«Το Χρέος» | Διήγημα σε πρώτη δημοσίευση

ΠΑΡΑΘΥΡΟ Δημοσιεύθηκε 27.4.2020

Το διήγημα «Το Χρέος», του Νικόλα Κυριάκου, είναι ανάμεσα στις 20 ιστορίες που διεκδικούν το φετινό Βραβείο Διηγήματος της Κοινοπολιτείας, και επιλέχθηκε μέσα από 5.107 ιστορίες από 41 χώρες. Το έργο του Κυριάκου υποβλήθηκε στον διαγωνισμό μεταφρασμένο στην αγγλική γλώσσα από τη Λίνα Πρωτοπαπά.


Τέσσερις φωνές συνθέτουν το διήγημα, που πραγματεύεται το ζήτημα των αγνοούμενων προσώπων χωρίς να τοποθετείται χρονικά ή χωρικά οπουδήποτε: Ο άνθρωπος του Θεού (που παραπέμπει σε κληρικό), αυτή που αγάπησε (ερωμένη/αγαπημένη του εξαφανισμένου), ο πολεμιστής του εχθρού (ως δράστης/υπεύθυνος της εξαφάνισης) και αυτός που χάθηκε (ο αγνοούμενος).

***


Ο άνθρωπος του θεού


Σε αυτή τη χώρα, έχουμε όλοι ονόματα πεθαμένων. Αυτόν που χάθηκε και που δεν ξέρουμε πού είναι, πώς θα τον μνημονεύουμε τώρα; Σαν ζωντανό ή σαν νεκρό; Να τον ξεχάσουμε ή να τον καρτερούμε; Κανένας μας δεν είναι από μόνος του φτιαγμένος. Μόνο απ’ των προγόνων του τα ιερά οστά κι απ’ του Θεού τη χάρη είναι πλασμένος.

Απέτυχα. Έχασα τον άνθρωπο μέσα από τα χέρια μου, η ατολμία και η δειλία μού έπνιξαν τη φωνή, παρέλυσαν την κάθε πράξη.

Σαν έμαθα ότι τον πιάσανε, ένας αυτός, δέκα οι δικοί μας, έτρεξα γιατί οσμίστηκα το κακό που ερχότανε. Τους ξέρω και τους δέκα από παιδιά. Καλές ψυχές, μα ίσως πια ξεστρατισμένοι, όλοι. Στην κατήχηση τους έλεγα τα πρέπει και τα μη, να ακούσουνε τον Λόγο του Θεού.

Ο λόγος του Θεού. Τον ξέρω, τον δίδαξα. Τον τήρησα; Πίστευα πάντα ότι αφορούσε τους λίγους. Όποιον μπορεί να σκότωνε, αυτόν που η ανάγκη θα τον έσπρωχνε να εκτείνει άδικα το χέρι, εκείνον που η λαχτάρα θα γονάτιζε στον πόθο της γυναίκας του άλλου. Πίστευα ότι οι υπόλοιποι, οι κανονικοί άνθρωποι μπορούσαν να διαβούν τη ζωή, χωρίς να τους αφορούν αυτές τις απαγορεύσεις. Έτσι και για αυτά τα παιδιά.

Μα, νά που οι κανονικοί άνθρωποι είναι ικανοί για το μεγαλύτερο κακό. Αυτό, στ’ αλήθεια, δεν το υπολόγιζα.

Με τα κουρέλια που φορούσε, τον περιέφεραν στους δρόμους. Άνοιγαν οι γυναίκες τις σφαλισμένες πόρτες και τον φτύνανε. Λέγανε λόγια που δεν ήξερες ότι μπορούσαν να ειπωθούν από ανθρώπου στόμα. Πάνω του έπεσαν όλες οι αμαρτίες των άλλων. Τα παιδιά χασκογελούσαν στο κατόπι του. Ένα-δυο αποτολμήσαν να τον σπρώξουν. Έπεσε κι όλα χαχάνιζαν υστερικά.
Τον βρήκα έξω απ’ το χωριό, στ’ αμπέλια, να τον έχουν κυκλωμένο. Το αριστερό του μάτι ήταν πρησμένο και μαβί, σχεδόν μαύρο. Μισόβλεπε, θαρρώ, από το άλλο. Πρέπει να ήταν αξύριστος για πάνω από δυο βδομάδες. Έζεχνε ολόκληρος, το στρατιωτικό του χιτώνιο είχε στάμπες από ξεραμένο αίμα κι αλλού ήταν ξασπρισμένο από τον ιδρώτα, που είχε στεγνώσει πολλές φορές πάνω του. Του είχαν τυλίξει τη σημαία του έθνους του στον λαιμό και τον χλεύαζαν. Όταν είδα από μακριά κάποιον να οπλίζει και να του βάζει την κάννη στο κούτελο, άρχισα να φωνάζω και να τρέχω προς τον αρχηγό τους.

