Παράθυρο logo
Μέρα 27η
Δημοσιεύθηκε 09.08.2016 15:13
Μέρα 27η

Γράφει ο Σταυρίνος Κυριάκου

Σάββατον απόγευμαν με εσυλλάβαν. Αρχές καλοκαιριού.
Τα Σάββατα ήταν οι αγαπημένες μου μέρες όταν ήμουν μιτσής, επειδή το πρωίν είσεν Μίκυ Μάους. Η μάνα μου έκαμνεν δουλειές τζαι εγώ έτρωα κορν-φλέικς μπροστά 'που την τηλεόρασην.


Το ίδιον κάμνεις τζι εσύ. Μπορεί να σε έσπρωξα με τον τρόπον μου να ζήσεις την χαράν του Σαββάτου, όπως την έζησα τζι εγώ στα παιδικά μου χρόνια. Σάννα τζαι ξαναζώ τζείνες τες στιγμές μέσα 'που εσένα.
Έτσι τζαι τζείνον το Σάββατον το πρωίν, έβαλα σου μαππούες με μέλιν, γάλαν, τζαι άναψα σου την τηλεόρασην. Εβάλαμεν μιαν ταινίαν του Ντίσνεϊ τζαι εκάτσαμεν μαζίν στον καναπέν να την δούμεν. Κάθε Σάββατο είσες την απαίτησην να τρώμεν χάμπουρκερ με πατάτες στο κοντινόν φαστφουντάδικον. Κάποτε έκαμνα σου το χαττίριν. Τζείνον το Σάββατον ήταν μια 'που τζείνες τες φορές. Έφαες γλήορα, γλήορα τζαι εβούρησες στα παιχνίδια.


Ξαναζώ τούτην την στιγμήν, ξανά τζαι ξανά. Ίσως να έν' η τελευταία φορά που σε είδα χαμογελαστήν. Ανέμελην. Ξέγνοιαστην. Εγώ γερμένος πίσω στην καρέκλαν, έξω στην αυλήν του εστιατορίου. Εσύ στην τσουλήθραν μαζί με έναν άλλον μωρόν, να γελάτε τζαι να παίζετε.


Τούτη μπορεί να ήταν τζαι η τελευταία πραγματικά όμορφη στιγμή της ζωής μου. Κάποτε σκέφτουμαι, αν υπάρξει ποττέ τρόπος τεχνολογικά να κορνιζάρεις κάποιες στιγμές του παρελθόντος, θα θκιαλέξω τούτην την στιγμήν. Να την κρεμμάσω κάπου τζαι να κάθουμαι να την χαζεύκω με τες ώρες. Εσύ να γελάς. Τίποτε άλλον.
Στο σπίτιν, ήμουν αγχωμένος. Σάννα τζαι διαισθάνθηκα το τι επρόκειτο να γίνει. Όπως λαλούν ότι οι σσύλλοι διαισθάνονται τους σεισμούς, εγώ ήξερα ότι σύντομα τούτη η ιστορία θα έμπαιννε σε άλλην φάσην.
Έβαλα σου τες φωνές επειδή ήθελες να φάεις παγωτόν. Εθύμωσα επειδή επροσπαθούσες με κάθε τρόπον να με τραβήσεις έξω που τες σκέψεις μου. Ήμουν σε έναν δωμάτιον στον νουν μου συγκεντρωμένος τζαι εσύ άννοιες την πόρταν τζαι ετράβας με 'που το μανίτζιν.


Εκλαμουρίστηκες τζαι εβούρησες στο κλουβίν του Ηρακλή. Έφκαλες τον έξω, έπκιασες τον αγκαλιάν τζαι έκατσες στο πάτωμαν της κουζίνας. Όντως υπάρχει κάτι καθησυχαστικό, άμμα αγκαλιάζεις έναν ζώον. Έναν πλάσμαν που θα σου δώκει την αγάπην του χωρίς ανταλλάγματα, ωμήν, αληθινήν.


Εγώ έπκιασα έναν κομμάτιν ξύλον τζαι το αγαπημένον μου μασαίριν. Έκατσα στην καρέκλαν τζαι άρχισα να το σκαλίζω, προσπαθώντας να ηρεμήσω την φουρτούναν του μυαλού μου. Είδα τους φάρους τζαι σε δευτερόλεπτα καμπόσους αστυνομικούς να βουρούν μες στην αυλήν.


Κάπκοιος μπάτσος εγονάτισεν πάνω στην πλάτην μου τζαι ένας δεύτερος εκράταν την κκελλέν μου. Εκατάφερα να σηκώσω το βλέμμαν μου για λλίο τζαι είδα σε να σφίγγεις τον Ηρακλήν τζαι να κλείνεις τα μάτια σου. 'Εν έσει σειρόττερον θέαμαν 'που το να θωρείς το κοπελλούιν σου να τρέμει φοητσιασμένον. Τούτη η εικόνα τρέσει με σαν την κατάραν 'που τότε. Τούτον έν' τζαι το μόνον που μετανιώνω. Το ότι σε έκαμα να νιώσεις έτσι.