Λίγο πριν από το τέλος της οδού Αθηνών

ΠΑΡΑΘΥΡΟ Δημοσιεύθηκε 26.11.2018

Της Κατερίνας Μικελλίδου / katerina.mikellidou.10@ucl.ac.uk


Απ’ όλα τα μέρη του κόσμου που είχε δει στα ταξίδια του, τίποτα δεν του προκαλούσε τόσο δέος όσο εκείνα τα δύο τετραγωνικά μέτρα λίγο πριν από το τέλος της οδού Αθηνών. Γι’ αυτό και ζητούσε από τους οδηγούς των τουριστικών λεωφορείων να αμολήσουν εκεί ακριβώς τα μπουλούκια των τουριστών, για να ξεκινήσει η ξενάγηση. Με τους τουρίστες δεν κατέβαλλε την παραμικρή προσπάθεια να διαφημίσει το νησί. Αυτά τα δύο τετραγωνικά μέτρα έφταναν και περίσσευαν για όσους επιθυμούσαν να μάθουν για την ιστορία της Κύπρου. Πρώτα, τους έδειχνε προς την κατεύθυνση του κάστρου να δουν την ‘πόρνη της Μεσογείου’. Οι τουρίστες κοίταζαν ολοτρόγυρα. Το μόνο γύναιο που ήταν σταθερό σημείο αναφοράς στο τοπίο ήταν εκείνη η αλαφροΐσκιωτη, κακόφωνη Εγγλέζα που καθόταν ακουμπισμένη στο παραθαλάσσιο τείχος του κάστρου και ταλαιπωρούσε νύχτα μέρα μια ξεκούρδιστη κιθάρα και τα αφτιά των περαστικών. Όχι, να μην πάει ο νους τους εκεί. Για το κάστρο μιλούσε. Εκείνο το οικοδόμημα που βίασαν Λουζινιάνοι, Βυζαντινοί, Οθωμανοί και Άγγλοι, δίνοντας μάχη για το ποιος θα χαράξει τα πιο σπουδαία εμβλήματα, ποιος θα χτίσει τις πιο επιβλητικές αψίδες, ποιος θα εφοδιάσει με περισσότερα κανόνια τις τοιχισμένες πολεμίστρες. Κι έπειτα, λίγο πιο πίσω, άλλη μια μάχη. Ένα τζαμί, το Κεμπίρ-Μπουγιούκ, χτισμένο πάνω στα συντρίμμια του καθολικού ναού της Αγίας Αικατερίνης, να επισφραγίζει τη νίκη του Αλλάχ και να δηλώνει κατηγορηματικά την παρουσία του Ισλάμ στο νησί. Στο βάθος, πάλι, σαν μπάσο που δίνει ρυθμό στην παράσταση των πολιτισμικών μαχών, το καμπαναριό της πανάρχαιας εκκλησιάς που στέγασε τα λείψανα του φίλου του Χριστού. Τι ήθελαν, λοιπόν, εκδρομές και πανηγύρια και επισκέψεις σε πέτρες και μισογκρεμισμένες κολώνες; Εδώ ήταν, μπροστά στα μάτια τους, λίγο πριν από το τέλος της οδού Αθηνών, απλωμένο ολάκερο το παρελθόν αυτού του τόπου.

Ο γιος του τον μάλωνε συχνά πυκνά για τους τρόπους του. Λουκέτο θα έβαζε στο πρακτορείο έτσι όπως συμπεριφερόταν. Αν ζούσε ο θείος θα σκύλιαζε. Αίμα είχε φτύσει για να στήσει την επιχείρηση. Το μάλωμα τελείωνε εκεί. Κανείς δεν τολμούσε να τραβήξει το σχοινί μαζί του. Ήταν κοινό μυστικό της στενής οικογενείας πως ο Αγαμέμνων Γραμματικός έπασχε από χρόνια κατάθλιψη. Το σημείο ήταν μέρος ιερό. Για δυο λόγους το επισκεπτόταν. Είτε για να κάμει καμιά ξενάγηση σαν ορεγόταν να συναναστραφεί με κόσμο είτε για να απομονωθεί και να μιλήσει με τον εαυτό του. Και τα δύο συνέβαιναν μόνο σαν τον έπιαναν οι άγριες φάσεις της αρρώστιας. Γι’ αυτό και ο γιος του δεν τολμούσε να εναντιωθεί στην επιθυμία του να παίρνει εκεί τους τουρίστες.

