Η φωτοτυπία από δημοσίευμα εφημερίδας θέτει επί τάπητος το ερώτημα: Πώς γράφουμε στα Ελληνικά τα ξένα ονόματα; Παλαιότερα η τάση ήταν τα ξένα ονόματα να εξελληνίζονται. Έτσι ο Σαίξπηρ γραφόταν Σαιξπήρος, ο Καντ Κάντιος, ο Έρνεστ Ερνέστος, ο Ουίλιαμ Γουλιέλμος, ο Λόιντ Λόυδ, ο Τζούλιους Σέζαρ Ιούλιος Καίσαρας κ.ο.κ. Επίσης, τόσο στα ονόματα ανθρώπων, χωρών, πόλεων κ.λπ. όσο και σε εξελληνισμένες λέξεις, γινόταν προσπάθεια και η γραφή να είναι ανάλογη.
Έτσι ο Σαίξπηρ γραφόταν με -αι όπως και η Αίγυπτος, η Λιβύη με γιώτα και ύψιλον, ο Τζωρτζ με ωμέγα, το τραίνο με -αι κ.λπ. Από τη στιγμή δε που οι ξένες λέξεις εξελληνίζονταν, κλίνονταν κανονικά: Ο Σαιξπήρος, του Σαιξπήρου, ο Ερνέστος του Ερνέστου, η Αίγυπτος της Αιγύπτου, η Αλγερία της Αλγερίας, η Νέα Υόρκη της Νέας Υόρκης κ.ο.κ. Αυτό δεν πρέπει να μας ξενίζει, αφού αυτό συνέβαινε και συμβαίνει με όλες τις γλώσσες. Γίνεται, δηλαδή, προσπάθεια να προσαρμόσουν τα ξένα ονόματα στα δικά τους δεδομένα και με τρόπο που βολεύει τους πολίτες τους στην προφορά. Έτσι την Κύπρο την έκαναν Cyprus, την Ελλάδα Greece, τη Λευκωσία Nicosia, τους Προέδρους Κυπριανού και Βασιλείου τους αποκαλούσαν Κυπριάνου και Βασίλειου, επειδή έτσι βόλευε στην αγγλική γλώσσα.
Σήμερα η τάση τείνει στην υιοθέτηση αφενός των ξένων ονομάτων ως έχουν, διατηρώντας και την αυθεντική προφορά τους, π.χ. Βλαντίμιρ Πούτιν, Βολοντίμιρ Ζελένσκι κ.ο.κ., και αφετέρου στην απλουστευμένη γραφή, προτιμώντας παντού το γιώτα αντί του ήτα ή του ύψιλον, του έψιλον αντί του -αι (τρένου) κ.λπ. Φυσιολογικά, λοιπόν, αποφεύγεται πλέον και η κλίση των ξένων ονομάτων που υιοθετούνται ως έχουν. Η γλώσσα, ξέρουμε, δεν μένει στατική αλλά εξελίσσεται διαρκώς.
Στο απόσπασμα που δημοσιεύουμε, ο δημοσιογράφος έγραψε της Λιβύης, της Αλγερίας κλίνοντάς τα κανονικά, αλλά έγραψε του Μαρόκο, αντί του Μαρόκου. Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα, πότε ακολουθούμε τη μία γραφή και πότε την άλλη; Για παράδειγμα, θα γράφουμε της Αργεντινή, του Παρίσι, του Λονδίνο, της Ρωσία; Θα γράφουμε του Μεξικό ή του Μεξικού; Του Μαρόκο ή του Μαρόκου;
Σε ένα πρόσφατο άρθρο του στον «Φ» ο γνωστός φιλόλογος Χριστόδουλος Τζιονής υπέδειξε ότι «φτάσαμε στο σημείο να βλέπουμε γραμμένα της Άννα (αν πρόκειται για Σουηδή) και της Άννας (αν πρόκειται για Ελληνίδα)». Για να προσθέσει χαρακτηριστικά: «Με τον ρυθμό που πάμε καθόλου απίθανο να αρχίσουμε, σε λίγο, να λέμε και να γράφουμε του Λονδίνο, της Ρώμη, της Γαλλία και του Στρασβούργο». Ο Χρ. Τζιονής υποδεικνύει ακόμα ότι «είναι πράξη ημιμάθειας η άποψη ότι γενικά τα ξένα ονόματα του ελληνικού λεξιλογίου δεν κλίνονται». Προσθέτει, και με βρίσκει απολύτως σύμφωνο, ότι «όσα προσαρμόστηκαν στο πέρασμα του χρόνου στο σύστημα της Ελληνικής κλίνονται κανονικά». Προεκτείνοντας την άποψή του, τονίζουμε συμπερασματικά ότι: Όσα ονόματα έχουν από καιρό καθιερωθεί (ασφαλώς δεν αναφερόμαστε στα εξεζητημένα ο Σαιξπήρος, της Ουασιγδτώνος, στους Αγίους Αγγέλους - «Λος Άντζελες» ή στον Άγιο Φρανγκίσκο - «Σαν Φρανσίσκο») θα πρέπει να συνεχίσουν να παραμένουν τα ίδια, δηλαδή να εμφανίζονται στην ελληνική τους εκδοχή, άρα και να κλίνονται, ενώ άκλιτα παραμένουν πολλά άλλα ξένα ονόματα, όπως η Ουάσινγκτον, το Τατζικιστάν, το Ουζμπεκιστάν, η Σρι Λάνκα, η Σιέρα Λεόνε κ.ο.κ.
