Η απογευματινή προβολή στην οθόνη πλησίαζε σε ένα μακάβριο φινάλε, όμως στις θέσεις του κινηματογράφου η ατμόσφαιρα έμοιαζε εντελώς διαφορετική. Χαλαρές συζητήσεις αναμειγνύονταν με έναν καταιγισμό από ήχους κλήσεων κινητών, αρκετές από τις οποίες εξελίχθηκαν σε μακρόσυρτες τηλεφωνικές συνομιλίες. Δεκάδες θεατές μπαινόβγαιναν στην αίθουσα. Ένας άνδρας σταμάτησε στον διάδρομο για να τεντωθεί, με το φουσκωτό μπουφάν του να παράγει δυνατούς ήχους από πολυεστέρα σε κάθε κίνηση.
Αυτοί είναι οι ρυθμοί του Hollywood Classic, ενός ανεξάρτητου κινηματογράφου στη Σεούλ με φανατικό και σταθερό κοινό.
«Είναι ένα καταφύγιο για ανθρώπους άνω των 60», λέει ο 81χρονος Κιμ Γου-μπον, καθισμένος στη μεσαία σειρά. «Ένα μέρος όπου μπορείς απλώς να κάτσεις και να περάσεις την ώρα σου. Όλοι γνωρίζουν αυτόν τον χώρο».
Για τους σινεφίλ, το Hollywood Classic είναι μια σπάνια ευκαιρία να δουν ξεχασμένες ταινίες στη μεγάλη οθόνη. Για τους λάτρεις της νοσταλγίας, το φουαγέ λειτουργεί σαν ένα μικρό μουσείο της μεταπολεμικής Νότιας Κορέας, γεμάτο από παλιές ηλεκτρικές κουζίνες ρυζιού μέχρι σχολικά βιβλία προηγούμενων δεκαετιών. Οι περισσότεροι, όμως, έρχονται απλώς για να βρεθούν κάπου.
«Πολλοί έρχονται μόνο και μόνο για να κοιμηθούν στις θέσεις τους, γιατί δεν έχουν κάπου αλλού να πάνε», λέει ο κ. Κιμ, συνταξιούχος εργοδηγός. «Ξυπνούν, παρακολουθούν λίγο την ταινία και μετά ξαναπαίρνουν έναν υπνάκο».
Το κοινό στο οποίο απευθύνεται ο κινηματογράφος αυξάνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Τα χρόνια χαμηλής γεννητικότητας έχουν μετατρέψει τη Νότια Κορέα σε μία από τις ταχύτερα γηράσκουσες κοινωνίες παγκοσμίως. Πέρσι, για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας, οι πολίτες άνω των 70 ετών ξεπέρασαν αριθμητικά όσους βρίσκονται στη δεκαετία των 20.
Η δεύτερη αίθουσα ονομάζεται Romantic Theater και τον Νοέμβριο πρόβαλε την ταινία του Κλιντ Ίστγουντ A Perfect World (1993).
Κι όμως, οι επιλογές ψυχαγωγίας για τους ηλικιωμένους παραμένουν ελάχιστες, σύμφωνα με τη Χιέρι Σιν, καθηγήτρια Γεροντολογίας στο Πανεπιστήμιο Kyung Hee της Σεούλ.
«Υπάρχει αυξανόμενη ζήτηση για διαφορετικές μορφές αναψυχής, όμως οι επιλογές εξακολουθούν να περιορίζονται σε απλές δραστηριότητες όπως το “ξεκούρασμα” ή “μια βόλτα”», σημειώνει.
Ειδικά ο κινηματογράφος παραμένει χώρος κυρίως για νέους: μόλις το 0,8% των Νοτιοκορεατών ηλικίας 65 ετών και άνω πηγαίνουν σινεμά, σύμφωνα με πρόσφατη κρατική έρευνα.

Το Hollywood Classic άνοιξε για πρώτη φορά το 1969 και υπήρξε κάποτε σημείο αναφοράς για τη νεολαία της εποχής. Το μεγάλο του καμάρι ήταν το ασανσέρ, σπάνιο τότε για τα δεδομένα της χώρας. Με την άνοδο των multiplex τη δεκαετία του ’90, ο κινηματογράφος βρέθηκε στο περιθώριο, μέχρι που το 2009 η Κιμ Εουν-τζου, παθιασμένη σινεφίλ και ειδική στην αποκατάσταση ιστορικών αιθουσών, ανέλαβε τη λειτουργία του.
