Παράθυρο logo
Αστέρω – Μέρος 10ο
Δημοσιεύθηκε 27.03.2017
Αστέρω – Μέρος 10ο

Γράφει ο Σταυρίνος Κυριάκου


Τζείνην την νύχταν, η Αστέρω δεν εκατάφερνεν να τζοιμηθεί. Εκρατούσεν με κόπον τα μάτια της κλειστά για πάρα πολλήν ώραν. Το μόνον που πετύχαινεν ήταν να εμποδίζει τις κόρες των ματιών, τίποτε άλλο. Ο νους της τζαι μαζίν ούλλον το υπόλοιπον της κορμίν ήταν ξύπνια.


Άλλαζε μεριάν στο κρεβάτιν τζαι εξανάλλαζεν μόλις ένιωθεν τη θερμοκρασίαν του σημείου να ανεβαίνει. Έμεινεν ξύπνια, ώσπου ούλλοι οι θορύβοι του σπιτιού εξαφανιστήκαν μέσα στην σιωπήν της νύχτας. Το τσικ τσικ του νυχοκόπτη της μάμμας της. Οι ηλεκτρονικοί θόρυβοι που το τάμπλετ του παπά της. Το μπόιλερ της θέρμανσης. Ο κάδος του στεγνωτηρίου. Ούλλα φαίνεται να εμπήκαν στο καράβιν του Μορφέα τζαι να εταξιδέψαν μακριά, αφήνοντας την Αστέρω να περιμένει σε μιαν αποβάθραν μόνη της.


Οι ήχοι του σπιτιού προσφέρουν μιαν κάποιαν επιβεβαίωσην με τον τρόπον τους. Δηλαδή, το σπίτιν εν τζειαμαί τζαι προσέχει σε. Μέσα που την οικειότητα των θορύβων κραθκιούμαστε στην επιφάνειαν μιας θάλασσας φόβων. Όπως ένας ναυαγός κρατιέται που την άκρην μιας σανίδας που επιπλέει.


Όταν ησυχάσει εντελώς το σπίτιν, αρχίζουμεν να βυθιζόμαστεν. Αν δεν έχουμεν προλάβει να τζοιμηθούμεν, ξεκινά η άγνωστη, απρόβλεπτη, απάτητη πλευρά της νύχτας μας. Υπάρχει πράγματι ο Μορφέας τζαι παίρνει μας μακριά όσον τζοιμούμαστε; Έχουν πράγματι ζωήν τα πράματα μες στο σπίτι τζαι προστατεύκουν μας που τες άγνωστες πτυχές του σκοταδιού;


Οι μύθοι εν γεννιούνται που την φαντασίαν του πλασμάτου. Οι μύθοι γεννιούνται μες στον νου τζαι έχουν μιαν δόσην αλήθκειας. Κάποιοι που εμάς θκιαλέουμεν να τους αγνοούμεν. Η Αστέρω ήθελεν να μάθει παραπάνω.


Γι’ αυτόν έναν κομμάτιν της ήθελεν να τζοιμηθεί, να μεν αντιμετωπίσει τίποτε που να μεν της είναι οικείον. Έναν άλλον κομμάτιν της, όμως, έθελεν να μείνει ξύπνιο. Να δει, να ρωτήσει, να μάθει.



Προσφέρουν μια κάποιαν επιβεβαίωσην με τον τρόπον τους. Το σπίτιν εν τζειαμαί τζαι προσέχει σε. Μέσα που την οικειότηταν των θορύβων, κραθκιούμαστεν στην επιφάνειαν μιας θάλασσας φόβων



Στο δωμάτιον ακούετουν μόνον ο απόμακρος ήχος ενός ρολογιού τοίχου, που είχαν στον διάδρομον. Αραιά τζαι πού, ακούγονταν οι ήχοι του σπιτιού που εποκνιάζετουν. Ένας τριγμός, ένα λυγμός, κάτι που ππέφτει. «Ακόμα τζαι τα σπίθκια έχουν ψυσιήν. Κουράζονται να τα ταλαιπωρούμεν ούλλη μέρα. Τζαι τζείνα την νύχταν ξεκουράζονται σαν εμάς». Έτσι της ελάλεν η μάμμα της.


Σαν φίδιν, που γλιάζει αργά προς την λείαν του, ένιωσεν κάτι να γλιστρά κάτω που το μαξιλάριν της. Κάτι σκληρόν, λεπτόν, σαν κλαδίν δέντρου. Η καρδιά της άρχισεν να κτυπά δυνατά, σαν να τζαι ήθελεν να φκει έξω που το στήθος της τζαι να βουρήσει να φύει. Άνοιξεν τα μάτια της τζαι έμεινεν να βλέπει τον τοίχον.


Εμάζεψεν ούλλον το κουράγιον της τζαι χωρίς δεύτερην σκέψην άπλωσεν το σιέριν της κάτω που το μαξιλάριν. Εσυνάντησεν το κλαδίν του δέντρου στη μέσην. Ετύλιξεν τα δάκτυλα της γυρών που κάτι που έμοιαζεν με καρπόν. Έσφιξεν το τζαι ένιωσεν το να τραβιέται να γλυτώσει, να λαχταρά, σαν ζώον που επιάστηκεν σε παγίδαν. Εγύρισεν προς το μέρος του, εκοίταξεν το στο πρόσωπον.