

Τον διακαή πόθο μιας ηλικιωμένης γυναίκας να μπορέσει να ζήσει και την υπόλοιπη ζωή της έντονα και όχι να κλειστεί (να εξαφανιστεί στην πραγματικότητα) στην «αποικία» που της υπόσχεται μια δυστοπική κοινωνία, παρουσιάζει στη βουτηγμένη σε ένα μαγικό ρεαλισμό ταινία του, «Το γαλάζιο μονοπάτι», ο Γκαμπριέλ Μασκάρο («Ταύρος από νέον», ειδικό βραβείο της επιτροπής στο τμήμα «Ορίζοντες» στη Βενετία), που είδαμε σήμερα στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα της Μπερλινάλε.
Μια ταινία «για το δικαίωμα να ονειρεύεσαι, με μια ηλικιωμένη πρωταγωνίστρια που αποφασίζει να μη δεχτεί την τύχη που κάποιος άλλος, στην περίπτωση αυτή το κράτος, έχει προγραμματίσει γι’ αυτήν», όπως ανάφερε ο σκηνοθέτης, προσθέτοντας, «ήθελα να φτιάξω μια ταινία που χρησιμεύει ως μια ωδή στην ελευθερία, παρουσιάζοντας μια εβδομηντάχρονη επαναστάτρια, που αντιμετωπίζει το επερχόμενο κλείσιμο της σε μια αποικία γερόντων».
Η ταινία αρχίζει με την αναγγελία της απόφασης της κυβέρνησης σχετικά με την υποτιθέμενη καλύτερη ζωή που προσφέρει στους ηλικιωμένους, μεταφέροντας τους σε ειδική «αποικία» (στη πραγματικότητα για να αυξηθεί η οικονομική παραγωγή), απόφαση που διαφημίζεται και με το κρατικό αεροπλάνο που πετάει πάνω από την πόλη.
Η Τερέζα όμως (εξαίρετη στο ρόλο ή Ντενίζ Βάινμπεργκ), η 77χρονη ηρωίδα της ταινίας, παρά την τιμητική διάκριση που της απονέμει το κράτος, περιμένοντας την να αποδεχτεί σε μερικές μέρες τη μεταφορά της στην απομονωμένη αποικία, όπου οι ηλικιωμένοι «απολαμβάνουν» τα τελευταία τους χρόνια, αρνειται να αποδεχτεί την αναγκαστική παραίτηση της από τη ζωή και ξεκινάει σ’ ένα ταξίδι μέσα από τον Αμαζόνιο και τους παραπόταμους του να εκπληρώσει την τελευταία της επιθυμία πριν αποσυρθεί από την ελεύθερη ζωή.
Στο πρώτο μέρος της ταινίας του, ο Μασκάρο αφηγείται με ένα καθαρά ρεαλιστικό τρόπο, κάτι ανάμεσα στον κινηματογράφο του «τσίνεμα νόβο» και εκείνο του Ιάπωνα Γιασουτζίρο Όζου (σκηνοθέτη που θαυμάζει ο Μασκάρο), με την κάμερα του (η φωτογραφία είναι του Γκιγιέρμο Γκάρζα) να εκμεταλλεύεται τα φυσικά τοπία για να τονίσει την παρουσία της ομορφιάς και της γαλήνης της φύσης, σε αντίστιξη με τα προβλήματα και τα εμπόδια που αντιμετωπίζει η Τερέζα στο ταξίδι που πετυχαίνει χάρη στη βοηθήσεις ανθρώπων που ζουν στην παρανομία: ανάμεσά τους και ένα ταξίδι με βαρκάρη ένα, συνηθισμένο σε «βρόμικες» δουλειές, άντρα με τον οποίο αρχίζει μια ασυνήθιστη φιλία, και τη συνάντηση με μια «μοναχή», κυβερνήτρια ενός πλοιαρίου, που χρησιμοποιεί τη θρησκεία (πουλάει στα χωρικούς που ζουν κοντά στο ποτάμι ευαγγέλια για να επιβιώνει).
Στο δεύτερο μέρος, στη ρεαλιστική ατμόσφαιρα αρχίζει να διεισδύει το φανταστικό και ο μαγικός ρεαλισμός που συναντάμε στα βιβλία του Μάρκες, με το σαλιγκάρι με το γαλάζιο υγρό (που δίνει και τον τίτλο στην ταινία), που χρησιμοποιεί ο βαρκάρης (ρίχνοντας σταγόνες του στα μάτια για να μπορέσει να δει το μέλλον του), υγρό που χρησιμοποιεί αργότερα και η Τερέζα για να παίξει τα λεφτά της σ’ ένα ιδιαίτερο καζίνο (spoiler για όσους δεν θέλουν να μάθουν το φινάλε) και να δώσει λύση στο πρόβλημα της.