Φτάνοντας κοντά του τού είπα:

«Για τ’ όνομα, τι πάτε να κάνετε; Φόβο Θεού δεν έχεις μέσα σου; Δεν τον βλέπεις πώς είναι;»

«Δουλειά δική σου ο θεός, δουλειά δική μου οι άνθρωποι», αποκρίθηκε, χωρίς να μου ρίξει ούτε ένα βλέμμα. «Δεν είναι ταράφια δικά σου, γέροντα, αυτά. Μην ανακατεύεσαι, λοιπόν».

Έγνεψε με το κεφάλι στην αγέλη του και τον σήκωσαν.

«Τράβα πίσω στο χωριό, τώρα», μου είπε δίχως να σταυρώσει το βλέμμα του στο δικό μου, καθώς κινούσε με τους άλλους για να φύγει. Γύρισε για μια στιγμή και περπατώντας προς τα πίσω, έφερε το δείκτη στο στόμα και ύστερα πέρα ως πέρα στο λαιμό. Τσιμουδιά, αλλιώς θάνατος.

Έστεκα εκεί μαρμαρωμένος, τα λόγια που ανέβαιναν στο στόμα μπουρδουκλώνονταν. Πού τον πάνε; Τι θα γίνει; Τους έβλεπα μέχρι που χάθηκαν πίσω απ’ τα κυπαρίσσια. Τη νύχτα, τα πουλιά πετούσαν χαμηλά και ταραγμένα. Το πήρα για κακό.

***
Αυτή που αγάπησε


Όταν με φίλαγε, στάζανε μέλι τα μεγάλα του χείλη. Λίγο τραχύ το πρόσωπό του, με πόναγαν τα γένια του. Το γέλιο του ήταν σαν καταρράκτης, λουζόμασταν κι οι δυο μέσα στο φως. Τον χάιδευα τρυφερά τα βράδια και του έλεγα λόγια που ούτε καν ήξερα ότι ήταν βαλμένα στην ψυχή μου. Λύνονταν οι αρθρώσεις του, το δεμένο μεσόφρυδο χανόταν και κοιμόταν σαν να ‘τανε παιδί μες στην αγκάλη μου.
Μου έλεγε τι λογάριαζε να κάνουμε μετά που θα τελειώνανε οι φασαρίες. Έτσι είχε βαφτίσει αυτόν το χαλασμό που μας βρήκε. Για αυτόν ήταν «φασαρίες», παροδική αναστάτωση, λες και βρεθήκαμε στο μέσο μιας παρεξήγησης που σύντομα θα τελείωνε. Εγώ όμως έβλεπα προετοιμασίες, τον κόσμο που μάζευε τρόφιμα, τους άντρες με τις στολές που ερχόντουσαν ψάχνοντας εθελοντές. Έφευγαν φτυαριές-φτυαριές οι άντρες, ενθουσιασμένοι χωρίς να ξέρουν γιατί. Πρώτα οι μεγαλύτεροι, μετά οι πιο μικροί, στο τέλος ακόμα και τα αγόρια. Μας τους επέστρεφαν λίγους-λίγους, κι εμείς τους θάβαμε γρήγορα-γρήγορα, ρίχνοντας φτυαριές-φτυαριές το χώμα.

Ντρέπομαι απ’ τον Θεό που το λέω, αλλά κάθε φορά που ερχόντουσαν τα μαντάτα και το όνομά του δεν ήταν σε αυτά, κάτι σκιρτούσε μέσα μου. Δίπλα μου αρχινούσαν τα μοιρολόγια και οι σκληριές, μανάδες χτυπούσαν τα στήθη τους με μανία και τραβούσαν τα μαλλιά τους, μέχρι που τους έμεναν στα χέρια τούφες ολόκληρες. Εγώ πήγαινα κρυφά στην κάμαρή μου– δάκρυα και γέλια, δεν ήξερα ποια μού 'ρχονταν πρώτα.

