Μια πριγκίπισσα του οίκου των Lusignan της Κύπρου με ενδιαφέρουσα, όπως μαρτυρούν οι πηγές, προσωπικότητα ήταν η Ισαβέλλα Lusignan Καντακουζηνού. Η Ισαβέλλα δεν ήταν άλλη παρά η εγγονή του Αμάλριχου Lusignan, σφετεριστή του στέμματος της Κύπρου, ο οποίος έφερε και τον τίτλο του αυθέντη της Τύρου. Σημειώνουμε ότι ο Αμάλριχος είχε εκδιώξει τον αδελφό του Ερρίκο Β', νόμιμο βασιλιά της Κύπρου, με την αιτιολογία ότι ήταν ανίκανος να κυβερνήσει. Στη συνέχεια οπαδοί του νόμιμου βασιλιά δολοφόνησαν τον σφετεριστή, αφαιρέθηκαν όλα τα περιουσιακά στοιχεία που κατείχε o Αμάλριχος και περιήλθαν στη βασιλική ιδιοκτησία και η σύζυγός του Ισαβέλλα, ο γιος του Γκυ και τα άλλα παιδιά του εξορίστηκαν στην Αρμενία, πατρίδα της συζύγου του.
Ο πρωτότοκος γιος του Αμάλριχου Γκυ de Lusignan έμελλε να στεφθεί βασιλιάς της Αρμενίας. Αρχικά είχε μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη κοντά στον εξάδελφό του Ανδρόνικο Γ' Παλαιολόγο αφού η θεία του Ξένια της Αρμενίας ήταν μητέρα του. Όπως είχαμε αναφέρει σε πρόσφατο δημοσίευμά μας, ο Γκυ de Lusignan υπήρξε διοικητής των Σερρών. Πρέπει να αναφέρουμε ακόμη ότι στο Βυζάντιο ακολούθησε το αρμενικό δόγμα και όπως σημειώνει συγκεκριμένα ο ιστορικός Νικηφόρος Γρηγοράς: "...ακολούθησε την πάτριον των Αρμενίων θρησκείαν". Το 1341, μετά τη δολοφονία του Λέοντος Δ' της Αρμενίας, μια μερίδα των Αρμενίων τού προσέφερε το στέμμα. Ενώ στην αρχή αρνήθηκε, αργότερα συμφώνησε διορίζοντας και ως αντιβασιλέα τον αδελφό του. Φθάνοντας στην πόλη Sis στέφθηκε βασιλιάς της Αρμενίας κατά το αρμενικό δόγμα και από Γκυ μετονομάσθηκε σε Κωνσταντίνο Β'. Μετά από μια βασιλεία που διήρκεσε σχεδόν δύο έτη, το 1344 δολοφονήθηκε, γιατί φαίνεται δυσαρέστησε μερίδα των υπηκόων του ακολουθώντας μια πολιτική φιλολατινική, ελπίζοντας ίσως σε στήριξη από τη Δύση. Αυτός ήταν ο πατέρας της πριγκίπισσας Ισαβέλλας Lusignan, η οποία έφερε το όνομα της γιαγιάς της, ενώ η μητέρα της καταγόταν από τον αυτοκρατορικό οίκο των Παλαιολόγων.
Οι γονείς της και η κληρονομιά στην ΚύπροΣε πρώτο γάμο ο Γκυ de Lusignan νυμφεύθηκε τη θυγατέρα του Ανδρόνικου Καντακουζηνού και μετά τον θάνατό της, τη Θεοδώρα Συργιάννη. Και οι δύο σύζυγοί του είχανε μεταξύ τους συγγένεια. Η Θεοδώρα μάλιστα είχε υιοθετηθεί από τη θεία του Γκυ, αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, Ξένια. Η Θεοδώρα φαίνεται να ζούσε έως το 1347, εφόσον επιστολή που της απηύθυνε ο Πάπας Κλήμης ο Στ΄ φέρει την πιο πάνω χρονολογία. Ο ίδιος ο Πάπας είχε δείξει ενδιαφέρον για την αποκατάσταση της θυγατέρας της Ισαβέλλας, της μοναχοκόρης που απέκτησε με τον Γκυ. Το 1349 η Ισαβέλλα αναφέρεται σε μια άλλη επιστολή -και πάλι του Πάπα- ως ορφανή, γεγονός που μαρτυρεί ότι η Θεοδώρα είχε ήδη πεθάνει. Την ορφανή Ισαβέλλα, απόγονο των Lusignan και των Παλαιολόγων και σύζυγο του Μανουήλ Καντακουζηνού, με δικαιώματα στο στέμμα της Κύπρου και της Αρμενίας, ο Πάπας Κλήμης στην παραπάνω επιστολή του την εμπιστευόταν στον Ούγο Δ' Lusignan, βασιλιά τότε της Κύπρου και πρώτο εξάδελφο του πατέρα της.
