Παράθυρο logo
Αστέρω – Μέρος 11ο
Δημοσιεύθηκε 03.04.2017 10:25
Αστέρω – Μέρος 11ο

Γράφει ο Σταυρίνος Κυριάκου


Κάτω που τζείνον το άσπρον λεπτόν κομμάτιν υφάσματος η Αστέρω ήξερεν ότι εκρύφκετουν έναν πρόσωπον. Το μόνον που έβλεπεν, όμως, ήταν τα χαρακτηριστικά τζείνου του προσώπου να ξεπροβάλλουν σαν τα άκρα ενός ζώου κλεισμένου σε μιαν σακκούλαν.


Είδεν έναν στόμαν να ουρλιάζει τζαι θκυο μμάθκια αναμμένα με θυμόν. Γεμάτα επιθετικότηταν, ίσως τζαι φόβον. Σαν να έβλεπεν έναν φυλακισμένον να σπαράζει σε έναν κελίν, σε έναν έργον βωβού κινηματογράφου. Το πρόσωπον έδειχνεν να φωνάζει, αλλά στο δωμάτιον επικρατούσεν σιωπή.


Θα εμπορούσεν κάποιος να πει ότι ήταν η φαντασία της. Εμάθαμεν να συνδυάζουμεν τις κινήσεις τζαι τις καταστάσεις με ήχους. Η σιωπή πάντα υποδηλώνει στασιμότηταν, ακινησίαν. Πώς γίνεται να κρατά κάποιον στο σιέριν της. Να τον βλέπει απέναντι της, να νιώθει τα άκρα του να προσπαθούν να απελευθερωθούν αλλά να μεν ακούγεται ο παραμικρός ήχος στο δωμάτιον.


 

Τζειαμαί που απέτυχεν τζαι η τελευταία του προσπάθεια να απελευθερωθεί, η Αστέρω εκατάλαβεν ότι πλέον είσιεν το πάνω σιέριν




Σε μιαν απέλπιδην προσπάθειαν να ελευθερωθεί τζαι να φοητσιάσει την Αστέρω, το πλάσμαν έγυρεν μπροστά το πρόσωπον του. Άφηκεν μιαν βουβήν κραυγήν πίσω που το τεντωμένον ύφασμαν τζαι ετράβηξεν το σιέριν του πίσω με όσην δύναμην εφαίνετουν να έσιει. Μάταια όμως.


Η Αστέρω μπορεί να ήταν μωρόν, αλλά η δύναμη της σίουρα ήταν πολλά παραπάνω που έναν σκελετωμένον ψηλόλιγνον πλάσμαν, με χέρια σαν κλαδιά απότιστου δέντρου. Τζειαμαί που απέτυχεν τζαι η τελευταία του προσπάθεια να απελευθερωθεί, η Αστέρω εκατάλαβεν ότι πλέον είσιεν το πάνω σιέριν.


Χωρίς να τον αφήσει, άπλωσεν το ελεύθερον της σιέριν τζαι άγγιξεν το στον ώμον. «Πώς σε λένε;» είπε με σιγανήν φωνήν. Το πλάσμαν έμεινεν με το πρόσωπον του στραμμένον προς τα πάνω της. Το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει με γλήορον ρυθμόν, σαν να τζαι κάτι εκρύφκετουν μες στους πνεύμονες του τζαι έσπρωχνεν τους για να δραπετεύσει.


«Τι θέλεις;», εσυνέχισεν η Αστέρω.


Το πλάσμαν έστρεψεν το πρόσωπον του τζαι έδειξεν με το κρυφόν του βλέμμαν το μαξιλάριν της Αστέρως. Η Αστέρω εκοίταξεν με την σειράν της το μαξιλάριν της τζαι άπλωσεν το σιέριν της που κάτω. Έπιασεν το κουτάκιν με το δόντιν. Επρόσφερεν το στο πλάσμαν τζαι είπεν «Έν' τούτον που θέλεις;»


Το πλάσμαν έκλεισε σφιχτά στο χέριν του το κουτάκιν. Το στήθος του άρχισεν να ηρεμά τζαι το πρόσωπον του εμεταμορφώθηκεν σε μιαν ήρεμην λευκήν υφασμάτινην θάλασσαν. Ετράβησεν για ακόμαν μιαν φοράν το χέριν του για να ελευθερωθεί που τα δεσμά της Αστέρως, με λλιόττερην δύναμην τούτην την φοράν, ξανά όμως χωρίς αποτέλεσμαν.


«Θέλεις λλίο νερόν;» είπεν η Αστέρω τζαι έπιασεν το παγούριν της. Επροσπάθησεν να το ανοίξει με το πηγούνιν της, για να μην αφήκει το πλάσμαν.


Τζείνην ακριβώς την στιγμήν, έτριξεν η πόρτα του δωματίου της. Η Αστέρω για κάποια κλάσματα δευτερολέπτου εχαλάρωσεν το χέριν της. Το πλάσμαν εξαφανίστηκεν. Σαν να τζαι το ερμάριν της έγινεν ρουφήχτρα τζαι ερούφησεν μέσα του το πλάσμαν.


«Αστέρω, μιλάς μόνη σου, αγάπη μου;» είπεν ο παπάς της, μπαίνοντας φανερά νυσταγμένος στο δωμάτιον. Η Αστέρω έψαξεν γυρών της, μάταια όμως. Το πλάσμαν εχάθηκεν, μαζίν με το δόντιν της.