Παράθυρο logo
Το τέρτιν της Νίκης [Μέρος 11ο]
Δημοσιεύθηκε 29.09.2014 16:23
Το τέρτιν της Νίκης [Μέρος 11ο]

Γράφει ο Σταυρίνος Κυριάκου

"Έτσι χάρη εν της κάμνει της Νίκης να στραφεί πίσω ο Αντωνάκης. Άντζιακκι εκατάφερε να γλυτώσει που λλόου της". Η Άννα ετράβησεν απότομα το νήμα που το μαλλί τζαι νευριασμένα εξαπόλυσε τες σμίλες στο τραπεζάκι. "Εν ξαναπιάννω μαλλί που τον Γιώρκο ρε κοπέλλες. Θα πααίννω που την Ζάκο".
"Μια χαρά έν' το μαλλίν του Γιώρκου θκειά, άτε, συνέχισ' την κουβέντα. Άκουσες τίποτε παραπάνω;", ερώτησεν η Αντρούλλα, η αρφότεχνη της Άννας της γειτόνισσας, που εμείνισκε στην ίδια γειτονιά.
"Είντα, εν τα θωρώ που μόνη μου κόρη μου; Καλά τζαι άντεξε την τόσα χρόνια. Κότζια μου λεβέντης, τι εγύρευκε με τούτη την κοντοπίθαρη, τη χαμηλοκώλα; Τζαι να πεις ότι εσάζετουν; Ούλλη μέρα με τζείνην την παλιοποθκιά την μυλλομένη σαν την τσούλλα. Αλλά πόθθεν εννά πάρει; Χαρκέσαι η μάνα της η Ελλού ήτουν καλύττερη;".
Η Αντρούλλα έσιυψε τζαι με κινήσεις ακριβείας εσυνέχισε να περνά τες σμίλες μέσα που το μαλλί. "Εγώ λυπούμαι την θκειά την Νίκη. Εσκέφτης να επάθθαινες εσού έτσι χαττά;". "Να λυπάσαι τα μωρά Αντρούλλα, τζείνα εν φταιν σε τίποτε", απάντησεν η Άννα τζαι σιωπώντας απότομα, σαν να τζαι επέρασεν το μήνυμά της τζαι εν υπήρχε τίποτε άλλο να συζητήσει, εσυνέχισε να πλέκει τρικό του Φάνου του άγγονα της Ελλούς, του γιου της Νίκης τζαι του Αντώνη.
Κάτι άλλαξε μέσα της Νίκης, μετά που εγέννησε τον Φάνο. Πριν να ποσαραντώσει το μωρό, άρκεψεν να συνάει τα πράματα που το σπίτιν της μάνας της. Το σπίτιν το παλιό έμεινε ξενοικίαστο, ευτυχώς, τζαι η σπιτονοικοκυρά εδέχτηκε να της το δώκει πίσω με λλίο πιο χαμηλό ενοίκιο. Σχεδόν εφτά μήνες μετά τη νύχτα που είδε τζαι άκουσε τελευταία φορά τον άντραν της, η Νίκη αποφάσισε να μαζέψει τα κομμάθκια της καρκιάς της, τα κοπελλούθκια της τζαι όση περηφάνια της απόμεινε τζαι να πάει να μείνει μόνη της. Στο μέρος που χρόνια είσιεν αισθήματα αγάπης, καλοσύνης τζαι έρωτα, τωρά εδημιουργήθηκε μια μαύρη χωρισιά. Σαν να τζαι εμπήκε ένα σκουλούτζι μέσα, τζαι χάλουππα, χάλουππα ερουκάνησε ό,τι καλό τζαι όμορφο ένιωθε μέσα της.
Η Νίκη έκοψε κοντά τα πλούσια τζαι σγουρά μαλλιά της, για να μεν χρειάζεται το πρωί να χάννει ώρα να τα σάζει. Εσταμάτησεν να σάζεται. Τα ρούχα που εφορούσεν καθημερινά ήταν παλιά, άνοστα τζαι κοτζιακαρίσιμα. Άρκεψε τζαι τον τσιάρο.
Δημόσια εκάπνιζε, ακόμα τζαι μπροστά που τα μωρά. "Ξέρεις τι λαλούν για τες γεναίτζιες που πίννουν τσιάρο;", ερώτησε την μια μέρα η μάνα της. "Ότι έν' πουτάνες μανά", απάντησεν η Νίκη ανενόχλητη. "Για τους αρσενικούς που αφήννουν τες γεναίτζιες τζαι τα κοπελλούθκια τους, τι λαλούν; Ερώτησες να μάθουμε;".
Μια διαφορετική Νίκη εστάθηκε μπροστά που την ανοιχτή πόρτα του σπιθκιού. Έναν όφκιερο σπίτι, χωρίς έπιπλα, χωρίς τα ταιρκαστά του. Η Νίκη, αποφασισμένη να αναγιώσει τα πέντε της κοπελλούθκια, με ένα τεράστιο βάρος στην ράσιη της τζιαι με την αβανιά της ξαπόλυτης τζαι της τζιερατωμένης. Ετράβησεν ένα τενεκκούι πογιά τζαι έκατσεν πάνω, κοντά στην είσοδο του σπιθκιού. Σαν να τζαι εν έθελε να μπει μέσα. Η καρκιά της έτρεμε σαν του κουνελιού που μάχουνται να το σφάξουν. Άναψε ένα τσιγάρο, τζαι επερίμενε.

ΕΝΘΕΤΟ: "Για τους αρσενικούς που αφήννουν τες γεναίτζιες τζαι τα κοπελλούθκια τους, τι λαλούν; Ερώτησες να μάθουμε;"