Έλεγε να ψάξουμε την τύχη μας στην πόλη. Αυτός θα έπιανε δουλειά στο γραφείο ενός θείου του. Εγώ θα φρόντιζα το σπίτι. Μια μέρα έβγαλε ένα χαρτάκι από την τσέπη και μου διάβασε τα ονόματα που είχε σημειωμένα πάνω. Στράτης, Άγγελος, Οδυσσέας, Μιχάλης. Δυο απ’ τους παππούδες, δυο που του άρεσαν. Με ρώτησε ποιο προτιμούσα. Τον ρώτησα γιατί, και με κοίταξε σαν να μου έλεγε το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο:

«Για να βγάλουμε τα παιδιά που θα κάνουμε».

Τον φίλησα βαθιά κι ύστερα του έβγαλα το πουκάμισο. Έμεινε μέσα μου για ώρα, κι ύστερα, όπως πάντα, έκλεισε τα μάτια, για δυο στιγμές χάθηκε βαθιά στον ουρανό και ξαναγύρισε. Έπειτα, έμεινε να με κοιτάει σιωπηλός, χαϊδεύοντάς μου το πρόσωπο. Σαν γύρισε η ημέρα, έφυγε κι αυτός με μια φτυαριά.

Τα νέα μας τα έφεραν ένα σούρουπο. Ένιωσα να λιώνουν τα πόδια μου, καθώς στεκόμουν. Γύριζαν γύρω μου σμήνη μαύρων πουλιών, ώσπου με τύλιξε πνιχτό σκοτάδι. Ξύπνησα με τη μάνα μου στο προσκέφαλό μου. Τον είχαν δει αιχμάλωτο στα πέρα. Δεν ήταν βέβαιοι στην αρχή, μα έπειτα είδαν το γεννησιμιό σημάδι στο χέρι. Ήταν σίγουρα εκείνος.

Πάνε τρεις μήνες από τότε. Δεν μάθαμε τίποτα, δεν ξέρουμε τίποτα. Οι συγγενείς περνάνε κάθε μέρα από το σπίτι να ρωτήσουν. Ο καθένας πλάθει κι από μια ιστορία, που μου τραντάζουν εντός μου. Αν αυτό; Μήπως εκείνο; Ίσως το παράλλο; Στο τέλος, κοιτάνε τον ουρανό και εύχονται να γυρίσει ζωντανός. Τι ειρωνεία, αφού τον έχουν περιφέρει χίλιες φορές στον Άδη, να μας αφήνουν παρηγοριά ένα κουτσό «μακάρι».

Αν είσαι αυτός που καρτεράς, η κάθε στιγμή μετράει μια ζωή. Τα ρολόγια μοιάζουν να προσπαθούν να κινηθούν μπροστά, αλλά μια αόρατη κλωστή τα εμποδίζει. Τις προάλλες ο γιατρός μου είπε αυτό που ήδη ήξερα. Πήγα στο σπίτι και ξαναέγραψα τα ονόματα που είχε στη λίστα. Διάλεξα «Οδυσσέας» γιατί κι αυτός χαμένος ήταν, μα γύρισε στον κόρφο της γυναίκας του. Θα καρτερώ.

***


Ο πολεμιστής του εχθρού


Όποιος έχει κρατήσει όπλο στα χέρια του, ξέρει πως η σκανδάλη δεν είναι και το πιο εύκολο πράγμα – στην αρχή. Αντιστέκεται όσο την πατάς, ο δείκτης σου πιέζει, πιέζει, πιέζει. Ώσπου η αντίσταση διαλύεται, εξαφανίζεται, ο υποκόπανος σου τραντάζει τον ώμο και τα αφτιά σου βουίζουν. Ύστερα, θέλεις μονάχα να θερίσεις. Μια φορά, μετά τη μάχη δεν μπορούσα πια να ελέγξω το δεξί μου χέρι, ο δείκτης είχε αγκυλώσει και ο ώμος μου είχε μελανιάσει. Μου πήρε τέσσερις μέρες να συνέλθω.
Εκείνη την ημέρα, πρέπει να έφαγα τουλάχιστον οκτώ από αυτούς. Τους μισώ για όσα μας έκαναν, μα πιο πολύ για όσα θα μπορούσαν να μας κάνουν, αν είχαν το ελεύθερο. Αλλά όχι, τούτη τη φορά ήμασταν προετοιμασμένοι και δεν θα μας βάζανε από κάτω. Ήρθαν τα κασόνια με τα όπλα, μας έστειλαν εκπαιδευτές, στις μάχες είχαμε σχέδιο.

Αυτόν τον κακόμοιρο, τον βρήκαμε μόνο του, ταμπουρωμένο σε ένα ύψωμα. Οι πρώτες βολίδες έριξαν κάτω έναν δικό μας, αλλά ύστερα έριχνε μάταια. Εμείς ακίνητοι, πίσω από προστασία ή μέσα σε ορύγματα, μας χτυπούσε ανελέητα ο ήλιος. Το βράδυ τον κυκλώσαμε, είχε ξεμείνει από πυρομαχικά κι ήταν σκασμένος σαν σκυλί για νερό.

