Παράθυρο logo
Μέρα 36η - τελευταία
Δημοσιεύθηκε 31.10.2016 11:13
Μέρα 36η - τελευταία

Γράφει ο Σταυρίνος Κυριάκου


"Κάτσε Ρέα", είπε, απλώνοντας το σιέριν του τζαι δείχνοντας την ταλαιπωρημένη, τόνενη καρέκλα μπροστά που το ξύλινο θρανίο του. Ο ίδιος έκατσε που την άλλη μερκάν. Χωρίς να πάρει το βλέμμα του που πάνω της, τζαι με ένα τυπωμένο χαμόγελο στο πρόσωπο, επασπάλισε άτσαλα το κάτω μέρος της καρέκλας του. Ένας ελαφρύς ήχος φυσήματος ακούστηκε τζαι η καρέκλα εψήλωσε κάποιους πόντους. Όσο εχρειάζετουν για να φαίνεται πιο ψηλός της.
- Να σου παραγγείλω φραπέ; Πιάννουμε τζαι φρέτους που την καφετέρια απέναντι, άμα θέλεις.
- Όχι, ευχαριστώ αστυνόμε.
- Όι τζαι αστυνόμος, κόρη μου. Αρχιφύλακας ακόμα. Έχουμε χρόνια ακόμα. Έφκαλεν το πηλήκιό του τζαι έγυρε πίσω. Έπιασε με τες παλάμες του τα σιερούλια της καρέκλας. Σιωπή για κάποια δευτερόλεπτα.
- Πώς πάεις; Είσαι καλά γενικά; ερώτησε.
- Ευχαριστώ για το ενδιαφέρον. Μπορούμε όμως να τελειώνουμε, επειδή πρέπει να πάω μάθημα;
- Καλά. Ξέρεις γιατί σε έφερα δαμαί. Ήρτες ξανά άλλωστε.
- Ξέρω. Εν έχω κάτι καινούργιο να σας πω.
Έκατσε στην άκρη της καρέκλας της. Τα πόθκια κλειστά, κολλημένα γόνατα τζαι αγκαλιά την τσάντα της. Τα μαύρα, μακριά της μαλλιά, μπερδεμένα, ατίθασα, σαν τα κύματα της θάλασσας. Τα μάθκια της, θκυό μελίσσια που κολλιτσιάζεις μόνο τζαι μόνο που γυρίζουν πάνω σου.
- Πώς τζιαι εθυμηθήκετε τον παπά μου μετά που τόσα χρόνια; Εν το επήρετε απόφαση;
- Η υπόθεση εν ανοιχτή ακόμα, Ρέα. Οι έρευνες συνεχίζουνται. Εσυλλάβαμεν την νοσοκόμα που έφυεν μαζί του πριν τρεις μήνες περίπου. Εφούσκωσε το στήθος του. - Δηλαδή, όχι ακριβώς εμείς. Η Ιντερπόλ την εσύλλαβε, το ίδιο κάμνει όμως.
- Τζείνη εν ξέρει τίποτε; Τι σας είπε;, ερώτησε, τζαι τα μάθκια της ανοίξαν σαν τους φακούς της φωτογραφικής. Πού ένει;
- Τζείνη εν στα κρατητήρια. Ο παπάς σου, εν έχουμε ιδέα. Γι' αυτό σε εφέραμε δαμαί. Επικοινώνησε μαζί σου καθόλου;
Την τελευταία φορά που είσιεν νέα του, ήταν μέσα σε ένα πλοίο για την Τουρκία. Έλαβε ένα συστημένο πακέτο που την Τσεχία μήνες μετά που εδραπέτευσε. Γεμάτο γράμματα, γραμμένα για τζείνη. Εφύλαξέν τα σε ένα μεταλλικό δοχείο του καφέ τζαι δεν το είπε σε κανέναν. Η γιαγιά της υποψιάστηκε κάτι, αλλά επέλεξε να μεν ρωτήσει.
- Εν επικοινώνησε. Ξέρω ό,τι ξέρετε τζαι εσείς, ότι εδραπέτευσε που το νοσοκομείο παρέα με μια νοσοκόμα πριν 7 χρόνια.
Οι γραμμές του βλέμματός του εδήσαν μες στες δικές της. Σαν τες άγκυρες εμπήκαν μέσα στα μάθκια της τζαι ετραβήσαν την. Το χαμόγελο έσβησε.
- Όπως αγαπάς, δεσποινίς Ρέα. Να ξέρεις ότι έννα τα ξαναπούμε.
- Ευχαριστώ αστυνόμε... αρχιφύλακα εννοώ...
Εσηκώθηκε, έβαλε την τσάντα της στον ώμο τζαι άρχισε να περπατά προς την έξοδο.
- Επίσης να ξέρεις ότι είμαστε κοντά. Εν θα είναι ελεύθερος πολύ τζαιρόν ακόμα.
Εσταμάτησε στην έξοδο. Χωρίς να γυρίσει πίσω, είπε: "Κανένας που εμάς δεν είναι ελεύθερος. Κανένας, εκτός που τον ουρανό."