Αβελάρδος και Ελοΐζα

Μαρία Χαμάλη Δημοσιεύθηκε 24.2.2020

Συγγραφέας: Γιάννης Καλαβριανός

Σκηνοθέτης: Κώστας Σιλβέστρος
Παραγωγή: ΕΘΑΛ

Στο Pere-Lachaise, το μεγαλύτερο κοιμητήριο της πόλης του Παρισιού, ανάμεσα στους τάφους του Μολιέρου, του Προυστ, του Ουάιλντ, του Ελιάρ, του Μοντιλιάνι, της Μαρίας Κάλλας, της Εντίθ Πιάφ, του Τζιμ Μόρισον και δεκάδων άλλων συγγραφέων, ζωγράφων, καλλιτεχνών, πολιτικών και φιλοσόφων, υπάρχει ένας τάφος που συνήθως κατακλύζεται από λουλούδια, σημειώματα και άλλα αφιερώματα από ερωτευμένα ζευγάρια: είναι ο κοινός τάφος του Πέτρου Αβελάρδου και της Ελοΐζας Φιλμπέρ. Εκείνος, ένας από τους διασημότερους θεολόγους, φιλοσόφους και στοχαστές του Μεσαίωνα. Εκείνη, ορφανή και μεγαλωμένη από τον θείο της, εκκλησιαστικό αξιωματούχο και εφημέριο του Παρισιού, αν και 16 μόλις ετών, είναι ευφυής και φιλόδοξη και ένα από τα πιο μορφωμένα κορίτσια του Παρισιού. Γίνεται ο προσωπικός της δάσκαλος και ο έρωτάς τους, παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας τους, θα είναι ασυγκράτητος και παράφορος. Από αυτό τον έρωτα θα προκύψει ένας γιος και ένας μυστικός γάμος που η Ελοΐζα αναγκάζεται να αποδεχτεί. Θα προκύψει, επίσης, και μια αδυσώπητη κοινωνική κατακραυγή η οποία θα οδηγήσει στον ευνουχισμό του Αβελάρδου, και στον δικό του ηθελημένο και τον δικό της εξαναγκαστικό εγκλεισμό σε διαφορετικά μοναστήρια. Εκείνη, φαινομενικά υπόδειγμα μοναστικού βίου, μέσα της δεν θα αποδεχτεί ποτέ να αντικαταστήσει τον Αβελάρδο με τον Θεό. Εκείνος, καθηλωμένος στο σωματικό του τραύμα που του στερεί κάθε ιδιότητα, θα ζήσει το υπόλοιπο του βίου του αφοσιωμένος στον Θεό και το συγγραφικό του έργο. Θα συναντηθούν για πρώτη και τελευταία φορά μετά από δώδεκα χρόνια και μέχρι το τέλος της ζωής τους θα επικοινωνούν με επιστολές. Εκείνος θα φύγει πρώτος, το 1142, ενώ εκείνη θα τον ακολουθήσει 20 χρόνια αργότερα. Η επιθυμία της να ενταφιαστούν μαζί θα εισακουστεί 700 περίπου χρόνια μετά τον θάνατό της.

Η ιστορία του Αβελάρδου και της Ελοΐζας, των εραστών που γεννήθηκαν "πολύ νωρίς ή πολύ αργά", η οποία αποτυπώνεται σε ποιήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, ταινίες και τραγούδια, οδήγησε και τον συγγραφέα και σκηνοθέτη Γιάννη Καλαβριανό στο ομώνυμο θεατρικό του έργο το οποίο πρωτοπαρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2014, ενώ μια επεξεργασμένη εκδοχή του παρουσιάστηκε την ίδια χρονιά στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Σε αυτή τη δεύτερη εκδοχή, ο συγγραφέας, μέσα σε 31 σκηνές, πλάθει ξανά την ιστορία των δύο εραστών δημιουργώντας ένα σύνθετο, αφηγηματικά, οικοδόμημα, το οποίο στην ουσία, γραμμένο από έναν σκηνοθέτη, καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και το στήσιμό του στη σκηνή.

