Περί θεάτρου και διαφορετικότητας: «Λούλλες 2»

ΜΑΡΙΑ ΧΑΜΑΛΗ Δημοσιεύθηκε 30.10.2023
Το φθινόπωρο είναι συνήθως η εποχή που ο χώρος του πολιτισμού παρουσιάζει μια υποσχόμενη (υπερ)δραστηριότητα

Το φθινόπωρο είναι συνήθως η εποχή που ο χώρος του πολιτισμού παρουσιάζει μια υποσχόμενη (υπερ)δραστηριότητα. Ευνοϊκές πάντα συγκυρίες η νωχελικότητα και η ραθυμία του καλοκαιριού που αποσυμφορίζουν τις εντάσεις της χρονιάς, καταλαγιάζουν τις γκρίνιες, ανασυντάσσουν δυνάμεις, δημιουργούν προϋποθέσεις για να προκύψουν ενδιαφέρουσες συνεργασίες και να εκκολαφθούν νέες ιδέες. Ιδιαίτερα το φετινό φθινόπωρο, δεδομένης και της διεκδίκησης του τίτλου της πολιτιστικής πρωτεύουσας 2030 από Λευκωσία, Λεμεσό και Λάρνακα, έφερε έναν δημιουργικό ανταγωνισμό και έναν οργασμό πολιτιστικών δράσεων σε όλα τα επίπεδα (εικαστικά, θέατρο, χοροθέατρο, χορό, μουσική, κινηματογράφο), με τα χωριά και γενικότερα την επαρχία να δηλώνουν την παρουσία τους μέσα από ποικίλες δράσεις, συμβάλλοντας όλο και περισσότερο στην πολιτιστική αποκέντρωση. Ήδη από τις αρχές Σεπτεμβρίου, ιδιαίτερα στην πρωτεύουσα, το ένα φεστιβάλ διαδέχεται το άλλο, οι θεατρικές πρεμιέρες ανακοινώνονται με καταιγιστικούς ρυθμούς, ενώ ταυτόχρονα οι εγχώριες παραγωγές ανταγωνίζονται τα εισαγόμενα, κυρίως εξ Ελλάδος, θεατρικά «προϊόντα» τα οποία (ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά το πολύπαθο παιδικό θέατρο) στις πλείστες των περιπτώσεων δείχνουν υπερτιμημένα, και όχι μόνο από οικονομικής άποψης. Κι όμως, τα μεγάλα δημοτικά θέατρα γεμίζουν ασφυκτικά (την ίδια στιγμή που στις τοπικές παραγωγές το κοινό παραμένει λιγοστό και ανακυκλούμενο), ενώ με το πέσιμο της αυλαίας το ενθουσιώδες και παρατεταμένο χειροκρότημα, ακόμα και για παραγωγές που το τελικό αποτέλεσμα δεν το αιτιολογεί, εγείρουν ερωτήματα όπως τι εμείς επιλέγουμε να βλέπουμε και με ποια κριτήρια τελικά το κρίνουμε. Από την άλλη, βέβαια, οφείλουμε να αναλογιστούμε με νηφαλιότητα και αντικειμενικότητα, όταν καλούμε το κοινό να στηρίξει τις εγχώριες παραγωγές, τι του προσφέρουν και πώς το βοηθούν στη διαμόρφωση, εκπαίδευση και πνευματική εξέλιξή του.