Στην αρχή έπεσαν πάνω του δυο δικοί μας, τους είχε φάει τον αδερφό, μα τους συμμάζεψα. Χρειαζόμασταν έναν για παραδειγματισμό, να πάει το μήνυμα χωρίς αμφιβολίες. Αν τον καθαρίζαμε ατάκα κι επί τόπου, θα ήταν απλώς ακόμα ένα θύμα, που δεν θα το ήξερε κανείς.

Γονατισμένος και με τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι, ζήτησε τσιγάρο. Έγνεψα να του δώσουν. Αντάμωσαν οι ματιές μας, κανείς απ’ τους δύο δεν απομάκρυνε το βλέμμα, μέχρι που κάποιος από τη διμοιρία μίλησε. Τι να σκεφτόταν; Πρέπει να ήμασταν στην ίδια ηλικία, πάνω-κάτω. Μελαμψοί και οι δύο, στα ίδια κυβικά. Σε άλλες εποχές, σε άλλο τόπο, θα μπορούσε να ήμασταν γείτονες, συνάδελφοι, φίλοι. Εδώ και τώρα όμως, αυτός είναι με τους άλλους και τη γραμμή του αίματος δεν τη διαβαίνει κανείς. Ούτε αυτός μπορεί, ούτε εγώ.

Οι διαταγές ήρθαν από το αρχηγείο. Είπαν να τον πάμε στο ποτάμι. Αυτό ήταν πάντα το συνθηματικό. Μάζεψα τα αγρίμια μου και κινήσαμε για το δάσος. Στο δρόμο τον ρώτησα ποιος ήταν, τι έκανε, γιατί βρέθηκε με ένα ντουφέκι στο χέρι κι εμάς στη δίωξη του. Μέσες-άκρες συνεννοηθήκαμε, λίγα αυτός, λίγα εγώ. Σαν ήρθε η συζήτηση για γυναίκα και παιδιά, μου άλλαξε την κουβέντα.

Όταν φτάσαμε στο μέρος, τον ρώτησα αν ήθελε τσιγάρο. Κατάλαβε ίσως. Πήρε το τσιγάρο και κοίταζε τριγύρω. Τραβούσε αργές και βαθιές τζούρες. Έμοιαζε βυθισμένος σε σκέψεις. Γι’ αυτόν, δεν ήμασταν καν εκεί. Σουρούπωνε, το λυκόφως ετοίμαζε τη γη για τη νύχτα. Ο ορίζοντας δεν ήταν σύνορο, ήταν υπόσχεση. Μα εγώ είχα μια δουλειά να κάνω, και ήδη σκεφτόμουν πιο πολύ απ’ ό,τι έπρεπε.

Τον πλησίασα, μα δεν με πήρε χαμπάρι. Καλύτερα έτσι. Τα πουλιά στα δέντρα τινάχτηκαν ξαφνικά. Η ηχώ φώναξε σε όλη την οικουμένη το Κακό. Στο βάθος, ο αποσπερίτης έλαμπε αταίριαστα. Φύγαμε δίχως να σταυρώσουμε λέξη.

***


Αυτός που χάθηκε


Είναι μια στιγμή που όλοι οι πόνοι συμπυκνώνονται σε έναν. Αυτός ο μεγάλος πόνος ριζώνει σε κάθε κύτταρό σου. Όπου και να ακουμπήσεις, όποιος και να σε αγγίξει, πονάς. Το επόμενο στάδιο δεν μπορείς να το καταλάβεις, αν δεν το έχεις νιώσει. Ο μεγάλος πόνος εξαφανίζεται, αλλά εσύ δεν είσαι πια κύριος του σώματός σου. Κάτι άλλο κινεί το κορμί σου, η ζωή έρχεται από μακριά, μια άγνωστη πηγή. Αυτή όμως είναι η τελευταία σου εφεδρεία. Δεν έχει γυρισμό μετά από αυτό.


Ξέρω ότι διανύω τα τελευταία μέτρα. Είναι περίεργο. Αυτή την ώρα έχω μια πρωτόγνωρη διαύγεια, παρά το ότι οι ζημιές μου είναι ανεπανόρθωτες. Κι αν από θαύμα γλύτωνα, κανείς και τίποτα δεν θα μπορούσε να με κάνει να μοιάζω με τον άνθρωπο που ήμουν πριν. Ούτε από μέσα, ούτε από έξω.


