Παράθυρο logo
Αστέρω - Μέρος 8ο
Δημοσιεύθηκε 13.03.2017 15:32
Αστέρω - Μέρος 8ο

Γράφει ο Σταυρίνος Κυριάκου


Η Αστέρω επροβληματίστηκεν πάρα πολλά με την συμβουλήν της μάμμας της. Να το ρωτήσει τι θέλει; Τούτη έτρεμεν σαν το φύλλον μόνον τζαι μόνον που εσκέφτετουν το ότι υπάρχει κάτι που την παρακολουθεί μέσα στο ερμάριν της. Πόσω μάλλον τωρά να σκέφτεται να του μιλήσει τζιόλας.


Το απόγευμα τζείνης της μέρας εφκήκεν έξω στην αυλήν τζαι έκατσεν στην κούνιαν της. Μιαν ξύλινην διπλήν κούνιαν που της έκαμεν ο παπάς της με τον θείον της, με τριγωνικές βάσεις τζαι στην μιαν μεριάν σκαλισμένον με ατσούμπαλα γράμματα "Χρόνια Πολλά Αστέρω". Με τα σιέρκα της εχάιδευκεν τις αλυσίδες που εκρατούσαν το ξύλινον καρεκλάκιν της κούνιας.


Απέναντι της δύο μικροί φύκοι, φυτεμένοι σε έναν λασάνιν. Τα δάκτυλα των ποθκιών της εχτενίζαν τες μούττες του ξεραμμένου γρασιδκιού κάτω που τα πόθκια της. Ο εξωτερικός χώρος, η μέρα εδιούσαν της έναν είδος ηρεμίας. Μιαν παράλογην αίσθησην ασφάλειας.


Παράλογην, γιατί;


Γιατί δεν ήταν σίουρη ότι τζείνον που την παρακολουθεί κρύφκεται μόνον μέσα στο αρμάριν. Ή ότι φοάται για κάποιον λόγον το φως της μέρας. Εμπορούσεν πολλά εύκολα να κρύφκεται οπουδήποτε. Στα φύλλα ενός δέντρου, στις ρίζες ενός θάμνου, στο παράθυρον του απέναντι σπιτιού. Η Αστέρω, όμως, ένιωθεν μια ενέργειαν γυρών που την κούνιαν της. Κάτι σαν μιαν ενεργειακήν φούσκαν που την επροστάτευκε.


Τζειαμαί εμπορούσεν να μαζέψει τες σκέψεις της, να σκεφτεί. Να ηρεμήσει.
Η πρόταση της μάμμας της έκαμνεν κάποιαν λογικήν, όσο παράλογη τζαι αν ακούετουν αρχικά. Μετά που το εσκέφτηκεν καλύτερα, όντως η καλύτερη τακτική αν το εξανασυναντούσεν θα ήταν να το ρωτήσει τι θέλει.


Για να έρτει να την έβρει σημαίνει κάτι έσιει στον νου του, κάτι θέλει να της πει. Το σημαντικότερο; Αν ήθελεν το κακόν της, τότε είσιεν αρκετόν χρόνον να της κάμει κακό. Εν το έκαμεν όμως. Απλά εστάθηκεν δίπλα της τζαι εχάιδεψεν την.


Που σημαίνει ότι είτε δεν θέλει να της κάμει κακόν είτε δεν θέλει να της κάμει κακόν άμεσα.


Σε κάθε περίπτωσην, όμως, το να ανοίξει μιαν συζήτησην με τούτον το πλάσμαν θα την βάλει σε μιαν θέσην υπεροχής. Δηλαδή, έναν βήμαν πιο μπροστά που το πλάσμαν. Ίσως να το ηρεμήσει, αν είναι θυμωμένο. Ίσως να το ωθήσει να της ανοιχτεί. Ίσως τελικά να μεν είναι κακόν, να έν' κάτι καλόν.


Η μάμμα της όμως πού ήξερεν τι έπρεπεν να πει στο πλάσμαν; Ίσως να έπρεπεν να το ρωτήσει τζαι τούτον. Σιγά-σιγά άρχισεν να σκέφτεται διάφορες ερωτήσεις που είσιεν για τούτον το περίεργον πλάσμαν. Ερωτήσεις που εμαζεύκουνταν μες στον νουν της, όπως το σιόνιν που στοιβάζεται στην κορυφήν ενός δέντρου. Ερωτήσεις που δεν θα είσιεν την ευκαιρίαν να τις απευθύνει τζειαμαί που έπρεπεν για πάρα πολλύν τζαιρόν.


Ώς την νύχταν που έππεσεν το πρώτον της δόντιν.