Στον «Γυάλινο πύργο» της βοσνικής καταγωγής Γαλλίδας σκηνοθέτριας Λουσίλ Χαντζιχαλίλοβιτς (Evolution), η 15χρονη ορφανή Ζαν (Κλάρα Πατσίνι) εγκαταλείπει το σπίτι της θετής της οικογένειας για να βρεθεί αναπάντεχα στο χώρο του κινηματογραφικού γυρίσματος του γνωστού, αγαπημένου της, παραμυθιού «Ή βασίλισσα του χιονιού», όπου, ενθουσιασμένη με τη γνωριμία της με την σταρ της ταινίας, Κριστίνα (Μαριόν Κοτιγιάρ), αναμιγνύεται κι η ίδια στο γύρισμα που θα της αποκαλύψει μερικές αλήθειες για τον κινηματογράφο αλλά και τη ζωή.
Μια καλογυρισμένη, με πολύ καλές ερμηνείες (σ’ ένα μικρότερο ρόλο και ο γνωστός σκηνοθέτης και σύζυγος της Χαντζιχαλίλοβιτς, Γκασπάρ Νοέλ), ταινία γύρω από μια ιδιαίτερα δύσκολη ενηλικίωση, που η σκηνοθέτρια προσεγγίζει με αγάπη και λεπτότητα.
Η εξάρτηση, η αξιοπρέπεια και οι ιδιότροπες σεξουαλικές επιθυμίες, σε μια κοινωνία που εκμεταλλεύεται αδιάντροπα και με κυνισμό τις τέχνες με τα κερδισμένα με βρόμικους τρόπους λεφτά της (αν και εντελώς νόμιμα και με τις ευχές του Τραμπ, στις μέρες μας), είναι στο επίκεντρο της ταινίας «Όνειρα» του γνωστού, βραβευμένου σε διάφορα διεθνή φεστιβάλ, σκηνοθέτη Μισέλ Φράνκο («Δύση», «Μετά τη Λουτσία»).
Η Τζένιφερ ΜακΚάρθι (μια πολύ καλή Τζέσικα Τσαστέιν), πάμπλουτη γυναίκα που ζει στο Σαν Φρανσίσκο και που χρησιμοποιεί μέρος της περιουσίας της σε φιλανθρωπικούς σκοπούς (ιδιαίτερα που έχουν σχέση με τις τέχνες), ανάμεσά τους και μια Σχολή Χορού στην πόλη του Μεξικού. Εκεί που γνώρισε τον Φερνάντο, ένα νεαρό, φιλόδοξο χορευτή (Ισαάκ Χερνάντεζ, που είναι και πραγματικός χορευτής) και είχε μια παθιασμένη σεξουαλικη σχέση μαζί του.
Με τα λεφτά που του είχε τότε αφήσει, ο Φερνάντο καταφέρνει να φτάσει παράνομα στο Σαν Φρανσίσκο και να συνεχίσει τις σεξουαλικές συναντήσεις του με την Τζένιφερ, με την ελπίδα πως αυτή θα τον βοηθήσει στην καριέρα του. Παρά την αρχική της έκπληξη, η Τζένιφερ αντιμετωπίζει πρόθυμα την παρουσία του, που της αναβιώνει τις έντονα ιδιότροπες σεξουαλικές επιθυμίες της (δεν είναι μόνο η Νικόλ Κίντμαν στο ρόλο του «Baby Girl» που βρήκε την ευκαιρία να δώσει το παν για μια σεξουαλικη σχέση με νεότερο άντρα).
Σχέση που η Τζένιφερ αρχικά προσπαθεί να κρύψει από την οικογένεια της (τον χήρο πατέρα και τον αδερφό της, που διαχειρίζονται την τεράστια οικογενειακή περιουσία), και που, παρόλο κάποια στιγμή το ανακαλύπτουν, ο γάμος με ένα παράνομο μετανάστη, είναι γι’ αυτούς αδιανόητο («Χαίρομαι που βοηθάς τους μετανάστες. Αλλά υπάρχουν και κάποια όρια», θα της πει κάποια στιγμή ο πατέρας της, όταν υποψιαστεί πως ίσως σκέφτεται να τον παντρευτεί), ενώ, αντίθετα για τον Φερνάντο είναι το εισιτήριο για να νομιμοποιηθεί και να πάρει την πράσινη άδεια για να μπορέσει να συνεχίσει την καριέρα του ως χορευτής. Στοιχεία που θα βγουν σταδιακά, συχνά με πόνο και οργή, στην επιφάνεια αποκαλύπτοντάς μας το αληθινό πρόσωπο της Τζένιφερ, το ρατσισμό και τον κυνισμό των φιλάνθρωπων εκατομμυριούχων που στρέφονται στις φιλανθρωπίες πάντα για δικό τους κέρδος).