Παρακολουθώντας την πλειοψηφία των παραγωγών του τρέχοντος φθινοπώρου, εντός και εκτός φεστιβάλ, το αποτέλεσμα, για αρκετές εξ αυτών, είναι μάλλον απογοητευτικό. Λαμβάνοντας πάντα υπόψη τις πενιχρές χρηματοδοτήσεις, τα πολύ στενά περιθώρια προβών και τον λιγοστό αριθμό παραστάσεων ο οποίος αναγκάζει τους ανθρώπους του θεάτρου σε δουλειές πρόχειρες και βιαστικές, παράγοντες που αναμφίβολα λειτουργούν ως ελαφρυντικά, το τελικό σκηνικό αποτέλεσμα που προσφέρεται στο κοινό μπορεί να αιτιολογήσει, ώς έναν βαθμό, την απογοήτευση και την απαξίωσή του απέναντι στο τοπικό θέατρο. Ανεπίκαιρα έργα (την ίδια στιγμή που σε όλο τον πλανήτη συμβαίνουν κοσμογονικά γεγονότα) μέσα από παρωχημένες σκηνοθεσίες χωρίς έμπνευση, επικαιροποίηση και πρωτοτυπία, πειραματισμοί χάριν πειραματισμού χωρίς στόχους και συνέπεια, μεταμοντέρνες θεατρικές φόρμες κενές, ωστόσο, περιεχομένου, εγχώρια γραφή ανέτοιμη για τη σκηνή και που συχνά δεν κατορθώνει να απαλλαγεί από την ηθογραφία και τον μελοδραματισμό, επανειλημμένη καταφυγή στο είδος του μονολόγου ως εύκολου και χαμηλού κόστους είδους, χωρίς να υποστηρίζεται επαρκώς σε σκηνοθετικό και υποκριτικό επίπεδο, ερμηνείες άγουρες, απαίδευτες, αμήχανες. Από την άλλη, ελπιδοφόρα είναι τα μηνύματα για κάποιες (και δεν είναι οι μόνες) από τις παραγωγές που ξεχώρισαν κατά τη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς που αγωνίζονται να τοποθετήσουν το κυπριακό θέατρο στον παγκόσμιο θεατρικό χάρτη και που τους δίνεται, δικαίως, η ευκαιρία να δοκιμαστούν εκτός κυπριακών συνόρων. Τομέας απαραίτητος για την προώθηση του κυπριακού θεάτρου και τη γενικότερη πολιτιστική πολιτική της χώρας, όχι μόνο στη γειτονική Ελλάδα, αλλά και σε άλλα διεθνή θεατρικά φεστιβάλ.

«Λούλλες 2»

Η παραγωγή που, τουλάχιστον κατά την προσωπική μου άποψη, ξεχώρισε το τελευταίο δίμηνο, θεματικά θα μπορούσε να μπει κάτω από την ομπρέλα του queer θεάτρου, ενώ η δημιουργία του βασίζεται στα είδη του θεάτρου της επινόησης και του θεάτρου τεκμηρίωσης (ντοκουμέντου και verbatim/αυτολεξεί). Οι «Λούλλες 2» της εταιρείας Campos Culture and Arts (2021), με διευθυντή τον Διομήδη Κουφτερό, και την παραγωγή «Άννα Πολιτόφσκαγια, ένα θεατρικό υπόμνημα» στο ενεργητικό της, αφορά ένα ερευνητικό work-in-progress που έδωσε τους πρώτους του καρπούς την προηγούμενη χρονιά ως σκηνοθετημένο θεατρικό αναλόγιο, αποτυπώνοντας μέσα από πληθώρα αρχειακού υλικού και προσωπικές μαρτυρίες, τη ζωή της gay κοινότητας κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990, όταν ακόμη η ομοφυλοφιλία αποτελούσε ποινικό αδίκημα, ενώ κουβαλούσε το στίγμα της κοινωνικής κατακραυγής, της εκκλησιαστικής καταδίκης, ακόμα και του δημοσιογραφικού εμπαιγμού. Σε μια εποχή άγνοιας και μηδενικής κοινωνικής ευαισθησίας, όπου η ομοφυλοφιλία συγχεόταν ακόμα και με την παιδεραστία, στα χρόνια κατά τα οποία ο HIV αποτελούσε τον πραγματικό εχθρό των ομοφυλόφιλων και που η δαιμονοποίησή του ταυτιζόταν απόλυτα με την ομοφυλοφιλία, η gay κοινότητα του νησιού αγωνίστηκε να αποκτήσει τα αυτονόητα δικαιώματα στην ελεύθερη σεξουαλική επιλογή και να επιβιώσει σε ένα σχεδόν κανιβαλιστικό περιβάλλον, οδηγούμενη συχνά σε επιβεβλημένες κοινωνικές επιλογές.

