Συγγραφέας: Άλαν Μπένετ
Σκηνοθεσία: Ανδρέας Αραούζος, Παναγιώτης Λάρκου, Αλεξία Παπαλαζάρου
Παραγωγή: ΕΘΑΛ
Τι κοινό μπορεί να έχουν ένας υποχόνδριος, ψυχαναγκαστικός, καταπιεσμένος σεξουαλικά και προσκολλημένος στη μητέρα του μεσήλικας, μία σύζυγος πάστορα που βρίσκει καταφύγιο από τον ανούσιο γάμο της στο αλκοόλ και τις σεξουαλικές συνευρέσεις με ένα νεαρό Ινδό μπακάλη και μια μεσήλικη γεροντοκόρη που δίνει ουσία στη μοναχική ζωή της, κατασκοπεύοντας τους γείτονές της και αλληλογραφώντας με στις Αρχές;
Πρόκειται για τους τρεις, από μια σειρά μονολόγων του δημοφιλή Άγγλου σεναριογράφου και θεατρικού συγγραφέα Άλαν Μπένετ, οι οποίοι παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά το 1988 από το τηλεοπτικό δίκτυο BBC με τίτλο
Talking Heads. Η μεγάλη επιτυχία που είχαν αυτά τα τηλεοπτικά «ομιλούντα κεφάλια» σύντομα οδήγησε στην προσαρμογή τους στο ραδιόφωνο και βέβαια, τη θεατρική σκηνή. Πρόκειται για σπονδυλωτές ιστορίες ανθρώπων καθημερινών, ιστορίες «ασήμαντες» στις οποίες κανείς δεν δίνει προσοχή, αλλά οι οποίες υπάρχουν πίσω από τις κλειστές πόρτες δίπλα μας, ίσως και μέσα στο ίδιο μας το σπίτι. Σε αυτούς τους «μικρούς» ανθρώπους, τους ψυχικά και κοινωνικά απομονωμένους, ο Μπένετ δίνει φωνή και τους αφήνει για πρώτη φορά να αφηγηθούν την ιστορία τους. Μέσα από αυτές τις φαινομενικά ασύνδετες ιστορίες, απαλλαγμένες από κάθε ίχνος μελοδραματισμού και δοσμένες με καυστικό αγγλικό χιούμορ και ειρωνεία, ο συγγραφέας δημιουργεί ένα ενιαίο κοινωνικό μωσαϊκό, έναν καθρέφτη της σύγχρονης κοινωνίας, θίγοντας θέματα μοναξιάς, ανολοκλήρωτων επιθυμιών, προσωπικών προσκολλήσεων και αγκυλώσεων, συμβιβασμών, στερεοτύπων, θρησκευτικής «πίστης» και κοινωνικής υποκρισίας.
Η πάντα δραστήρια ΕΘΑΛ, μετά από την παράσταση του έργου
Εμείς/Αυτοί της Carly Wijs, με την ευρηματική σκηνοθεσία της Μαρίνας Βρόντη και τις εξαιρετικές ερμηνείες της Ανθής Κάσινου και του Ανδρέα Δανιήλ, προχωρά σε μια πρωτότυπη σύγκλιση δυνάμεων, αναθέτοντας του τρεις μονολόγους του Άλαν Μπένετ σε τρεις διαφορετικούς σκηνοθέτες, καλώντας τους από τη μια, να αφήσουν το προσωπικό τους στίγμα στον κάθε μονόλογο και από την άλλη, να συνδημιουργήσουν μια ενιαία παράσταση. Εγχείρημα τολμηρό και δελεαστικό ταυτόχρονα, καθώς τα λιτά, σε ό,τι αφορά το σκηνικό τους φορτίο, μονόπρακτα του Μπένετ αποτελούν μια εξαιρετική ευκαιρία για σκηνοθέτες (και ηθοποιούς) να αναδείξουν μια καθαρά προσωπική δημιουργία.