Για την αιτία της αρρώστιας του, ο Αγαμέμνων δεν υπήρξε ποτέ βέβαιος. Η γυναίκα και ο γιος του, που νόμιζαν πως τα ήξεραν όλα, τα έριχναν στην ορφάνια. Πράγματι, από τότε που έχασε τους γονείς του, έξι χρονών παλληκαράκι, ένα τεράστιο κενό ήρθε και κάθισε μέσα του. Μολονότι μεγάλωσε χωρίς στερήσεις κοντά στον πλούσιο επιχειρηματία θείο με τα ξενοδοχεία και το τουριστικό πρακτορείο που λέγαμε, εκείνο το κενό δεν έκλεισε ποτέ. Μα ποτέ δεν πείστηκε πως αυτό ευθυνόταν εξ ολοκλήρου για την κατάθλιψη. Για έναν περίεργο λόγο, κάθε φορά που σκάλιζε τις αναμνήσεις του μπας και κατάφερνε να βρει κάποια άκρη με την αρρώστια, τα νήματα τον οδηγούσαν ξανά και ξανά, με ενοχλητική επιμονή, στο ίδιο γεγονός – μια κατασκήνωση που είχε πάει στα δεκαοχτώ του στον Άγιο Ανδρέα Αττικής. Εκεί, ανάμεσα στις πολλές γνωριμίες που είχε κάνει, ήταν κι αυτή με έναν Γάλλο ακτιβιστή που δήλωνε άθεος. Από εκείνη τη στιγμή, ο Αγαμέμνων άρχισε να αναθεωρεί και να προβληματίζεται. Μέσα στο ίδιο καλοκαίρι άλλαξε άρδην τα σχέδιά του. Προείχε να κανονίσει την κοσμοθεωρία του, να κατανοήσει τη θέση του στον κόσμο. Μέχρι τον Αύγουστο ανακοίνωσε στον θείο πως θα σπούδαζε θεολογία.

Ο Αγαμέμνων ποτέ δεν τελείωσε τις σπουδές του στη θεολογία. Στα μισά του δρόμου πήρε τις απαντήσεις που αναζητούσε. Είκοσι δύο χρονών και είχε πια καταλήξει στην αθεΐα. Ίσως τότε ήταν που αισθάνθηκε και τα πρώτα συμπτώματα. Όπου και να στρεφόταν δεν μπορούσε να δει κάποιο φως. Η καινούργια θεώρηση του κόσμου τον πίεζε σχεδόν αφόρητα, αφού του στερούσε και το πριν και το μετά. Οι γονείς του, έπρεπε τώρα να το παραδεχτεί, είχαν μετουσιωθεί οριστικά και αμετάκλητα σε άψυχη ύλη, το επέκεινα δεν υπήρχε ως ελπίδα στον ορίζοντα και ο ίδιος διέθετε μονάχα το παρόν για να κάνει ό,τι ήταν να κάνει. Άρα, ήταν ανάγκη αδήριτη να διαστείλει τον χρόνο και να μελετήσει τρόπους για να κερδίσει μια θέση στην αθανασία. Όχι με τη βοήθεια του Χριστού ή του Αλλάχ. Μα με το να γίνει κάποιος. Έτσι που μετά τον θάνατό του να συνεχίσει να υπάρχει, όχι ως άψυχη ύλη ώσπου να αποσυντεθεί ολοκληρωτικά από τους σκώληκες, αλλά ως θύμηση στο νου των επόμενων γενεών.

