Γράφει ο Γιώργος Κακούρης
Κάπου εδώ γύρω υπάρχουν ντόπιοι. Σαφώς. Και αναφέρομαι σε αυτούς τους Λευκωσιάτες που μπορούν να πουν πως είναι Καϊμακλιώτες, Ταχτακαλίτες, ακόμα και Στροβολιώτες. Όμως έχουν χαθεί τόσο πολύ μέσα στις χιλιάδες των υπόλοιπων από εμάς, που όταν, στην κουβέντα, κάποιος πει ότι δεν θυμάται οποιονδήποτε από τους παππούδες του να κατάγεται από κάποιο χωριό, τον κοιτάς λες και μόλις σου είπε ότι η γιαγιά του ήταν στο Σαράγεβο όταν σκότωσαν τον Φραγκίσκο Φερδινάνδο.
Η σπανιότητα των ανθρώπων που μπορούν να πουν πως κατάγονται από την πόλη όπου ζoυν δεν είναι φυσικά κάτι κακό. Οι περισσότεροι Κυπραίοι αφήσαμε πίσω μας τη φοβία και την καχυποψία για τους "ξενοχωρίτες" στο παρελθόν, ή αναγνωρίζουμε ότι δεν έχει σημασία ποιος ζει πού - φτάνει φυσικά να μην είναι [φτωχός] μετανάστης. Όμως το πρόβλημα παραμένει, όπως κατά το κλισέ μπορούμε να "χάσουμε τις ρίζες" του χωριού καταγωγής μας μετά από μερικές γενιές αφ' ότου οι πρόγονοί μας κατέβηκαν από το βουνό ή λόγω προσφυγικής καταγωγής, έτσι χάνουμε και τις ρίζες της πόλης. Καθιστώντας την έτσι, τουλάχιστον στο μυαλό μας, από ένα αστικό περιβάλλον με λογική και ιστορική συνέχεια κάτι αιώνων σε ένα χωνευτήρι Κυπραίων 'που δύσην ώς ανατολήν τζαι που βορράν ώς νότον.
Ο χαρακτήρας των τόπων και των κοινοτήτων αλλάζει, όταν όμως υπάρξει ασυνέχεια, λόγω πολέμου, λόγω κοινωνικών αλλαγών που οδηγούν σε μεγάλες μετακινήσεις [με την αναλογία του πληθυσμού μας πάντα] τότε ο χαρακτήρας αλλάζει τόσο γρήγορα που χάνεται η συνοχή της ταυτότητας. Κι αυτό αποτελεί ίσως τη βάση του κόμπλεξ του Κυπραίου με τη διάλεκτο, την υπερβολική υπεράσπιση της παράδοσης και της ηθογραφίας ως εξιδανικευμένου παρελθόντος, και, μέχρι σε κάποιο βαθμό, του στερεότυπου του "βούτυρου Λευκωσιάτη".
Υπάρχουν κάποιες "ρίζες" [τζαι σόρρυ που χρησιμοποιώ την ορολογία τού "Δεν Ξεχνώ και Αγωνίζομαι"] που αγνοούμε όσον αφορά τη σημερινή μας ζωή, τη ζωή της πόλης. Εκτός από λευκώματα πολιτιστικών οργανισμών, κάποιων εκδόσεων και μέσα μέσα καμιάς σειράς εποχής του ΡΙΚ που δεν αφορά φόνους και πάθη στην ύπαιθρο, μας λείπουν οι ιστορίες για το πώς ήταν οι πόλεις μας παλιότερα. Δεν έχουμε, οι περισσότεροι από εμάς, κάποιον παππού ή γιαγιά να μας πει κάτι περισσότερο για τη ζωή εδώ πριν τον πόλεμο, ή πριν την ανεξαρτησία.
Η συλλογική μας συνείδηση μένει, με άλλα λόγια, κουτσή, και περιορισμένη στους απογόνους μερικών οικογενειών, που είχαν και έχουν τα χρήματα που έδωσαν στους προγόνους τους τη δυνατότητα να χτίσουν τη σύγχρονη πόλη και τη δυνατότητα στους ίδιους να ελέγχουν το πώς τη βλέπουμε. Ίσως είναι καιρός να αρχίσουμε να ρωτάμε, από μόνοι μας, πριν το επόμενο λεύκωμα κάποιας φιλοπτώχου;
Δημοσιεύθηκε στις 27 Φεβρουαρίου 2011.
