αυτός ο ασφαλής χώρος που αυτές οι ζυμώσεις πραγματοποιούνται!
Αν η «Electric Dreams» άφηνε στον επισκέπτη ένα συναίσθημα φεύγοντας, ποιο θα ήθελες να είναι αυτό;
Ιδανικά, εκστασιασμός. Να φεύγει έχοντας αποκτήσει ένα έργο που του μιλά, που το καταλαβαίνει και του επιτρέπει έναν διάλογο που τον εξελίσσει. Και ό,τι μας εξελίσσει, δεν μας αφήνει να βαλτώσουμε και αυτό αποτελεί σήμερα σοβαρό κίνητρο.
Οι καλλιτέχνες που συμμετέχουν στην έκθεση:
Ελύσια Αθανάτου, Βασίλης Βασιλειάδης, Στέλιος Βότσης, Θεανώ Γιαννέζη, Γιάννης Κοφτερός, Μαρία Κοφτερού, Χαρούλα Νικολαΐδου, Χριστίνα Παπαϊωάννου, Γιάννης Σακέλλης, Κωνσταντίνος Στεφάνου, Πανίκος Τεμπριώτης, Έλενα Τσιγαρίδου, Αλέκος Φασιανός, Σάββας Χριστοδουλίδης, Erro, Fikos.