Χωρίς δεύτερη σκέψη, αιτήθηκε στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών της Βοστώνης. Επιστρέφοντας στην Κύπρο, θα αναλάμβανε κάποιο πολιτειακό αξίωμα και θα εξασφάλιζε στο όνομά του την αθανασία. Η φάρα των πολιτικών είχε αποδειχτεί εφτάψυχη στην Κύπρο. Κι είχε περίτρανες αποδείξεις πως στον τόπο αυτό δεν ήθελαν και πολύ να σε αποκαλέσουν ήρωα ή εθνικό ευεργέτη, να σε θάψουν δημοσία δαπάνη, να σου στήσουν και κάνα άγαλμα, ή να βαφτίσουν καμιά λεωφόρο με το όνομά σου. «Οδός Αγαμέμνονος Γραμματικού» ή «Αγαμεμνόνειον Μέγαρον» ή, ακόμα καλύτερα, «Εθνικός Αερολιμένας Αγαμέμνων Γραμματικός». Με τα περιουσιακά στοιχεία που του είχε κληροδοτήσει ο θείος του, ο Αγαμέμνων δεν δυσκολεύτηκε να δικτυωθεί μέσα στα κόμματα. Φυσικά κράτησε την αθεΐα και την κατάθλιψη εφτασφράγιστο μυστικό. Αλίμονο αν επιχειρούσε να συστηθεί μ’ αυτά τα κουσούρια στην Άρια φυλή των Ελλήνων Χριστιανών. Έτσι κι αλλιώς, τη θρησκεία τη σεβόταν – στολίδι για την πόλη του ήταν η εκκλησιά του Αγίου Λαζάρου. Τριάντα χρόνια μπαινόβγαινε σε βουλές, επιτροπές και συνδέσμους. Με τις επιχειρήσεις του μακαρίτη θείου δεν ασχολήθηκε ποτέ ουσιαστικά. Ανέθεσε τη διαχείρισή τους στη γυναίκα του και αργότερα στον γιο του. Μόνο από εσωτερική ανάγκη, σαν αισθανόταν καμιά φορά να γιγαντώνεται το κενό μέσα του ή να τον μαλώνει η συνείδησή του που κωλοσυρνόταν τόσο καιρό πίσω από ψηφοφόρους, ζητούσε να κάνει μια σύντομη ξενάγηση στους τουρίστες στο αγαπημένο σημείο.

Στα πενήντα πέντε του, είχε πλησιάσει πιο πολύ από ποτέ στο να πετύχει τον στόχο του: ήταν επιτέλους υποψήφιος δήμαρχος. Έβλεπε κιόλας τον παραλιακό να μετονομάζεται σε λεωφόρο Αγαμέμνονος. Μα και το «Αγαμεμνόνιες Φοινικούδες» ακουγόταν δίκαιος συμβιβασμός. Ωστόσο, λίγους μήνες αργότερα, ήρθε η απόλυτος ματαίωση. Παράτησε, λοιπόν, την πολιτική και πέρασε στο σχέδιο Β’. Είχε ήδη διανύσει περισσότερο από μισό αιώνα ζωής και, στην καλύτερη των περιπτώσεων, αν του το επέτρεπε η σκύλα η κατάθλιψη, του έμενε να ζήσει ακόμα καμιά σαρανταριά χρόνια. Κλείστηκε, λοιπόν, στην έπαυλη που του είχε κληροδοτήσει ο μακαρίτης θείος και το 'ριξε στη λογοτεχνία. Στην αρχή δυσκολευόταν να ξαναπιάσει το γράψιμο. Τόσα χρόνια μέσα στα κόμματα και την ξύλινη γλώσσα, αισθανόταν πως είχε χάσει τον κουλτουριάρη εαυτό του. Κι έτσι, βάλθηκε να επισκέπτεται συχνότερα το αγαπημένο σημείο. Κάποτε για να σκεφτεί, άλλοτε για να διαβάσει, σπανιότερα για να κάνει καμιά ξενάγηση. Μα προπάντων, για να μικρύνει λιγάκι το κενό, να θυμηθεί τις ρίζες, να επαναπροσδιοριστεί μέσα στην ιστορία. Σιγά-σιγά, άρχισε να γράφει. Στόχος του ήταν τώρα να καθιερωθεί στο λογοτεχνικό στερέωμα του νησιού. Ποιητής, μυθιστοριογράφος, διηγηματογράφος, θεατρικός συγγραφέας. Τα είχε δοκιμάσει όλα μέσα στα επόμενα δεκαπέντε χρόνια. Μα η πορεία του δεν ήταν περισσότερο επιτυχημένη από εκείνη στην πολιτική. Στις παρουσιάσεις των πονημάτων του, οι αίθουσες ήταν κατάμεστες από πολιτικούς και επιχειρηματίες. Ένα πνευματικά στείρο κοινό σαν οδυνηρή υπενθύμιση του περασμένου άσωτου βίου.