Η Ισαβέλλα πρέπει να είχε γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη. Παιδί ακόμη, τη μνήστευσαν με τον Μανουήλ Καντακουζηνό, υιό του Ιωάννη Καντακουζηνού, αλλά το 1341 ο αρραβώνας αυτός διαλύθηκε. Ο Πάπας Κλήμης ο Στ', όπως ήδη αναφέραμε, ενδιαφερόταν να βρεθεί ένας άξιος σύζυγος για την Ισαβέλλα. Η Ισαβέλλα ήταν η μόνη κληρονόμος του παππού της Αμάλριχου, αυθέντη της Τύρου, και μετά τη δολοφονία του και την εξορία της οικογένειάς του στην Αρμενία, όπως προαναφέρθηκε, ό,τι κατείχε στην Κύπρο περιήλθε στην εξουσία του βασιλιά. Ο Πάπας ζητούσε από τον Ούγο Δ' Lusignan της Κύπρου να επιστρέψει στην νόμιμο κληρονόμο του Αμάλριχου ό,τι δικαιωματικά της ανήκε, ώστε η Ισαβέλλα να βρει ένα κατάλληλο σύζυγο.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι ουσιαστικά η κληρονομιά της Ισαβέλλας στην Κύπρο ήταν το χωριό Αραδίππου, κοντά στη Λάρνακα, με τα γύρω εξαρτώμενα χωριά και το ανάκτορο των Lusignan, που υπήρχε εκεί μέχρι το 1426, έτος κατά το οποίο εισέβαλαν στην Κύπρο οι Μαμελούκοι και προκάλεσαν πολλές καταστροφές. Όπως αναφέρει ο Λεόντιος Μαχαιράς: "[...] εφέραν τα μαντάτα του ρηγός το μεσημέριν, το πώς οι Σαρακηνοί εκάψαν τα Κελλιά και την Αραδίππουν και ούλον το απλίκιν το δεσποτικόν". Η ύπαρξη του ανακτόρου αυτού, κληρονομιά της Ισαβέλλας και αργότερα δεσπότισσας του Μιστρά, μαρτυρείται μέσα από επιστολές του ιδίου του Ούγου Γ' Lusignan της Κύπρου με χρονολογίες 1352, 1353 και 1354 και με τόπο αποστολής In Radippo Nicosiensis, όπου το τοπωνύμιο Αραδίππου αναφέρεται παρεφθαρμένο ως Radippo. Περιγραφή του ανακτόρου έχουμε και από τον καγκελάριο του μαρκησίου της Φερράρας Νικόλαο Γ' Έστε, ο οποίος το 1412 πορευόμενος στους Αγίους Τόπους φιλοξενήθηκε στο ωραίο ανάκτορο της Αραδίππου. Όπως μνημονεύει ο Luchino dal Campo, στο ανάκτορο της Αραδίππου προσφέρθηκε πλούσιο δείπνο στον μαρκήσιο και στη συνοδεία του, το οποίο ετοίμασε ο προσωπικός μάγειρας και τραπεζοκόμος της βασίλισσας Pietro da Sesino. Δεν γνωρίζουμε πότε ακριβώς εδόθη πίσω στην Ισαβέλλα το φέουδο της Αραδίππου, ιδιοκτησία του παππού της. Ίσως μόνο μετά τον γάμο της, το 1353, με τον παλιό αρραβωνιαστικό της, της παιδικής της ηλικίας Μανουήλ Καντακουζηνό, που έγινε εν τω μεταξύ δεσπότης του Μιστρά. Είναι τότε που η Ισαβέλλα έλαβε το όνομα Μαρία και εγκαταστάθηκε στον Μιστρά μαζί με τον σύζυγό της, δεσπότη από το 1348 μέχρι το 1380, και ασχολήθηκε με τον εξωραϊσμό και το γόητρο του δεσποτάτου, οικοδομώντας ανάκτορα και εκκλησίες, μεταξύ των οποίων και την Αγία Σοφία, στην οποία αργότερα ο σύζυγός της αλλά και η ίδια ενταφιάστηκαν.
