Παράθυρο logo
Κατερίνα (Μέρος 3ο)
Δημοσιεύθηκε 21.11.2016
Κατερίνα (Μέρος 3ο)

Γράφει ο Σταυρίνος Κυριάκου


Έκατσεν στην όχθην του μικρού ποταμού. Τα πόθκια του γυμνά, βουττημένα ώς τον αστράγαλον στα κρύα νερά που ήταν γεμάτα με μικρές καραβίδες τζαι βρύα. Εσήκωσεν ελαφρά πάνω την πολύχρωμην φόρμαν του τζαι εφανέρωσεν δύο λεπτά σαν καλάμια γόνατα.


«Έν’ ωραία να νιώθεις το νερόν στις πατούσες σου, μετά που τόσες εβδομάδες περπάτημαν». Εσταύρωσεν τα δάκτυλα τζαι έκαμεν τες πατούσες του δύο καμπύλες. Τα μάτια του κλειστά τζαι κάτω που το αξύριστον πιγούνιν του εφανήκαν τα δόντια του. Έμεινεν κάπκοια δευτερόλεπτα έτσι, σάννα ευχαριστούσεν κάπκοιον για την τύχην που τον ήβρεν.
Εγώ, σαν την κολόναν της ηλεκτρικής, έμεινα να τον θωρώ. Ακίνητος με το στόμαν ανοιχτό, με τες λέξεις να έρκουνται ώς την γλώσσα μου, αλλά μετά να μετανώννουν τζαι να στρέφουνται πίσω. «Πώς… γιατί… πού… αφού… εν έζησεν κανένας… η αρρώστια…»«Ηρέμησε, φίλε μου», είπεν. «Καταλαβαίνω ότι έν’ δύσκολο να το πιστέψεις. Το πώς επιβίωσα έν’ μια άλλη ιστορία. Σημμασία έσιει ότι με εβοήθησες. Ότι εγλύτωσες με. Τζαι τωρά χρειάζεται να σε βοηθήσω τζαι εγώ.»
«Πώς;» είπα, χωρίς να είμαι σίουρος αν εννοώ «Πώς θκιάολον επιβίωσες» ή «Πώς θα με βοηθήσεις;»
Εσηκώθηκεν τζαι περπατώντας ανάποδα εφκήκεν έξω που τον ποταμόν. Άφηκεν την φόρμαν του να ππέσει τζαι να καλύψει τα πόθκια του. Έβαλεν τα κίτρινα του παπούτσια τζαι επερπάτησεν προς το μέρος μου. Τα μμάθθκια του άσπρα, με γκρίζες ανοικτές κόρες. Σαν τον τυφλόν. Σαν το λουλούδιν που δεν είδεν ποττέ του ήλιον. Γύρω του το δάσος. Τα πεύκα ψηλά τζαι πυκνά να σμίγουν με τα σγουρά φουντωτά του μαλλιά.
«Χριστέ μου...» είπα
«Πκοιος Χριστός;» απάντησε χαμογελώντας. «Πραγματικά πιστεύκεις ότι υπήρξε, ότι υπάρχει ακόμα τζαι τωρά Χριστός; Βλέποντας τι συμβαίνει γυρών σου, τον πλανήτην σε τούτην την κατάστασην; Αν υπήρχεν Χριστός θα άφηννεν να συμβεί τούτον το πράμαν;»
- «Εν ξέρω...» απάντησα. «Έν’ κάτι που εσκέφτηκα πολλές φορές. Αλλά δεν εκατέληξα σε απάντησην. Ίσως ο κόσμος να είσιεν ανάγκην τούτην την καταστροφήν. Να έπρεπεν ο πλανήτης να ξεκινήσει με κάπκοιον τρόπον που την αρχήν. Tabula rasa ή κάτι τέθκοιον».
- «Εν διαφωνώ. Αλλά πκοιος έν’ ο Χριστός να το αποφασίσει τούτον; Εξάλλου, γιατί να ζήσεις εσύ τζαι όχι κάπκοιος άλλος; Τι σε κάμνει εσέναν τόσον ξεχωριστόν;»
- «Ξέρω ’γω; Εν ξέρω.. Ίσως να έσιει κάπκοιον σχέδιον για μέναν τζαι για σέναν. Μπορεί να έν’ κάτι που εν μπορούμε να καταλάβουμεν ακόμα, που εννά φανεί με τον τζαιρόν».
- «Τζαι η γεναίκα σου; Γιατί άφηκεν την γεναίκαν σου να πεθάνει; Εν είσιεν σχέδιον για τζείνην;»
- «Πού ξέρεις για την γεναίκαν μου;» απάντησα τζαι τα πόθκια μου εκοπήκαν που τα γόνατα.