Στα εβδομήντα του είχε πια απελπιστεί. Το τέλος πλησίαζε και αυτός δεν ήταν ούτε πολιτικός ούτε λογοτέχνης ούτε τίποτε. Ήξερε πολύ καλά τι θα γινόταν. Σε λίγο θα πέθαινε, θα κηδευόταν πλουσιοπάροχα συνοδεία πολιτικών και επιχειρηματιών, οι εφημερίδες θα τον αποκαλούσαν «μεγαλοεπιχειρηματία», «πρώην πολιτικό», «σχεδόν λογοτέχνη» και ο ίδιος θα γινόταν σκέτη βορά για τους σκώληκες. Κι απάνω που η κατάθλιψη τον είχε σχεδόν φάει ζωντανό, έπεσε σαν μάννα εξ ουρανού η ανακοίνωση του γιου του. Σε πέντε μήνες θα του χάριζε εγγονό! Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε να πει πόσο γρήγορα κινήθηκαν τα κύτταρα του μυαλού του. Ζαλίστηκε σχεδόν. Ο μικρός Αγαμέμνων Γραμματικός ήταν η ελπίδα προσωποποιημένη. Για πρώτη φορά αισθάνθηκε πως ίσως και να μπορούσε να πεθάνει πια ήσυχος. Εκτός κι αν τον έβγαζαν «Παρασκευά», όπως ήταν ο συμπέθερος. Στη σκέψη αυτή του ήρθε αναγούλα. Ήταν, όμως, και η νέα τάση της μόδας ένας επιπρόσθετος παράγοντας ανησυχίας. Τι θα γινόταν αν η νύφη του, που πάντα ήθελε να είναι του συρμού, τον έβγαζε ‘«Ορέστη» ή «Αλέξανδρο»; Ή πάλι εκείνα τα γελοία τα διπλά –«Ορέστης-Αγαμέμνων»– που τα τρίβουν στη μούρη των παππούδων για να σκάσουν και έπειτα τα κουτσουρεύουν δήθεν για ευκολία, ώσπου να έρθει καπάκι η ένορκος δήλωση στα δεκαοχτώ για επίσημη συντόμευση του ονόματος-τρένου; Κι αν έχουν ταμένο το μωρό σε κάνα Άγιο Ραφαήλ ή Αμβρόσιο ή κάποιον άλλον τελοσπάντων με εύηχο όνομα και τους δημιουργείται έτσι ισχυρή δέσμευση να παρεκκλίνουν από την παράδοση;

Το μυστήριο της βάφτισης είχε τελειώσει. Ο ιερέας είχε ήδη συλλαβίσει το όνομα του δούλου του Θεού. Με τρεμάμενα πόδια ο Αγαμέμνων Γραμματικός βγήκε από την εκκλησία του Αγίου Λαζάρου. Κοντοστάθηκε κάτω από την καμάρα που έβλεπε προς την πλατεία, έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα λες και του τελείωνε το οξυγόνο. Σαν από ένστικτο κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα. Έφτασε στο αγαπημένο σημείο και ακούμπησε με κόπο τα ξύλινα κάγκελα της αποβάθρας για να μην καταρρεύσει. Έπειτα, γύρισε πλάτη στη θάλασσα και κοίταξε τριγύρω. Ξαφνικά, καταλάβαινε τον λόγο που τόσο αγαπούσε τα δύο αυτά τετραγωνικά μέτρα. Όλα αυτά που μπορούσε να δει από 'δω ήταν ζωντανές αποδείξεις ανθρώπων και θεών που κατάφεραν αυτό που ο ίδιος χρόνια αναζητούσε – μια θέση στην αθανασία. Η φράγκικη οικογένεια Ντε Ντόρες με το οικόσημό της να εκτίθεται στο κάστρο, ο Μπεκίρ Πασάς με το όνομά του να αναγράφεται σε επιγραφή έξω από το τζαμί, ο Λάζαρος με μια ολάκερη εκκλησιά χτισμένη για χάρη του… Το κάστρο, το τζαμί και η εκκλησιά τον κοιτούσαν σήμερα περιπαιχτικά. Στη μάχη αυτή, ο ίδιος είχε συντριβεί. Ήταν ένα τίποτε μέσα στην ιστορία. Ο θάνατος πλησίαζε. Οι σκώληκες επίσης… Μια πράξη του απέμενε, σαν χρέος και σαν τιμή στον εαυτό του. Μπήκε τρεκλίζοντας στο περίπτερο απέναντι από το αγαπημένο σημείο. Αγόρασε ένα σπρέι. Ψέκασε πρώτα την εκκλησιά, μετά το τζαμί και τέλος το κάστρο. Κεφαλαία, ζαλισμένα, μα ξεκάθαρα. ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ. Σαν τελείωσε, πήγε και κάθισε δίπλα στην κακόφωνη Εγγλέζα στο παραθαλάσσιο τείχος του κάστρου, εκεί, στο τέλος τέλος της οδού Αθηνών, μέχρι να έρθουν να τον συλλάβουν.

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;