Τα πρόσωπα του έργου είναι δύο γυναίκες και ένας άνδρας οι οποίοι αντί για ονόματα φέρουν έναν αριθμό: η 1, ο 2 και η 3. Οι τρεις ανώνυμοι, σύγχρονοι χαρακτήρες του έργου καλούνται να μας "πουν" την ιστορία μέσα από τη διαρκή εναλλαγή αφήγησης και αναπαράστασης και να ενσαρκώσουν όχι μόνο την Ελοΐζα και τον Αβελάρδο, αλλά και όλα τα πρόσωπα της ιστορίας και, σύμφωνα με τον συγγραφέα, "τις φωνές, τις δράσεις, τις αντιδράσεις, τις σκέψεις, ακόμη και τα συναισθήματα ή τις ατμόσφαιρες". Οι πολλαπλασιασμένες αυτές φωνές, χωρίς να ακολουθούν μια αυστηρά ρεαλιστική γραμμή, κατορθώνουν πότε με την αφήγηση, πότε με την περιγραφή, πότε με τον πλάγιο λόγο και πότε με τον διάλογο να δημιουργήσουν στη φαντασία του θεατή όλους τους χώρους που έζησαν και ερωτεύθηκαν οι δύο εραστές, αλλά και όλα τα αισθήματα που βίωσαν μέχρι το τέλος της ζωής τους. Αν και η αφηγηματική του δομή δημιουργεί επαναλήψεις και ιδιαίτερα προς το τέλος όπου η αφήγηση υπερισχύει και το έργο δείχνει να χάνει, κάπως, τη σκηνική του οικονομία, εν τέλει το κείμενο του Γιάννη Καλαβριανού κατορθώνει να ισορροπήσει ανάμεσα στην ερωτική ιστορία και τα θεοκρατικά και φιλοσοφικά θέματα που την περιβάλλουν, αναδεικνύοντας, παρά το συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο, μια ιστορία διαχρονική και δύο βασικούς ήρωες που σκέφτονται και βιώνουν τον έρωτα με έναν, σχεδόν, σύγχρονο τρόπο.

Ο Κώστας Σιλβέστρος, γνωρίζοντας καλά τον τρόπο σκέψης και εργασίας του συγγραφέα / σκηνοθέτη Γιάννη Καλαβριανού, αναδεικνύει τις εσωτερικές δυναμικές του έργου και δημιουργεί μια παράσταση λιτή, με αίσθηση του μέτρου, αποφεύγοντας την παγίδα που ενυπάρχει σε κάθε ερωτική ιστορία: το μελόδραμα. Αν και το κείμενο δεν αφήνει και πολλά περιθώρια και ευελιξία για άλλες σκηνοθετικές προσεγγίσεις πέρα από αυτές που η ίδια η δομή του (ακόμη και το εναρκτήριο και καταληκτικό "Tous les garcons et les filles" της Francoise Hardy καθορίζεται από τον συγγραφέα) επιβάλλει, η σκηνοθετική ευαισθησία του Κώστα Σιλβέστρου δίνει μια παράσταση που αφουγκράζεται τόσο το κείμενο όσο και την ιστορία των δύο εραστών, δίνοντάς τους σάρκα και οστά μέσα από τις προσεκτικά δομημένες ισορροπίες εναλλαγής αφήγησης και αναπαράστασης. Χωρίς να επενδύει στη σωματοποίηση του πάθους (τι υπέροχη η σκηνή της πρώτης ερωτικής επαφής τους παρά το ότι δεν υπάρχει καμία σωματική επαφή των ηθοποιών), κατορθώνει να αναδείξει το συναισθηματικό φορτίο, τον σωματικό και πνευματικό πόθο των δύο ηρώων και να οδηγήσει την παράσταση στις απαραίτητες εντάσεις και κορυφώσεις.
Η παράσταση δεν θα είχε το συγκεκριμένο αποτέλεσμα χωρίς την ατμοσφαιρική, υποβλητική και ταυτόχρονα συγκινησιακή μουσική της Αντρούλας Καφά

Η σοφή επιλογή όλων ανεξαιρέτως των συντελεστών της παράστασης οδήγησε σε ένα εναρμονισμένο και ομοιογενές, αισθητικά, αποτέλεσμα. Η λιτότητα της παράστασης καθορίζεται πρωτίστως από το άχρονο, απλό, αλλά πολύ λειτουργικό σκηνικό της Μαρίνας Χατζηλουκά (έξοχα προσαρμοσμένο στο Θέατρο Δέντρο), το οποίο κουβαλά ταυτόχρονα και τους συμβολισμούς του έργου: δύο σκάλες η μία απέναντι στην άλλη για να κρατούν σε απόσταση τους εραστές, πίσω μια καμπάνα για να σημάνει πένθιμα τον θάνατο του Αβελάρδου και στη μέση ένα καθολικό μνημείο τάφου που παραπέμπει, ίσως, στον κοινό τους τάφο στο Pere-Lachaise. Σε αυτή την άχρονη αλλά συμβολική αισθητική κινούνται και τα κοστούμια, μοιράζοντας στους ήρωες τα ίδια χρώματα σε διαφορετικές δοσολογίες, παραπέμποντας ίσως στον τρόπο που μοιράζονται ή επωμίζονται τους ρόλους. Το σκηνικό μεταμορφώνεται σε χώρους και ατμόσφαιρες μέσα από τους εύστοχους και υποβλητικούς φωτισμούς του Βασίλη Πετεινάρη, μέσα από τους οποίους από τη μια σηματοδοτείται η μετάβαση από την αφήγηση στη δράση, ενώ από την άλλη υπογραμμίζεται και αναδεικνύεται η συναισθηματική φόρτιση και κορύφωση των ηρώων.

