Γράφει η Κατερίνα Στεφάνου
Γιάννενα, δεκαετία του ’80. Φθινόπωρο, ο καιρός των φεστιβάλ των κομματικών νεολαιών και της εξεταστικής περιόδου. Για μας μετρούσε περισσότερο το πρώτο, ό,τι έμενε θα το αντιμετωπίζαμε στην εξεταστική του Δεκεμβρίου. Φτωχή η οργάνωση αλλά πλούσια σε ιδέες και γνωριμίες. Ο Γρηγόρης και ο Γιάννης, Θεσσαλονικείς αμφότεροι, κανονίζουν να εμφανιστεί στο φεστιβάλ ο Παπάζογλου με το συγκρότημά του. Αλλά κάπου πρέπει να μείνουν… «Γεωργία και Κατερίνα, το διαμέρισμά σας επιτάσσεται!». Προετοιμασίες, γενική καθαριότητα, ψώνια… Και ξαφνικά τέσσερις νοματαίοι μέσα στο σπίτι μας, με όλο τον μουσικό τους εξοπλισμό. Το μόνο που μας ρώτησαν ήταν αν έχει καφέ… Στράφι πήγαν όλα… Και το επόμενο πρωινό, περάσαμε κι εμείς, από ευγένεια, να τους ρωτήσουμε αν όλα είναι εντάξει κι αν θέλουν κάτι. Κάνανε πρόβα μέσα στην κουζίνα μας, τον «Αύγουστο». Τότε εμείς ακούγαμε «Λεμόνι στην Πορτοκαλιά», και ο «Αύγουστος» δεν έδεσε από το πρώτο άκουσμα μέσα μου. Χρόνια μετά κατάλαβα και τη γοητεία της πρόβας και τη γητειά των στίχων του.
Γράφει ο Γιάννος Χριστοφόρου
Πόλη Χρυσοχούς, δεκαετία του ’90. Συναυλία των Οικολόγων στο κάμπινγκ με τους ευκαλύπτους. Αύγουστος, ντάλα καλοκαίρι. Σταλούρα κυριολεκτική. Το Γούντστοκ του… ιδρώτα. Εμείς, μικρή παρέα από την Πάφο, είχαμε στήσει το αντίσκηνό μας σε μια άκρη, από νωρίς. Βραδιάζει. Ουρές τα αυτοκίνητα (οικολόγοι τάχα). Συναυλία Παπάζογλου. Χαμός. Το μικρό δασάκι με τους ευκαλύπτους αρχίζει να γεμίζει από κόσμο και κοσμάκη. Από τη συναυλία δεν θυμάμαι και πολλά πράγματα, εκτός από την αποπνικτική ζέστη και την ιδρωτίλα που ανέδιδε από παντού. Τέλειωσε η συναυλία. Ο κόσμος έφυγε. Άδειασε το δασάκι, κι εμείς, πήγαμε σιγά-σιγά για ύπνο. Το πρωί ξύπνησα νωρίς. Κατά τις 7. Την ίδια ώρα, ξεπρόβαλε κι ο γείτονας, με ένα κόκκινο μαντίλι περασμένο στο λαιμό, από το διπλανό αντίσκηνο. Ούτε που με γνώριζε, παρόλα αυτά, φιλικότατος. «Άσε, θα φτιάξω εγώ», μου είπε. Εγώ ανέλαβα να φτιάξω τα σάντουιτς. Κάτσαμε, ήπιαμε τον καφέ μας, φάγαμε το πρωινό μας, συζητήσαμε για τη συναυλία. Σε λίγο μαζεύτηκαν κι άλλοι για το πρωινό, κάτσαμε όλοι μαζί. Ο γείτονας έπρεπε σε κάποια στιγμή να φύγει. Υποχρεώσεις… Φεύγοντας, τον ευχαρίστησα για τον καφέ και την καλή παρέα, και τον αποχαιρέτισα. Όπως και τώρα. Στο καλό… Νίκο Παπάζογλου.
Δημοσιεύθηκε στο «Π» την 1η Μαϊου 2011.