Το θεατρικό αυτό αναλόγιο με αρχικό τίτλο «Λούλλες» συγκέντρωσε πολύτιμο αρχειακό υλικό με τη συνεργασία του ΡΙΚ, ενώ οι συντελεστές του κατέγραψαν συνεντεύξεις από άνδρες ομοφυλόφιλους (το θέμα θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον εάν εξεταζόταν και από την πλευρά της γυναικείας ομοφυλοφιλίας), οι οποίοι, ο καθένας με τον δικό του τρόπο και την προσωπική του ιστορία, αναδημιουργούν τις συνθήκες και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των όχι και τόσο μακρινών δεκαετιών. Εν συνεχεία, το υλικό αυτό αναπτύχθηκε από τη συγγραφική ομάδα της παραγωγής (Διομήδης Κουφτερός, Νεκτάριος Θεοδώρου, Ελένη Ιωάννου), η οποία έδωσε ένα νέο έργο με αποσπασματική δομή, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτό διαλόγους, αυτολεξεί μονολόγους με ευάλωτες προσωπικές στιγμές, εμπιστευτικά αρχεία και οπτικοακουστικό υλικό από τηλεοπτικές εκπομπές, δημοσιογραφικές συνεντεύξεις και δημοσκοπήσεις της εποχής.

Έχοντας να διαχειριστεί μια πληθώρα ετερόκλητου υλικού, αλλά και να αποφύγει τον κίνδυνο μιας διδακτικής, επικριτικής ή ακόμα και μελοδραματικής προσέγγισής του, ο Διομήδης Κουφτερός στο πηδάλιο της σκηνοθεσίας αποφασίζει να αποφύγει την περιγραφική μέθοδο και να κινηθεί περισσότερο στην αισθητική της αναπαράστασης και της θεατρικότητας, δημιουργώντας μια παράσταση εικονοπλαστική, η οποία ισορροπεί ανάμεσα στη στιβαρότητα του ρεαλισμού και τη ρευστότητα της μνήμης. Ο ρεαλισμός δίνει το παρόν του μέσα από τις προβολές του αρχειακού υλικού το οποίο αποτυπώνει και τη στάση του κοινωνικού συνόλου απέναντι στους ομοφυλόφιλους, η δε ρευστότητα της μνήμης δομείται τόσο μέσα από τους αφηγηματικούς μονολόγους σε μια σύγχρονη κυπριακή διάλεκτο που κατορθώνει να αποφεύγει την ηθογραφία, όσο και μέσα από τις κινηματογραφικές προβολές (Χαράλαμπος Βαρέλιας). Ο κίνδυνος του μελοδραματισμού αποφεύγεται μέσα από τις αναπαραστάσεις σκηνών, όπως για παράδειγμα από το «Ευχάριστο Σαββατόβραδο» και τη Eurovision, οι οποίες αποδίδονται με χιούμορ, επιτηδευμένη υπερβολή και drag αισθητική. Η παρεμβολή του κωμικού/χιουμοριστικού στοιχείου και μια υποθάλπουσα τάση αυτοσαρκασμού φανερώνουν την επιλογή του σκηνοθέτη να μην στρέψει τα βέλη απέναντι στα στερεότυπα της τότε (και όχι μόνο) εποχής, αλλά κάποια από αυτά να τα οικειοποιηθεί, να τα εντάξει στην αισθητική της παράστασης, οδηγώντας έτσι τον ίδιο τον θεατή στην άσκηση κριτικής και τη διεξαγωγή συμπερασμάτων: κιτς/drag εμφάνιση, θηλυπρέπεια στη φωνή, εκφορά του λόγου και γλώσσα σώματος, ακόμα και ο ίδιος ο αυτοσαρκαστικός τίτλος του έργου «Λούλλες».

