

Παρά τη χιονισμένη βραδιά, η 75η Μπερλινάλε ξεκίνησε με μια αρκετά ζεστή τελετή έναρξης, με τις παρουσιάσεις, πρώτα της νέας διευθύντριας του φεστιβάλ, της Αγγλίδας Τρίσα Τέτλ, και στη συνέχεια της τιμώμενης Σκωτσέζας ηθοποιού, Τίλντα Σουίντον (σε ομιλίες μεγάλης διάρκειας) ξεκινώντας με εκείνη του σκηνοθέτη Έντουαρντ Μπέργκερ, που εξήρε το συνολικό έλεγχο της Σουίντον (με την ίδια να συγκινείται σε αρκετές στιγμές), σημειώνοντας πως η Σουίντον ήρθε για πρώτη φορά στο Βερολίνο το 1986 (σε ηλικία μόλις 25 χρονών) και που συνεχίστηκε με εκείνη, εξίσου μεγάλη της συγκινημένης Σουίντον, που την ακολούθησε η προβολή, εκτός συναγωνισμού της ταινίας «Το φως» του Γερμανού σκηνοθέτη Τομ Τίκβερ.
Μια πολύ προσωπική ταινία, «Το φως» του Τίκβερ, προσπαθεί με ένα συχνά πειραματικό τρόπο (όπως μας είχε προτείνει πριν από χρόνια με το «Τρέξε Λόλα, τρέξε») να καταπιαστεί με επίκαιρα κοινωνικά θέματα μιας σε διάφορα αδιέξοδα Ευρώπης, μαζί και το μεταναστευτικό. H ιστορία στρέφεται γύρω από μια δυσλειτουργική οικογένεια, με επικεφαλής ένα σύζυγο που παραπονιέται πως η γυναίκα του έπαψε να ενδιαφέρεται γι’ αυτόν και μια σύζυγο που πιστεύει πως περνάει δίπλα του σαν να είναι ανύπαρκτη, όπως και οι ψυχές των νεκρών - σε μια συζήτηση γίνεται αναφορά στους νεκρούς που οι ψυχές τους δεν αναγνωρίζουν πως έχουν πεθάνει και περιφέρονται στη γη αναζητώντας τη λύτρωση - ανύπαρκτη όπως και η Πολωνέζα υπηρέτρια που πεθαίνει ενώ καθαρίζει το σπίτι χωρίς κανένας να την πάρει είδηση. Οικογένεια δυσλειτουργική που της δίνεται η ευκαιρία για λύτρωση όταν το ρόλο της νεκρής υπηρέτριας αναλαμβάνει μια όλο ενέργεια και δύναμη γυναίκα από τη Συρία - είδος θεραπευτή/ψυχαναλυτή που, βάζοντας τους μπροστά σε μια λάμπα (αναφορά στο φως του τίτλου), τους αναγκάζει να παραδεχτούν και να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους.
Ιστορία βασικά ενδιαφέρουσα που δυστυχώς ο Τίκβερ γεμίζει με διάφορες δευτερεύουσες ιστορίες, με σκηνές ελλειπτικές που σίγουρα θα μπερδέψουν τον απλό θεατή, με ενδιάμεσα χορούς, τραγούδια, ακόμη και μιούζικαλ, σε μια ταινία που διαρκεί δύο ώρες και τρία τέταρτα, και με διάφορες απλοϊκές κοινωνικές και πολιτικές και συζητήσεις. Υπάρχουν σίγουρα στην ταινία σκηνές που δείχνουν το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του σκηνοθέτη, όπως αυτές προς το φινάλε, τόσο με την παγίδευση του ζευγαριού σε ένα δωμάτιο, είδος φυλακής, οπου ξαφνικά ανοίγουν τρύπες και αρχίζει να εισβάλλει ορμητικά στο χώρο νερό, έτοιμο να τους πνίξει, σκηνή που μεταφέρεται στη συνέχεια στη θάλασσα με τους πρωταγωνιστές, όπως και οι μετανάστες, να αγωνίζονται να σωθούν - σύμβολο της προσπάθειας τους να σωθούν από τα προσωπικά και οικογενειακά τους προβλήματα.
Με τη σύγκρουση ανάμεσα στην απλή ζωή των απλών ανθρώπων, κοντά στη φύση με τις παραδόσεις τους, με έναν επερχόμενο σαρωτικό εκσυγχρονισμό, παρουσιάζει μέσα από τη δοσμένη με λυρισμό και ποίηση ταινία (πρώτη του διαγωνιστικού) «Living the Land» («Να ζεις τη γη») του Κινέζου σκηνοθέτη Χούο Μενγκ.
Ήδη με την ταινία του «Διασχίζοντας τα σύνορα (2018), μέσα από μια ιστορία γύρω από τη σχέση ανάμεσα σε ένα αγόρι και τον παππού του, ο Χούο Μενγκ, έδειχνε τη ζωή και τις αλλαγές στη σύγχρονη Κίνα μέσα από τις τελευταίες δεκαετίες. Στη νέα του ταινία, παρακολουθούμε την καθημερινή ζωή των αγροτών, στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, μέσα από τις κηδείες, τους γάμους και την καλλιέργεια της γης, και τη σύγκρουση που επέρχεται ιδιαίτερα μέσα από τις οικονομικοκοινωνικές αλλαγές που άρχισαν να επιβάλλονται το 1991, αλλαγές που ο Μενγκ παρουσιάζει μέσα από τη σχέσης ενός 10χρονου αγοριού με τη γιαγιά του.
Ο Μενγκ αγαπά τη γη του και τους ανθρώπους της και η ταινία του είναι ένας ύμνος στους αγώνες τους και τη ζωή τους. Η κάμερα του Μενγκ (η εξαιρετική φωτογραφία είναι του Νταμίνγκ Γκούπτα), καταγράφει με τον καλύτερο τρόπο από τον οποίο δεν λείπει κι ένας λυρισμός, τις σκηνές με τη φύση, τους αγρούς, το θερισμό αλλά και τις κακουχίες ( μια ξαφνική βροχή που κινδυνεύει να καταστρέψει τη σοδειά μας ολόκληρης χρονιάς), μαζί και τις κηδείες, ιδιαίτερα συγκινητική του παππού και της γιαγιάς (το σκάψιμο και η ανακάλυψη του λείψανου του εκτελεστού από τους Ιάπωνες στην περίοδο του πολέμου Κινέζου παππού και η κανονική ταφή του μαζί με τη νεκρή γιαγιά), και τους γάμους (ακόμη και ένας για λόγους οικονομικούς που αναγκάζει τη νεαρή γυναίκα να παντρευτεί κάποιον που δεν αγαπάει), και γενικά τις παραδόσεις των ανθρώπων του χωριού όπου εκτυλίσσεται η ιστορία - χωρίς να παραγνωρίζει και τα «μέσα» που χρησιμοποιούνται από αυτούς (ένας κομματικός Γραμματέας θα βάλει το χέρι του για να καλύψει το ατύχημα που κόστισε το θάνατο σε ένα κακόμοιρο «παλαβό» παιδί της οικογένειας.
Του Νίνο Φένεκ Μικελλίδη για το ΚΥΠΕ