Παράθυρο logo
Το τέρτι της Νίκης (μέρος 3ο)
Δημοσιεύθηκε 14.07.2014 15:32
Το τέρτι της Νίκης (μέρος 3ο)

Γράφει ο Σταυρίνος Κυριάκου

Ήταν καλοτζιαίρι του '75. Ο Αντώνης ήταν άνεργος παραπάνω που τρία χρόνια. Η Νίκη εγάζωνε ζώνες δερμάτινες σε μια βιοτεχνία κοντά στο εργοστάσιο του Regis στο Καϊμακλί. Ήδη είχαν τέσσερα κοπελλούθκια τζαι η ζωή εδυσκόλευκε αντί να γίνεται πιο εύκολη.
Ενοικιάζαν ένα μικρό ισόγειο στην Παλλουρκώτισσα, κοντά στο οδόφραγμα του Ορφέα. Παλιό σπίτι, με πολλά προβλήματα, το ενοίκιο όμως ήταν φτηνό τζαι είσιεν αυλή να παίζουν τα μωρά.


Ο απογευματινός, αυγουστιάτικος ήλιος της Κύπρου επροκαλούσε μια αφόρητη ηρεμία στη γειτονιά. Άκουες τον ζίζιρο που εδιασκέδαζε με τα τελευταία του τραούθκια για την ημέρα. Κάποια μωρά της γειτονιάς είχαν ήδη φκει στο χωράφι τζαι εκάθουνταν κάτω που ένα δεντρό καρτερώντας να ππέσει νάκκον η πυρά για να ξεκινήσουν το παιγνίδι.


Όπως τα παραπάνω απογεύματα του καλοτζαιρκού, ο Αντώνης εκάθετουν στην αναπαυτική, κάτω που την κληματαρκά στο πάρκιγκ του σπιθκιού. Στα αριστερά του, στο πάτωμα, ένα φεντζιανούι του καφέ, με ξεραμένη την ποκαθούλιαση τζαι μια καντίλα μισογεμάτη νερό.


Η Νίκη είσιεν μόλις σχολάσει που την δουλειά τζαι εξεκίνησε να ετοιμάζει το φαΐ. Την νύχτα θα ετρώαν φασόλια γιαχνί. Είσιεν τα βάλει που την προηγούμενη να τραβήσουν σε νερό με λλίο άλας τζαι έτριφεν την τομάτα με το κρεμμύδι για να τα βάλει να βράσουν.
Εποταβρίστικεν που πάνω που την βούρνα τζαι εκούμπησε στο περιβάζι. Άνοιξε το παράθυρο τζαι εφώναξε του άντρα της.
"Τι έσιει μάνα μου;" απάντησε ο Αντώνης μισοτζοιμισμένος τζαι όπως πάντα ευγενικός τζαι γλυκομίλητος. "Πετάχτου στον μπακκάλλη να φέρεις καρρότο να βάλω στο φαί.".
"Πέψε τον μιτσή ρε Νίκη, είντα να με σηκώσεις σαν ξεκουράζουμε;".
"Γιατί ετσάππιζες οξά επότιζες τζαι ξεκουράζεσαι; Το μωρό εν στο χωράφι τζαι παίζει. Άτε, ξεκίνα πάεννε τζαι εν ώρα που έννα τα βάλω πάνω να βράσουν τα φασόλια."


Διστακτικά, ο Αντώνης έβαλε τον αναπτήρα του στην θέση τον τσιγάρων που ελείπαν, στο πακέτο των Royals. Έβαλε το πακέτο στην τσέπη του πουκαμίσου του, εσηκώθηκε τζαι ακούμπησε την παλάμη του στο γυμνό στήθος που ελιάζετουν μέσα που το ανοικτό του πουκάμισο. Ένιωσε τες σταγόνες του ιδρώτα τζαι με δυσκολία έκαμε το πρώτο βήμα για το μπακκάλικο.
Είδεν την να θκιαλέει σιοκολάτες που το σταντ δίπλα στο ταμείο. Εφόρεν ένα κοντό φόρεμα, στενό, κλαδωτό με κλειστό λαιμό τζαι το κάτω μέρος σε σχήμα κώνου. Σάνταλα δερμάτινα τζαι τα μαλλιά της πιασμένα κότσο. Μια κόκκινη, χοντρή, κοκκάλενη γιρλάντα εκράταν την φράντζα της.


Οι άσπρες της οι ζάμπες, όπως το νερό το παγωμένο, ετρέξαν τζαι επαγώσαν το μυαλό του. Ίσιωσε το μουστάτζι του τζαι ετράβησε την κάππα τον μαλλιών του πίσω. "Μα τίνος ένι, κουμπάρε, τούτη η μιτσιά;", ερώτησε δήθεν αδιάφορα τον μπακκάλη. "Εν η Μαρίνα, κουμπάρε Αντώνη. Η κόρη του Άντρου του ποδηλατά. Σπουδάζει στο Λοντίνον τζαι ήρτεν να δει τους δικούς της."