Γράφει ο Σταυρίνος Κυριάκου
Κάτω που τζείνον το άσπρον λεπτόν κομμάτιν υφάσματος η Αστέρω ήξερεν ότι εκρύφκετουν έναν πρόσωπον. Το μόνον που έβλεπεν, όμως, ήταν τα χαρακτηριστικά τζείνου του προσώπου να ξεπροβάλλουν σαν τα άκρα ενός ζώου κλεισμένου σε μιαν σακκούλαν.
Είδεν έναν στόμαν να ουρλιάζει τζαι θκυο μμάθκια αναμμένα με θυμόν. Γεμάτα επιθετικότηταν, ίσως τζαι φόβον. Σαν να έβλεπεν έναν φυλακισμένον να σπαράζει σε έναν κελίν, σε έναν έργον βωβού κινηματογράφου. Το πρόσωπον έδειχνεν να φωνάζει, αλλά στο δωμάτιον επικρατούσεν σιωπή.
Θα εμπορούσεν κάποιος να πει ότι ήταν η φαντασία της. Εμάθαμεν να συνδυάζουμεν τις κινήσεις τζαι τις καταστάσεις με ήχους. Η σιωπή πάντα υποδηλώνει στασιμότηταν, ακινησίαν. Πώς γίνεται να κρατά κάποιον στο σιέριν της. Να τον βλέπει απέναντι της, να νιώθει τα άκρα του να προσπαθούν να απελευθερωθούν αλλά να μεν ακούγεται ο παραμικρός ήχος στο δωμάτιον.
Τζειαμαί που απέτυχεν τζαι η τελευταία του προσπάθεια να απελευθερωθεί, η Αστέρω εκατάλαβεν ότι πλέον είσιεν το πάνω σιέριν