Τον πρώτο μονόλογο με τίτλο «Πατατάκι μέσα στη ζάχαρη» σκηνοθετεί ο Ανδρέας Αραούζος, ενώ τον ρόλο του ψυχαναγκαστικού Γκράχαμ αναλαμβάνει ο Φώτης Αποστολίδης. Ο εξοικειωμένος με την αγγλική δραματουργία και το φλεγματικό της χιούμορ Ανδρέας Αραούζος ακολουθεί πιστά το κείμενο και τις οδηγίες του συγγραφέα και αναδεικνύει τις λεπτές αποχρώσεις και διακυμάνσεις, οι οποίες χτίζουν σταδιακά την ψυχοσύνθεση του Γκράχαμ και την ευνουχιστική σχέση με τη μητέρα του. Η μεταφορά του μονολόγου από την τηλεόραση στη σκηνή, αναγκάζει τον σκηνοθέτη να μεγαλώσει το πλάνο του: τα γκρο πλαν στο κεφάλι ανοίγουν για να χωρέσουν το σώμα που βρίσκεται πια ολόκληρο στο οπτικό πεδίο του θεατή. Έτσι, ο σκηνοθέτης αφήνει το σώμα να κινηθεί και να δράσει μέσα στον χώρο, αλλάζοντας διαρκώς την οπτική της αφήγησης και την οπτική μέσα από την οποία αλληλεπιδρά με το κοινό. Ο Φώτης Αποστολίδης αναλαμβάνει τον δυσκολότερο, ίσως, ερμηνευτικά, ρόλο από τους τρεις, καθώς καλείται να υποδυθεί στην ουσία τόσο τον Γκράχαμ, όσο και τη μητέρα του. Η γρήγορη και διαρκής εναλλαγή ύφους και φωνής γίνεται με ακρίβεια, ενώ η ερμηνεία του διαγράφει εύστοχα τις λεπτές αποχρώσεις των δύο βασικών χαρακτήρων, αν και η σταθερά χαμηλή τονικότητα που κρατά καθ’ όλη τη διάρκεια του μονολόγου αφήνει στον θεατή πιο πολύ το αίσθημα της θλίψης και της μελαγχολίας που κουβαλά αυτή η ιστορία, παρά του χιούμορ και της ειρωνείας.
Ο Παναγιώτης Λάρκου σκηνοθετεί την Πέννυ Φοινίρη στον ρόλο της καταπιεσμένης πρεσβυτέρας, που ψάχνει απεγνωσμένα διέξοδο από τον γάμο και τους επιβεβλημένους κοινωνικούς ρόλους, στον μονόλογο «Κρεβάτι ανάμεσα στις φακές». Σκηνοθέτης με ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ και του κωμικού στοιχείου, το οποίο συχνά αναδεικνύει μέσα από ευρηματικές σκηνοθεσίες, ο Παναγιώτης Λάρκου αφήνει στον μονόλογο έκδηλη την προσωπική του αισθητική. Κόβει ατάκες από το κείμενο, αφαιρεί τις δράσεις και μετακινήσεις που ζητά ο συγγραφέας και επιλέγει να κινηθεί στην κατεύθυνση μιας «τηλεοπτικής» σκηνοθεσίας, περιορίζοντας την ηθοποιό σε μια καρέκλα, έξω από το υπόλοιπο σκηνικό. Δουλεύοντας μόνο με τις κινήσεις (κυρίως των χεριών) και τις εκφράσεις του προσώπου της ηθοποιού, επιλέγει μια ερμηνεία με έντονη σωματικότητα, γκριμάτσες, μορφασμούς και εναλλαγές στον τόνο της φωνής, η οποία κινείται ανάμεσα στη ρεαλιστική απόδοση και την υπερβολή της καρικατούρας. Η Πέννυ Φοινίρη, καθηλωμένη σε μια καρέκλα, εκφέρει έναν μονόλογο σύνθετο λεκτικά και πολυεπίπεδο νοηματικά, με έντονες δόσεις σαρκασμού, αυτοσαρκασμού και κοινωνικής κριτικής και κατορθώνει με ακρίβεια να χτίσει την εικόνα μιας γυναίκας αλκοολικής, η οποία κινείται ανάμεσα στη νευρική κρίση και την απελπισία. Έχω, ωστόσο, την αίσθηση, ότι υπάρχουν στιγμές που η έλλειψη οικονομίας στα εκφραστικά μέσα, η οποία εκδηλώνεται με έντονη σωματικότητα και φαρσική κίνηση, υπονομεύουν το ίδιο το χιούμορ του κειμένου, το οποίο προκύπτει ακριβώς μέσα από τη σοβαρότητα και την αυτοκυριαρχία με τις οποίες η ηρωίδα αφηγείται την ιστορία της. Αυτό, ίσως, να εξηγεί και την κάπως συγκρατημένη ανταπόκριση του κοινού στον πιο καυστικό, από τους τρεις, μονόλογο.