Το μεγαλύτερο φορτίο της παράστασης το επωμίζονται βέβαια οι τρεις ηθοποιοί, οι οποίοι καλούνται να γίνουν "μαθητές, δάσκαλοι, φίλοι, επίσκοποι, καλόγριες, έμποροι, τα λόγια που δεν ειπώθηκαν και τα χάδια που δεν ήρθαν". Η Βασιλική Κυπραίου (η 1), ο Θανάσης Γεωργίου (ο 2) και η Αντωνία Χαραλάμπους (η 3) επιδίδονται, με ακριβή συγχρονισμό λόγου και κίνησης και πολύ καλά δουλεμένο σκηνικό δέσιμο, σε μια ταχύτατη σκυταλοδρομία αφήγησης και αναπαράστασης που απαιτεί σε ελάχιστο χρόνο να μπαίνουν από τη μια συνθήκη στην άλλη, να αλλάζουν διαρκώς ύφος και εκφορά λόγου και να φορτίζονται και να αποφορτίζονται συναισθηματικά. Αυτές οι συνθήκες στις οποίες καλούνται να λειτουργήσουν τους οδηγούν εύστοχα σε μια αποστασιοποιημένη από τον ρεαλισμό υποκριτική ερμηνεία, η οποία τους επιτρέπει να δουν τους δύο ήρωες μέσα από μια ασφαλή απόσταση, κρατώντας τους έτσι μακριά από μελοδραματικές εξάρσεις. Έτσι, ο Αβελάρδος του Θανάση Γεωργίου υιοθετεί έναν καθημερινό λόγο απαλλαγμένο από στόμφο και συναισθηματισμό, ο οποίος γίνεται σταδιακά υποτονικός, αντανακλώντας με αυτό τον τρόπο τις επιπτώσεις του ευνουχισμού στον ψυχισμό του ήρωα, αλλά και την κυριαρχία της δύναμης του μυαλού και της λογικής. Η Βασιλική Κυπραίου κινείται με ευελιξία μέσα και έξω από όλους τους ρόλους: γίνεται εφημέριος, μαθητής, μοναχός, η φωνή του Αβελάρδου, η συνείδηση της Ελοΐζας. Αν και το αδιαφοροποίητα θλιμμένο ύφος της τη φέρνει πιο κοντά στην Ελοΐζα της ασκητικής περιόδου, ωστόσο κατορθώνει να αναδείξει όλους τους υπόλοιπους ρόλους ισορροπώντας με ακρίβεια ανάμεσα στην αφήγηση και την αναπαράσταση. Η Αντωνία Χαραλάμπους, αν και ευέλικτη σε όλους του υπόλοιπους χαρακτήρες που καλείται να υποδυθεί, αναδεικνύεται κυρίως ως η τραγική φιγούρα της Ελοΐζας, δίνοντας με την ερμηνεία της θραύσματα της ηρωίδας από την περίοδο της εφηβείας μέχρι και τον θάνατό της. Με πλήρη έλεγχο του σώματος και των εκφράσεών της και μέσα από έναν διαρκή κλαυσίγελο που από τη μια συγκινεί τον θεατή και από την άλλη τον παρηγορεί, πλάθει μια ηρωίδα με βάθος και συναισθηματικές διακυμάνσεις: παιδικότητα, νεανική αφέλεια, πάθος, πόθο, ερωτισμό, θυμό, οδύνη, απελπισία και αποδοχή.

Δίπλα στους τρεις ηθοποιούς, η παράσταση δεν θα είχε το συγκεκριμένο αποτέλεσμα χωρίς την ατμοσφαιρική, υποβλητική και ταυτόχρονα συγκινησιακή μουσική της Αντρούλας Καφά. Παραπέμποντας σε μεσαιωνικούς εκκλησιαστικούς ύμνους με πένθιμα και οπερατικά στοιχεία, η μουσική της, χωρίς να επιβάλλεται στη δράση, έχει ακριβώς την ίδια λειτουργία με τη φυσική της παρουσία: "κρυφά" πρωταγωνιστική.

Ο Κώστας Σιλβέστρος και η ομάδα του, βρίσκοντας γόνιμο και δεκτικό έδαφος στη στέγη της ΕΘΑΛ, δημιουργούν μια παράσταση τρυφερή και συγκινητική για να μιλήσουν για έναν, αλλά και για τόσους άλλους ανεκπλήρωτους έρωτες. Και παρά τον πόνο που φέρνει μαζί του ένας τέτοιος έρωτας, εγκαταλείποντας τη σκηνή μας "εύχονται να μας αγαπήσουν μέχρι τρέλας".

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ
Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Σιωπηλές κλήσεις

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;

Για τι μιλάμε όταν μιλάμε για τη γλώσσα;