Στο μυαλό μου, μια πλημμυρίδα από αναμνήσεις. Περνούν με ταχύτητα φωτός, θαρρείς μπροστά στα μάτια μου στήθηκε ένα γιγαντιαίο σινεμά, αλλά την ίδια ώρα μπορώ κι επικεντρώνομαι στις κρυφές λεπτομέρειες της καθεμιάς. Βλέπω φίλους από τα παιδικά χρόνια, τον Άργο – τον μόνο σκύλο που είχα, τους γονείς μου νέους, στην ηλικία που είμαι κι εγώ τώρα. Μπορώ να δω εμένα παιδί να τρώω γλυκά, να παίζω, στιγμιότυπα από τη ζωή μου, αλλά από τη γωνία ενός κρυμμένου παρατηρητή. Εγώ και αυτός ο άλλος είμαστε το ίδιο πρόσωπο, μα συνάμα διαφορετικό. Το μπέρδεμα μου δημιουργεί μια ηδονική ευδαιμονία, μια ναρκωτική αποχαύνωση.


Με συνεφέρνει μόνο η σκέψη της. Εκεί ανασυγκροτούμαι. Μου λείπει αφόρητα το πάνω χείλος της, να την κοιτάω απ’ το πλάι, να την αγκαλιάζω από πίσω στο κρεβάτι. Μ’ αγαπάς, σ’ αγαπώ. Ξέρω πως δεν θα ιδωθούμε ξανά, μα μια ελπίδα με κεντά, με τα πιο παράλογα ενδεχόμενα: ότι θα πέσουμε σε ενέδρα δικών μας, ότι στο τέλος θα με ανταλλάξουν με κάποιον δικό τους, ότι αρπάζω ένα από τα όπλα τους και τους θερίζω μέχρι τον τελευταίο, ότι εκείνος ο άνθρωπος του Θεού τους πείθει στο τέλος να με λευτερώσουν.


Ένα σμήνος πουλιών πετάει πάνω από τα κεφάλια μας. Αναρωτιέμαι αν το πέταγμά τους, σαν ρεύμα της θαλάσσης, σαν κυμάτισμα σεντονιού, φανερώνει ένα κρυμμένο μήνυμα. Το μυαλό μου τώρα επινοεί θέματα για να μην δω αυτό που αρχίζει να αχνοφαίνεται.


Ο διμοιρίτης τους με ρωτάει αν θέλω τσιγάρο. Τώρα ξέρω. Τελευταία λεπτά. Κατεβάζω τέρμα τον καπνό. Οι κορυφογραμμές στο βάθος είναι ένα σύνορο, που σε λίγο θα διαβώ. Προσηλώνομαι στο χώμα, σκέφτομαι πως με τη ζωή έχουμε χρωστούμενα, εγώ μαζί της, αυτή με μένα. Αλλά θα μείνουν ανεξόφλητοι οι λογαριασμοί μας, ένα αιώνιο χρέος που κανείς δεν θα απαιτήσει την εξόφλησή του.


Πώς να χαιρετίσω τον κόσμο; Βαρύ το φορτίο μου, μα η ψυχή μου σαν να πετάει ήδη. Είναι εκτυφλωτικά όμορφα αυτό το μέρος και κάθε αναπνοή μου φέρνει υγρό χώμα και μυρωδιές ανθών. Τα πουλιά κούρνιασαν στα δέντρα απέναντι και τιτιβίζουν, λες και θέλουν να δοξάσουν αυτό το θαύμα που εμείς το λέμε πλάση.

Να το ‘χω ξαναζήσει, άραγε, αυτό; Να ‘χω θαυμάσει κι άλλοτε αυτή την ώρα που πάει να .-

ΤΕΛΟΣ


ΕΙΚΟΝΑ: Vanessa Winship, Birds Rising along the Mississippi river, New Orleans, Louisiana  | Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Νέας Υόρκης ΜΟΜΑ

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
«Η σιωπή μιας αιχμαλωσίας» | Το βιβλίο της Βίβιαν Αβρααμίδου - Πλουμπή παρουσιάζεται την Πέμπτη

«Η σιωπή μιας αιχμαλωσίας» | Το βιβλίο της Βίβιαν Αβρααμίδου - Πλουμπή παρουσιάζεται την Πέμπτη

«Η σιωπή μιας αιχμαλωσίας» | Το βιβλίο της Βίβιαν Αβρααμίδου - Πλουμπή παρουσιάζεται την Πέμπτη