Τα ονόματα της Ισαβέλλας στις πηγέςΗ σύζυγος του Μανουήλ έφερε αρκετά ονόματα. Έτσι στις δυτικές πηγές αναφέρεται ως Ισαβέλλα. Μια επιγραφή μάλιστα στον Μιστρά την αποκαλεί Zampea, υποκοριστικό μάλλον του Ισαβέλλα, όπως ονομαζόταν η γιαγιά της Isabelle αλλά και Ζambel. Επίσης το όνομά της απαντά και ως Zambel de Lesinao (Lusignan), αλλά και σε μια άλλη, μεταγενέστερη, πηγή στο Λογκανίκο, στη Λακωνία, αναφέρεται ως Μαρία, ενώ στις κυπριακές πηγές απαντά ως Μαργαρίτα. Σε μεταγενέστερο στάδιο της ζωής της ίσως προσχώρησε στο ορθόδοξο δόγμα και ξαναβαπτίσθηκε Μαρία. Φαίνεται τελικά ότι οι συμπάθειές της έκλιναν προς τους Λατίνους. Έτσι διατήρησε επαφή με τους Λατίνους συγγενείς της στη χριστιανική Ανατολή. Πιθανώς να οφειλόταν στην επιρροή της Ισαβέλλας το ότι ο Μανουήλ ως διοικητής της Ελληνικής Πελοποννήσου διατήρησε φιλικές σχέσεις με τους Λατίνους της Χερσονήσου.
Αργότερα, όταν μετά από κάποιο διακανονισμό ο αδελφός του Μανουήλ, Ματθαίος, ήταν συγκυβερνήτης μαζί του, φαίνεται ότι οι γυναίκες των δύο αδελφών φέρονταν εξίσου φιλικά η μια προς την άλλη. Η γυναίκα του Ματθαίου, η Ειρήνη Παλαιολογίνα, ήταν καλόκαρδη και σεμνή και η Ισαβέλλα Μαρία Μαργαρίτα Lusignan Καντακουζηνού ενεργούσε ως η πρώτη αρχόντισσα του θέματος.
Ο Λεόντιος Μαχαιράς άλλοτε την αναφέρει με το όνομα Μαρία και άλλοτε ως Μαργαρίτα, ενώ σε άλλο σημείο του Χρονικού του σημειώνει: "[...] η παρθένος Μαρία τε Λουζουνία κόρη του κυρού του Στύρου, ερμάσαν την με τον αφέντην τον Μανουήλ τον Καντακουζηνόν, τον δεσπότην του Μορέως, ο οποίος ήταν αδελφός του βασιλέως της Κωνσταντινούπολης". Τον τίτλο του αυθέντη της Τύρου έφερε και ο πατέρας της Ισαβέλλας, όπως και ο παππούς της, σφετεριστής του στέμματος της Κύπρου. Αντίθετα, στο χρονικό του Φραγκίσκου Amadi αναφέρεται ως Madama Margarita de Lusignan και στο χρονικό του Διομήδη Strambal(d)i ως signora Margarita Lusignan. Παρουσιάζει μάλιστα ενδιαφέρον ότι στο χρονικό Strambal(d)i o σύζυγός της Ισαβέλλας, Μανουήλ Καντακουζηνός, αναφέρεται ως αυτοκράτορας των Ελλήνων και της Αραδίππου!
Η Ισαβέλλα, Μαρία, Μαργαρίτα υπήρξε μεγάλη ταξιδιώτισσα. Επισκέφθηκε αρκετές φορές την Κύπρο και κατά τις επισκέψεις της διέμενε ασφαλώς στο ανάκτορο των Lusignan, στην Αραδίππου, εφόσον όπως αναφέραμε προηγουμένως θα έπρεπε ακόμη να υφίστατο αφού η καταστροφή του είχε συμβεί το 1426, δηλαδή μεταγενέστερα. Απολάμβανε επίσης η ίδια ως σύνταξη 4.000 βυζάντια ως μόνη κληρονόμος του παππού της. Το 1372, όταν ήταν στην Κύπρο, επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους και την ίδια ακριβώς εποχή είχε μεσολαβήσει για ένα συνοικέσιο μεταξύ του Πέτρου Β' και της Ειρήνης, θυγατέρας του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιωάννη Ε' ή Καλοϊωάννη, συνοικέσιο που τελικά απέτυχε. Μαρτυρείται επίσης ότι η Ισαβέλλα βρέθηκε εκ νέου στην Κύπρο το 1378. Επίσης, μετά τον θάνατο του συζύγου της, το 1380, επισκέπτεται και πάλι την Κύπρο το 1382 και την ίδια εποχή επισκέπτεται και τη Ρόδο.
