Παράθυρο logo
Αστέρω – Μέρος 24ο
Δημοσιεύθηκε 08.08.2017
Αστέρω – Μέρος 24ο

Απέναντι που την Αστέρω, ο τατάς της. Ακινητοποιημένος, σαν τον λαό που επιάστηκε στα φώτα κάποιου διπλοκάμπινου. Το δεξί του σιέρι να τρέμει νευρικά τζαι να χτυπά πάνω στο γόνατο του σαν πιστόνι μηχανής.
– Για ποιο ημερολόγιο μιλάς; Τι ξέρεις δηλαδή;
Η Αστέρω, σαν να τζαι είσιεν έτοιμη την γλώσσα της πριν ακούσει την ερώτηση, απάντησε με ψυχραιμία.
– Η μάμα μου. Ανακάλυψα το ημερολόγιο της τζαι εθκιάβασα το. Έγραψε πολλά για τζείνη την εποχή. Τον τζαιρό που ήρτες που ποδά στον κόσμο μας. Εθκιάβασα τζαι για την απόφαση σου να μείνεις για πάντα ποδά. Τζείνο που εν εθκιάβασα όμως, είναι το πώς εκατάφερες να ξεφύγεις που ποτζεί.”
Ο οδοντογιατρός ετριβιτζιάστηκε πάνω στο σκαμπό του.
– Τούτο έγινε πολλά χρόνια πριν τζαι εν καταλαβαίνω τι σχέση έσιει με την εξαφάνιση της μάμας σου. Το πώς έφυα τζαι το πώς τα εκατάφερα να είμαι δαμαί τόσο τζαιρό εν δουλειά καθαρά δική μου.
– Τατά, εν έσιει άλλο να με βοηθήσει. Ο παπάς μου κάθεται ούλλη μέρα τζαι θωρεί τον τοίχο. Οι παππούδες μου εν δέχουνται καν να με ακούσουν, νομίζω αρνούνται να δεχτούν το ότι η μάμα εξαφανίστηκε. Νομίζουν ότι εκλέφτηκε με κανένα τζαι εγκατέλειψε μας. Ο μόνος που μπορεί να με καταλάβει τζιαι να δώσει μια βάση λογικής σε τούτη την ιστορία είσαι εσύ.
Εσηκώθηκε που το σκαμπό τζαι εστάθηκε μπροστά που την βούρνα του ιατρείου. Άτσαλα, εξεκίνησε να πλυννίσκει κάποια εργαλεία. Μια λαβίδα, ένα εργαλείο καθαρισμού τζαι ό,τι άλλο είσιεν πεταμένο τζιαμέ γυρώ. Σκεφτικός, αμίλητος επέτασσε ό,τι εκράταν στα σιέρκα του μέσα σε μια τσίγγενη χαβούζα.
– Τατά, άκουσες τι σου είπα;
Άφησε τα εργαλεία για λλίο. Το νερό έτρεσιε μπροστά του με τον ήχο του να πλημμυρίζει το δωμάτιο.
– Ξέρεις ότι εν σου χαλώ χαττίρι.
Σιωπή, νερό.
– Τατά;
– Εννά σε βοηθήσω. Πριν να φτάσουμε όμως ως τζιαμαί πρέπει να μάθεις την ιστορία που την αρχή. Την ιστορία, όπως την έζησα εγώ.
Έφκαλε την ρόπα του γιατρού τζαι εκρέμμασεν την προσεκτικά πάνω σε έναν μαύρο πλαστικό καλόγερο. Έπιασε τα κλειθκιά του αυτοκινήτου που το γραφείο του.
– Εφύαμεν, είπε, με ήδη το ένα πόδι του έξω που την πόρτα.
– Πού πάμε;
– Πάμε να σου δείξω τι υπάρχει στην άλλη πλευρά του κόσμου μας.