Στην υλοποίηση αυτής της πολύπλευρης αισθητικής σημαντικό ρόλο παίζουν και οι μουσικές επιλογές οι οποίες κινούνται ανάμεσα στην pop κουλτούρα της εποχής (Άννα Βίσση, Αλέξια, Eurovision) και την κλασική, η οποία συνδέεται με την εμφάνιση της μαριονέτας-φλαμίνγκο ως συμβόλου της gay κοινότητας, ενώ ταυτόχρονα υπογραμμίζει την τραγικότητα της κάθε ιστορίας απέναντι στα πολλαπλά μέτωπα: την κοινωνική αποδοκιμασία, την οικογενειακή απόρριψη, την αυτογνωσία, την προσωπική αποδοχή και συμφιλίωση, τον φόβο του HIV, την απώλεια και εν τέλει τη μοναξιά. Αν και το κομμάτι της δραματουργίας δείχνει να ατροφεί, αφήνοντας μια αίσθηση προχειρότητας και στερώντας από το τελικό αποτέλεσμα τον υπόγειο συνδετικό κρίκο στον οποίο θα μπορούσε να δομηθεί με στιβαρότητα όλο αυτό το υλικό, το γεγονός ότι πρόκειται για ένα work-in-progress αφήνει πάντα ελπίδες ότι θα συνεχίσει να εξελίσσεται για να δώσει ένα αποτέλεσμα πιο ολοκληρωμένο.

Το αίσθημα της (εσκεμμένης;) προχειρότητας δίνει και η διαμόρφωση του σκηνικού χώρου (ορατό βεστιάριο για τις εναλλαγές των ρόλων, γυμνή σκηνή, πανί για τις κινηματογραφικές προβολές και μια κάμερα για τις ζωντανές λήψεις) ο οποίος στερείται ευρηματικότητας και μιας πιο οργανωμένης διαχείρισης ούτως ώστε να αποφεύγονται τα επανειλημμένα σκοτάδια, οι παρατεταμένες παύσεις και εν τέλει οι κάπως αμήχανες μεταβάσεις από τη μία εικόνα στην επόμενη. Αν και επί σκηνής παρακολουθούμε δύο ηθοποιούς, στην ουσία πρόκειται για one man show, αφού η παρουσία του Διομήδη Κουφτερού φαίνεται να προκύπτει περισσότερο μέσα από την ανάγκη επίλυσης τεχνικών ή πρακτικών σκηνικών ζητημάτων. Ο Νεκτάριος Θεοδώρου, από την άλλη, δίνει μία από τις καλύτερες ερμηνείες του αφού εκτός από τις πρακτικές δυσκολίες (αλλαγές κοστουμιών) που επιλύει επί σκηνής και μάλιστα με αξιοθαύμαστη ταχύτητα, κατορθώνει να αποτυπώσει με ακρίβεια και ισορροπία όχι μόνο τους πολλαπλούς ρόλους που καλείται να ερμηνεύσει, αλλά και την εναλλαγή ανάμεσα σε διαφορετικές θεατρικές φόρμες, αισθητικά είδη, διαθέσεις και γλωσσικά ιδιώματα.

Το «Λούλλες 2», πέρα από τη θεατρική και σκηνική του αξία, αποτελεί ένα σημαντικό κοινωνικό project το οποίο όχι μόνο φέρνει στη δημόσια σφαίρα ένα θέμα αδιερεύνητο, αλλά ανοίγει διάλογο με την κοινωνία σε κεφαλαιώδη ζητήματα, πέρα από το θέμα της ομοφυλοφιλίας: την αποδοχή και τον σεβασμό στην επιλογή και τη διαφορετικότητα (κάθε) και, εν τέλει, την αναζήτηση και διεκδίκηση της προσωπικής ελευθερίας. Η αυθόρμητη και ενθουσιώδης αντίδραση του κοινού, είτε αυτό ανήκει στη νέα γενιά όπου το δικαίωμα στον αυτοκαθορισμό και τη σεξουαλική επιλογή θεωρείται αναφαίρετο και αυτονόητο, είτε ανήκει στη γενιά η οποία κουβαλά το τραύμα των δεκαετιών αυτών και χρειάστηκε να δώσει αγώνες για την επούλωσή του, έρχεται να αποδείξει ότι το θέατρο αποτελεί ένα ουσιωδώς δημοκρατικό τοπίο για να ευδοκιμήσουν «ανείπωτες» ιστορίες και συνεπώς ένα ισχυρό όπλο για τη διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης και της κοινωνικής επαγρύπνησης. Γιατί οι καιροί είναι ακόμα δύσκολοι και οι κίνδυνοι, κεκαλυμμένοι και απροκάλυπτοι, υπαρκτοί.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