Το φέουδο της Αραδίππου και ό,τι ανήκε στον Αμάλριχο Lusignan, αν και τα διεκδικούσε ήδη από τα έτη της βασιλείας του Ούγου Δ' ο πατέρας της Ισαβέλλας, ο Γκυ ή Κωνσταντίνος Β' Lusignan, για τον ίδιο και για τα αδέλφια του Βοημούνδο και Ιωάννη, πολύ αργότερα θα παραχωρηθούν στην Ισαβέλλα. Ο θείος της Ισαβέλλας, Βοημούνδος, μαρτυρείται ότι έφθασε έως την Avignon ζητώντας δικαιοσύνη από τον Πάπα.
Το 1368 ο Πέτρος ο Α', ή Μέγας ή Ανδρείος (Valente), επέστρεφε από το δεύτερο και, αλίμονο, μοιραίο ταξίδι του από την Ευρώπη στην Κύπρο και στάθμευσε στη Μεθώνη, για να συναντήσει την εξαδέλφη του Ισαβέλλα, δεσπότισσα του Μιστρά. Εκεί, μεταξύ των άλλων η Ισαβέλλα, επειδή δεν είχε κληρονόμους, συζήτησε με τον Πέτρο την πιθανότητα τέλεσης γάμου του Λέοντος Lusignan, εξαδέλφου της -πρόκειται για νόθο γιο του θείου της Ιωάννη-, με την Κατερίνα, θυγατέρα του αυθέντη της Αρκαδίας Κυρ- Μαύρου. Μετά τη δολοφονία του Πέτρου, τον Ιανουάριο του 1369, όλα ναυάγησαν. Όμως σε αυτή τη συνάντηση στη Μεθώνη φαίνεται πως τελικά ο Πέτρος παραχώρησε στην Ισαβέλλα ό,τι της ανήκε στην Κύπρο από τον παππού της. Τούτο συνάγεται από τα όσα εμπιστεύθηκε στον εξάδελφό της, ότι δηλαδή στην περίπτωση που θα έμενε χήρα σκόπευε να έλθει και να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της στη γη των πατέρων της...
Ο Λεόντιος Μαχαιράς μνημονεύει την άφιξη της Ισαβέλλας στην Κύπρο όταν έφθασε στο νησί για να παραστεί στη στέψη του Πέτρου Β'. Δυστυχώς άργησε λίγο... "Εις τούτον τον καιρόν έλαχεν η βασίλισσα εις την Κύπρον, διότι εκαλέσαν την εις το στέψιμον του ρηγός, η ποίγα ήτον η κυρά η Μαργαρίτα Λουζουνία, αγγόνισσα του Κυρού του Στύρου και αδελφή του ρε Λίουν (πρόκειται για λάθος του Μαχαιρά γιατί η Ισαβέλλα ήταν εξαδέλφη του Λέοντος και όχι αδελφή του) του αφέντη της Αρμενίας, η ποια ήτον γυναίκα του κυρού του Μανουήλ του Καντακουζηνού του βασιλέως του Μορέως και δεν έφτασεν εις το στέψιμον του ρηγός αμμέ απέσωσεν εις την Αμμόχωστον με έναν κάτεργον δικόν της και επροσδεκτήκαν την πολλά τιμημένα ως γοιόν συνγγενατρίαν του ρηγός διότι η Αρραδίππου και η περιοχή της και όλον το ψουμίν του κυρού του Στύρου εκατέβην εις αυτόν της, ότι ήταν παππούς της και εποίκαν της να έχη κάθα χρόνον δ΄ άσπρα της Κύπρου όπου εξάζαν δουκάτα χίλια". Κατά τον Dardel (p.105), η Ισαβέλλα έπρεπε να λαμβάνει ετησίως 10.000 βυζάντια "ex redditibus terrae Cipri".
Δεν γνωρίζουμε επακριβώς τη χρονολογία του θανάτου της Ισαβέλλας Μαρίας, χήρας ήδη από το 1380. Γνωρίζουμε, όμως, ότι ζούσε τουλάχιστον μέχρι το 1387. Ετάφη μαζί με τον σύζυγό της στην Αγία Σοφία του Μιστρά. Ένα επιστύλιο το οποίο βρίσκεται στο Μουσείο του Μιστρά παρουσιάζει το μονόγραμμά της στα ελληνικά και τον θυρεό της.
Eικόνα:Η Αγία Σοφία στον Μιστρά όπου ενταφιάστηκαν η Ισαβέλλα με τον σύζυγό της, δεσπότη του Μορέως, Μανουήλ Καντακουζηνό.
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.