Παράθυρο logo
Αστέρω – Μέρος 14ο
Δημοσιεύθηκε 02.05.2017 13:47
Αστέρω – Μέρος 14ο

Γράφει ο Σταυρίνος Κυριάκου


 

«Τωρά που εφκήκεν το δόντιν μου, εννά φκεί άλλον στην θέσην του;»


«Ναι, ίντα εννά μείνεις ξιδόντας παραθύρας;» απάντησε ο τατάς της Αστέρως χαμογελώντας.


Ο τατάς της Αστέρως ήταν τζαι ο οδοντίατρος της οικογένειας. Δεν ήταν ακριβώς τατάς της Αστέρως. Δηλαδή, έφκεννεν για ένα φεγγάρι με την νούννα της [την κοπέλλα που την εβάφτισεν], οπόταν για τζείνο το διάστημαν ήταν τατάς της. Οι ζωές των ανθρώπων όμως χωρίζουν πιο εύκολα απ’ ό,τι οι καρδιές τους. Για την Αστέρω, ήταν ο τατάς της για πάντα.


«Δηλαδή, τατά... Τα δόντια βλαστούν όπως τα δέντρα; Χάννεται το έναν τζαι στην θέση του βλαστά τζαι μεγαλώνει άλλον;»


«Όι ακριβώς. Φαίνεται ότι βλαστά που το τίποτε άλλον δόντιν. Αλλά τα δόντια περιμένουν το έναν πίσω που το άλλον για να φκουν έξω. Όπως…», ο τατάς της Αστέρως έσπρωξε πίσω που το αφτίν του τα μαλλιά του τζαι έσπρωξεν τα γυαλιά του πίσω στην θέσην τους. «Όπως, για παράδειγμαν, τους ανθρώπους που περιμένουν για να φκουν στη σκηνήν σε μιαν παράστασην. Το έναν πίσω που το άλλον».


«Όπως τες κουφεττούες μες στα Ππεζ;»


«Έτσι ακριβώς», απάντησεν ο τατάς της Αστέρως. Ο φόβος της Αστέρως ήταν ότι άμα έφκαλλεν το δόντιν της δεν θα εβλαστούσε άλλον. Για οποιονδήποτε λόγον εμπορούσεν να μεν βλαστίσει άλλον δόντιν.


Ήταν σίουρη όμως τωρά, μετά την επιβεβαίωση του τατά της, ότι το κάθε δόντι που φκάλλεις ακολουθεί το κάποιον άλλον δόντιν που ανυπομονεί να φκει. Την απόφαση όμως να φκάλει το δόντι της πριν την ώραν του είσιεν την πάρει αρκετά πριν να μιλήσει με τον τατάν της.


Έτσι, κάθε μέρα επροσπαθούσε να σπρώξει το δόντιν της έξω. Με τα δάκτυλα της έσουζεν το μπροστά-πίσω, με κάθε ευκαιρίαν. Εμασούσεν, πάντα που την ίδια πλευρά τζαι κάποιες φορές εχτύπαν δυνατά την μασέλλαν της πάνω στο φαΐν.


Τα πρωινά εστέκετουν μπροστά που τον καθρέφτην τζαι έδειχνεν τα δόντια της. Σαν ένα νευριασμένο μικρό ζώο που προσπαθεί να επιβληθεί σε ένα αντίπαλο ζωντανό. Κάποιες μέρες, τα ούλη της εματώνναν τζαι ένιωθεν στο στόμαν της μια γεύσην που σίδερον.


Η διαδικασία δεν επήρεν πολλύν τζαιρόν. Μιάμιση εβδομάδαν μετά την ημέραν που εξεκίνησεν να προσπαθεί, εκατάφερεν τα. Έναν πρωινόν, έβαλε το σιέριν της στο στόμαν τζαι επίεσεν με λλίην παραπάνω δύναμην απ’ ό,τι πριν.


Ο νιπτήρας εκοτζίνησεν που το αίμαν. Σαν έναν ποταμούιν, έτρεσιεν που το στόμαν της τζαι ενεκατώννετουν με το νερόν της φουντάνας. Εσήκωσεν μπροστά στα μάτια της το μικρόν δόντιν, έναν μικρόν τρόπαιον. Έναν μικρόν δόλωμαν.


Η νύχτα επλησίαζεν τζαι η Αστέρω ανυπομονούσεν. Σαν πεινασμένη κάττα που καρτερά τον ποντικόν να φκει που την τρύπαν του.