«Ήταν κατά κάποιον τρόπο μια επένδυση στο ίδιο μου το μέλλον», λέει σήμερα η 50χρονη Κιμ, που τελικά αγόρασε τον χώρο. «Για να μη γίνουν τα γηρατειά μου άδεια και έρημα».
Οι περισσότεροι θαμώνες μεγάλωσαν πριν η Νότια Κορέα γίνει οικονομική υπερδύναμη και θυμούνται το σινεμά ως πολυτέλεια. Ο κινηματογράφος διαθέτει δύο αίθουσες περίπου 300 θέσεων η καθεμία και προβάλλει κυρίως κλασικές χολιγουντιανές ταινίες, όπως το It’s a Wonderful Life και το Rio Bravo, αλλά και κορεατικές παραγωγές παλαιότερες και σύγχρονες.
Παρά τις εκατοντάδες εισιτήρια που πωλούνται καθημερινά, η επιχείρηση παραμένει ζημιογόνα. Η κ. Κιμ λέει πως αναγκάστηκε να πουλήσει το σπίτι της για να συνεχίσει τη λειτουργία του κινηματογράφου. Ένας βασικός λόγος είναι ότι το εισιτήριο παραμένει παγωμένο στα 2.000 γουόν (περίπου 1,40 δολάρια) από το 2009 και λειτουργεί ως ημερήσιο πάσο απεριόριστων προβολών.
Αύξηση της τιμής δεν συζητείται. Περίπου τέσσερις στους δέκα Νοτιοκορεάτες άνω των 65 ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ οι μετακινήσεις με το μετρό είναι δωρεάν για τη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα, καθιστώντας το Hollywood Classic έναν εύκολο τρόπο να περάσει κανείς την ημέρα.
Οι περισσότεροι θεατές έρχονται μόνοι. «Έχουμε πολλούς τακτικούς που έρχονται αρκετές φορές την εβδομάδα και βλέπουν την ίδια ταινία ξανά και ξανά», λέει η Κιμ Γιονγκ-σουκ, εθελόντρια που ελέγχει τα εισιτήρια.
Η κοινωνική απομόνωση στους ηλικιωμένους παραμένει σοβαρό πρόβλημα. Σύμφωνα με έρευνα του δήμου Σεούλ, ένας στους τέσσερις κατοίκους άνω των 64 φοβάται ότι θα πεθάνει μόνος — ένα φαινόμενο που καταγράφεται όλο και συχνότερα. Οι ηλικίες 70 και 80 ετών παρουσιάζουν και τα υψηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών.
Ο κ. Κιμ θεωρεί τον εαυτό του τυχερό. Ζει με τη σύζυγό του, έχει επαφή με τα παιδιά και τα εγγόνια του και παίζει πινγκ πονγκ. Παρ’ όλα αυτά, παραδέχεται ότι η αίσθηση του προσανατολισμού χάνεται εύκολα σε αυτή την ηλικία.
Δύο με τρεις φορές την εβδομάδα, τα βήματά του τον φέρνουν στο Hollywood Classic. Αν μια ταινία τον κουράζει, βγαίνει για έναν καφέ στο φουαγέ. Αν τον συνεπάρει, όπως Η γέφυρα του ποταμού Κβάι, επιστρέφει ξανά και ξανά.
«Εκείνη την έκαναν εξαιρετικά», λέει.
Κάθε Δευτέρα, ο κινηματογράφος γεμίζει ζωή με ζωντανές συναυλίες trot — ενός λαϊκού μουσικού είδους αγαπητού στους ηλικιωμένους. Παρά τις προκλήσεις και τις μικρές εντάσεις, η κ. Κιμ επιμένει σε έναν βασικό κανόνα: το εισιτήριο, όσο μικρό κι αν είναι, δημιουργεί τάξη και σεβασμό.
«Θέλω να γεράσω με αξιοπρέπεια», λέει. «Να πληρώνω το μερίδιό μου και να ζω ως άνθρωπος του πολιτισμού. Αυτή η αυτοεκτίμηση είναι το πιο σημαντικό απ’ όλα».
Του Max Kim .Φωτογραφίες: Woohae Cho. Για τη New York Times
