Γράφει ο Γιώργος Κακούρης
Άρχισαν με τον ίδιο τρόπο και κατέληξαν εντελώς διαφορετικά. Στις 31/10, στον Δημοτικό Κήπο της Λευκωσίας, η γιορτή στην οποία όλοι, Κύπριοι και ξένοι, μαζεύτηκαν για να περάσουν ένα απόγευμα μαζί και όχι παράλληλα. Κάτι τόσο απλό όσο μια εξέδρα με ήχους από το Μπαγκλαντές, χορούς από το Κουρδιστάν, τραγούδια από τη Σρι Λάνκα και μια κοπέλα που με γλύκα στη φωνή και χωρίς φόβο είπε το "Γιασεμί". Ένα πάρκο γεμάτο κόσμο χαρούμενο, όσο κοινότυπο κι αν ακούγεται, σίγουρα δεν είναι απειλητικό. Αν μη τι άλλο, εκείνο το απόγευμα στη Λευκωσία ήταν μια εικόνα της Λευκωσίας του μέλλοντός μας, όπου κανείς μας δεν φοβάται ή ντρέπεται να κουβαλάει μαζί του τα βιώματα και την κουλτούρα του και όπου κανείς μας δεν νιώθει την ανάγκη να την επιβάλει.
Μια εβδομάδα μετά, 5/11. Άσχετα με το ποιος ευθύνεται, ποιος κινήθηκε πρώτος, όλοι φανήκαμε ανόητοι. Κάποιοι που δεν μπορούσαν να ελέγξουν την ανασφάλειά τους και με "πατρίδα το φόβο" αντί τις πόλεις και τη χώρα τους, θέλησαν να φωνάξουν πως δεν θέλουν τον ξένο απέναντί τους γιατί μισούν τον μέσα τους ξένο. Και κάποιοι είπαμε να τους σταματήσουμε με παλικαρισμούς, θεωρώντας πως δύο δυνάμεις που σπρώχνουν αυτοακυρώνονται. Όμως κάπου ανάμεσα στη σύγκρουση των εμμονών, η κοπέλα που ίσως θα έλεγε το "Γιασεμί" πήγε και κρύφτηκε γιατί την προδώσαμε. Και την καταστήσαμε απροστάτευτη. Όταν το μόνο που ήθελε ήταν να τραγουδήσει.
Δημοσιεύθηκε στο «Π» στις 14 Νοεμβρίου 2010.