Η Αλεξία Παπαλαζάρου σκηνοθετεί την Πόπη Αβραάμ στον μονόλογο «Μια κυρία των γραμμάτων» και συνδημιουργούν επί σκηνής τη μεσήλικη Αϊρήν, η οποία για να γεμίσει τη μοναχική ζωή της κατασκοπεύει τους πάντες γύρω της, ενώ αναλαμβάνει να διορθώσει όλα τα «κακώς κείμενα», αλληλογραφώντας ασταμάτητα με Αρχές, υπηρεσίες, δήμους, ακόμη και το ίδιο το παλάτι του Μπάκιγκχαμ. Η Αλεξία Παπαλαζάρου, δοκιμασμένη περισσότερο στο δραματικό είδος, οδηγεί την Πόπη Αβραάμ σε μια, κατά κάποιο τρόπο, αντιφατική ερμηνεία. Αρχικά, χτίζει με απόλυτη ευστοχία την περσόνα της τυπικής κουτσομπόλας γεροντοκόρης, ενώ μακριά από συναισθηματισμούς και με ισορροπημένη σοβαροφάνεια αφήνει να περάσουν στην πλατεία τα υπονοούμενα και η σάτιρα του συγγραφέα, αποσπώντας έτσι και την αυθόρμητη αντίδραση του κοινού. Στη συνέχεια, ωστόσο, όταν πια η ηρωίδα βρίσκεται στη φυλακή λόγω της ασταμάτητης «συγγραφικής» της δράσης που δημιουργεί προβλήματα στη γειτονιά, η ηθοποιός μεταβαίνει από τη σχηματική και αποστασιοποιημένη υποκριτική γραμμή σε έναν ρεαλισμό με υπερβάλλοντα συναισθηματισμό, ο οποίος μεταμορφώνει την καυστική και σχεδόν αμείλικτη γυναίκα σε μια συνεσταλμένη, ντροπαλή, τρισευτυχισμένη νεαρή, που βρίσκει για πρώτη φορά νόημα στη ζωή της πίσω από τα κάγκελα της φυλακής. Η κατεύθυνση αυτή αναγκάζει την Πόπη Αβραάμ σε μια ερμηνεία φορτωμένη κινητικά και συγκινησιακά, η οποία αποδυναμώνει τον καυστικό αλλά πάντα λιτό λόγο του συγγραφέα.
Παρά τις όποιες επί μέρους αντιρρήσεις, γεγονός παραμένει ότι οι τρεις σκηνοθέτες, ενώ μένουν πιστοί στην προσωπική τους σκηνοθετική ανάγνωση του κάθε μονολόγου, κατορθώνουν ταυτόχρονα να δημιουργήσουν μια ενιαία και αδιάσπαστη παράσταση με αισθητική ομοιογένεια. Η παράσταση στο σύνολό της κινείται σε τόνους λιτούς χωρίς ιδιαίτερες υπερβολές, ενώ κατορθώνει να δημιουργήσει τις συγκλίσεις και την εσωτερική επικοινωνία ανάμεσα στους μοναχικούς ήρωες του Μπένετ. Η επικοινωνία αυτή επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό μέσα από το καθαρό, αποχρωματισμένο και λαβυρινθώδες σκηνικό της Έλενας Κοτασβήλι και του Αλέξη Βαγιανού το οποίο, παρά το γεγονός ότι κάποιες στιγμές μειώνει την ένταση του λόγου των ηθοποιών, μέσα από τις διαφάνειες και τις αντανακλάσεις οι οποίες αφήνουν ένα καθαρό οπτικό πεδίο στον θεατή, κατορθώνει εύστοχα και πρακτικά να μεταμορφωθεί στον προσωπικό, εσωτερικό και εξωτερικό, χώρο του κάθε χαρακτήρα. Χωρίς να παραπέμπει σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, το σκηνικό, φιλοξενώντας ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα, αφήνει ελεύθερη τη φαντασία του θεατή να δημιουργήσει το περιβάλλον των τριών ηρώων, δίνοντας ταυτόχρονα και την αίσθηση ότι θα μπορούσαν να είναι κάτοικοι της ίδιας γειτονιάς. Κοινή γραμμή πλεύσης ακολουθήθηκε και μέσα από τις μουσικές συνθέσεις και επιλογές της Χριστίνας Γεωργίου, αλλά και μέσα από τους φωτισμούς του Βασίλη Πετεινάρη, στοιχεία τα οποία τόνισαν όχι μόνο τις εναλλαγές ανάμεσα στους τρεις μονολόγους, αλλά και τις παύσεις, τις σιωπές και τα κρυμμένα νοήματα του κειμένου. Αν και προσδίδουν έναν μάλλον μελαγχολικό τόνο και αργό ρυθμό στην όλη παράσταση, ωστόσο υπηρετούν και τον βασικό στόχο των τριών σκηνοθετών να αναδείξουν την τραγικότητα που κρύβεται πίσω από αυτές τις φαινομενικά αστείες ιστορίες «ασήμαντων» χαρακτήρων, οι οποίοι μπορεί να μην βρίσκουν λύσεις μέσα από τις κοινωνικές διεξόδους που ακολουθούν (ψυχοθεραπεία, Ανώνυμοι Αλκοολικοί, φυλακή), ωστόσο οδηγούνται σε ένα είδος κάθαρσης μέσα από την αυτογνωσία και την αποδοχή, στην οποία τους οδηγεί η αφήγηση της ιστορίας. Οι τρεις σκηνοθέτες, «αναγκάζοντας» τον θεατή να γίνει κοινωνός αυτής της αφήγησης, να ακούσει την ιστορία και να αφουγκραστεί, πίσω από τα λόγια, την απελπισία αυτών των ανθρώπων, κατορθώνουν εν τέλει να βρουν με ισορροπία τις υπόγειες διαδρομές που συνδέουν τα τρία έργα και να τις οδηγήσουν με ευκρίνεια και ευαισθησία μέχρι την πλατεία.
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.