Παράθυρο logo
Αστέρω – Μέρος 15ο
Δημοσιεύθηκε 08.05.2017 11:48
Αστέρω – Μέρος 15ο

Η Αστέρω εξάπλωσεν νωρίς τζείνην την νύχταν. Μόλις εγύρισεν η ώρα 8, έβαλεν μόνη της πιζιάμες τζαι έππεσεν στο κρεβάτιν της. Κάτω που το μαξιλάριν της, έναν μικρόν άσπρον κουτάκιν με βιδωτόν καππάκιν που της έδωσεν η γιαγιά της. Μέσα στο κουτάκιν, το δόντιν της.


Όπως πάντα, το σεντόνιν της ησυχίας εκάλυψεν σιγά-σιγά τους χώρους του σπιτιού. Σαν κάποιος υπηρέτης που γυρίζει τζαι σβήννει τα τζερκά σε έναν παλιόν σπίτιν, ώσπου να σκοτεινιάσει παντού, έτσι ένας-ένας οι θόρυβοι του σπιτιού εσβήσαν.


Με γυρισμένην την πλάτην της στον τοίχον, είσιεν μισόκλειστα τα μάτια της τζαι επερίμενεν. Με την ελπίδαν ότι το πλάσμαν θα εμφανίζετουν για ακόμαν μιαν φοράν. Ήταν έτοιμη, τζιαι τούτην την φοράν δεν εφοάτουν. Είχαν ήδη συναντηθεί δύο φορές, πλέον ήταν σίουρη ότι τούτον το πλάσμαν εφοάτουν παραπάνω που τζείνην.


Σαν το ξυράφιν που σσιζει αργά έναν κομμάτιν χαρτίν, ο θόρυβος της πόρτας του ερμαρκού που άνοιξεν έσσισεν την νύχταν. Τρίζοντας, η πόρτα εσταμάτησεν, τζαι τα χοντροκομμένα δάχτυλα επροβάλαν πάνω στην κάθετην γωνιάν. Η Αστέρω είδεν μέσα που τες βλεφαρίδες της το πλάσμαν να πλησιάζει. Να περπατά αργά, σαν αέρας που διασχίζει έναν δάσος, με μικρά ήρεμα βήματα. Σχεδόν να αιωρείται τζαι να ταξιδεύκει κοντά της.


Εστάθηκεν δίπλα που το κρεβάτιν της. Άπλωσεν το λεπτόν του σιέριν τζαι έγλιασεν κάτω που το μαξιλάριν της. Ετύλιξεν τα δάχτυλα του γυρών που το κουτάκι τζαι αργά άρχισεν να το τραβά προς το μέρος του. Η Αστέρω έκαμνεν πως ετζοιμάτουν.


Το πλάσμαν εκράτησεν το κουτάκιν μπροστά του για λλίον. Με το άλλον του σιέριν εξεβίδωσεν το καππάκιν. Μόλις αντίκρισεν το δόντιν, άφησεν έναν ήχο σαν κάποιος να ξεφουσκώννει έναν μπαλόνιν με το ζόριν τζαι να το κάμνει να ακούεται σαν κλανιά. Μέσα που το πέπλον, η Αστέρω εκατάλαβεν ότι το πλάσμαν ανακουφίστηκεν.


Στον αριστερόν του καρπόν, έναν μισολιωμένον, κακομεταχειρισμένον μπλε ρούχινον βραχιόλιν. Το βραχιόλιν που της είπεν η μάμμα της.


Με μιαν απότομην κίνησην η Αστέρω άπλωσεν τα σιέρκα της τζαι έπιασεν τα σιέρκα του πλασμάτου. Έκλεισεν με δύναμην τες παλάμες της στους καρπούς του τζαι εσηκώθηκεν που το κρεβάτιν. Με τα μικρά γόνατα της έσπρωξεν το σώμαν της προς το μέρος του για να το ρίξει κάτω.


Άρχισε να φωνάζει «Μάμμα, μάμμα. Βούρα να δεις! Έλα γλήορα!»


Το πλάσμαν, απεγνωσμένα, σαν το χταπόδιν άρκεψεν να χτυπά τα άκρα του προσπαθώντας να δραπετεύσει. Με απελπισμένες κινήσεις τζαι με βουβούς ήχους έψαχνεν διέξοδον που την παγίδαν που του έστησεν η Αστέρω.


Η μάμμα της Αστέρως αναψεν το φως. Εστάθηκεν στην πόρταν. Το δωμάτιον ηρέμησεν. Το πλάσμαν εσταμάτησεν να προσπαθεί να ξεφύγει. Έμεινεν ακίνητον να βλέπει την γυναίκαν που εμπήκεν στο δωμάτιον. Τζείνη επήρεν μιαν βαθιάν ανάσαν, σαν μακρόσυρτον νεκάλημαν τζαι άπλωσεν το σιέριν της.


Εγονάτισεν δίπλα του τζαι εχάιδεψεν του το πέπλον που εκάλυπτεν το πρόσωπον του. Η Αστέρω έκαμεν πίσω. Λλίο πριν να μπει ο παπάς της στο δωμάτιον, σαν ρουφήχτρα το ερμάρι ερούφησεν το πλάσμαν. Τζαι μαζίν του την μάμμαν της.