Γράφει ο Γιώργος Κακούρης
Είμαι άνθρωπος του καλοκαιριού, ενδεχομένως λόγω μεσαρίτικων γονιδίων. Νιώθω πιο άνετα όταν ο ήλιος χτυπά αλύπητα και ο κόσμος ψάχνει μια σκιά για να καταρρεύσει. Όταν βγαίνουν τα κοντά και οι παντόφλες, όταν όλα τα παράθυρα είναι συνέχεια ανοικτά γιατί ο λογαριασμός του ηλεκτρικού λόγω έιρκοντισιον κρούζει περισσότερο από τον ήλιο.
Για αυτό χαίρομαι όταν καθυστερημένα εμφανίζεται ο χειμώνας και ξαφνικά, από τη μια μέρα στην άλλη, το βραδάκι χρειάζονται δύο στρώσεις ρούχων και περνάμε από τον φραπέ στο νέσκαφε του περιπτέρου.
Υπάρχει συνέπεια σε αυτό που λέω. Χαίρομαι όταν αλλάζει ο καιρός επειδή μας ξυπνά, όπως όταν γυρίζεις το νερό από το ζεστό στο κρύο την ώρα του ντους.
Προχτές, μετά το μάθημα [κρίση ζούμε, μάθε τέχνη κι άσ' τηνε] επέστρεφα στο σπίτι με τα πόδια. Δεν είχα υπολογίσει την αλλαγή του καιρού και ακόμα και τα φθινοπωρινά ρούχα δεν ήταν αρκετά ζεστά. Περνώντας από την πλατεία Σολωμού πήρα έναν καφέ από το περίπτερο και συνέχισα τον δρόμο μου. Κάνοντας μια στάση στο "μπαλκόνι" που βλέπει προς την πλατεία Ελευθερίας, με το ποτήρι να αχνίζει, την τρύπα που έγινε εργοτάξιο να απλώνεται από κάτω, το τελευταίο υπεραστικό λεωφορείο να ετοιμάζεται να φύγει και τους περαστικούς να συζητούν σε πέρα της μίας γλώσσας, θυμήθηκα μετά από καιρό πως ζω σε πόλη.
Και η χώρα και όλοι χρειαζόμαστε κάποτε ένα γερό κρύο για να θυμηθούμε πού είμαστε, τι συμβαίνει και τι χρειάζεται να γίνει. Ο χειμώνας είναι η περίοδος που αντεπεξέρχεσαι και ψάχνεις τις λύσεις, έστω με το ζόρι.
Και θα περάσει. Δεν θέλει δουλειά πολλή για να γυρίσει ο ήλιος. Θα γυρίσει από μόνος του. Υπομονή θέλει, να μάθουμε να ζούμε κι όταν λείπει. Χωρίς να κλαιγόμαστε. Και να προετοιμαζόμαστε για όταν ξανάρθει.