Η γραφή ελληνικών ονομάτων και επιθέτων
Υπάρχει, ακόμα, ένα θέμα με τα ονόματα και κυρίως τα επίθετα, όπως καθιερώθηκαν στην Κύπρο. Ισχύει, φυσικά, σε κάποιον βαθμό η θεωρία ότι ο καθένας γράφει το όνομά του όπως θέλει (Γιάνης αντί Γιάννης, Ελεονώρα και Ελεωνόρα, Χατζιδάκις αντί Χατζηδάκης, Σπυριδάκις αντί Σπυριδάκης). Υπάρχουν, ωστόσο, κάποιοι κανόνες που πρέπει να τηρούνται και μάλλον αυτό δεν συμβαίνει είτε από άγνοια είτε από μια διάθεση ή λανθασμένη εντύπωση ότι με τον τρόπο αυτόν «εξωραΐζουμε» το όνομά μας. Έτσι, ακούμε το επίθετο Μιλτιάδους αντί του ορθού Μιλτιάδου («ουκ εά με καθεύδειν το του Μιλτιάδου τρόπαιον», έλεγε ο Θεμιστοκλής), Διομήδους αντί Διομήδου, Ιορδάνους αντί Ιορδάνου. Σε αντίθεση επίσης με την Ελλάδα, προφανώς λόγω λανθασμένης απόφασης δασκάλων, κοινοταρχών ή ιερέων προηγούμενων δεκαετιών, στην Κύπρο καθιερώθηκαν τα επίθετα Γιώργος Μυλωνά αντί Μυλωνάς, Βάσος Μανώλη αντί Μανώλης, Μιχάλης Μιχαηλίδη αντί Μιχαηλίδης, Ανδρέας Γεωργιάδη αντί Γεωργιάδης, Κύπρος Αρέστη αντί Αρέστης, Αντώνης Γαλανού αντί Γαλανός, και οι γνωστοί μας Ονούφριος Κουλλά αντί Κουλλάς, Μιχάλης Χατζηπαντέλα αντί Χατζηπαντέλας, Άριστος Δαμιανού αντί Δαμιανός, Γιώργος Βαρνάβα αντί Βαρνάβας. Σεβαστό, επαναλαμβάνω, το πώς ο καθείς επιλέγει να γράφει το όνομα και το επίθετό του, πιστεύω, όμως, ότι πρέπει να γίνει μια προσπάθεια εξορθολογισμού με πρωτεργάτες τους εκπαιδευτικούς μας, ακολουθώντας τα πρότυπα της Ελλάδας.
Τα διπλά σύμφωνα
Στην Κύπρο πρόβλημα δημιουργείται και με ονόματα ή λέξεις που, λόγω της βαριάς προφοράς της κυπριακής διαλέκτου, γράφονται με διπλά σύμφωνα στην αρχή, π.χ. Ττάκκας, Ττίκκος, Ττοφής, Ττουφεξής, Κκάσιαλος, Κκαράς, Κκαφφάς, Ππατσιάς, Ππάσιος. Πολλά από αυτά βρίσκονται αναρτημένα με αυτή τη γραφή και σε πινακίδες. Είναι σωστό; Επίσης, αν υιοθετούμε αυτή τη γραφή στα ονόματα θα ισχύει το ίδιο και με λέξεις που στην καθημερινή μας επικοινωνία προφέρουμε με τα γνωστά βαριά διπλά σύμφωνα; Για παράδειγμα, λέμε όλοι συνήθως το ττέλλι. Θα το γράψουμε με δύο σύμφωνα στην αρχή ή με ένα, τέλι; Κατ’ ανάλογο τρόπο, ττάβλι ή τάβλι, ππούσι ή πούσι, ππαράς ή παράς, ππάλα ή πάλα, έσσω ή έσω; Πού τραβούμε τη γραμμή; Αν δε λάβουμε υπόψη ότι δεν υπάρχει ελληνική λέξη που αρχίζει με διπλό σύμφωνο, ποιος είναι ο σωστός τρόπος γραφής; Ανομοιογένεια παρατηρείται και στον τρόπο γραφής καταλήξεων κυπριακών ονομάτων. Βλέπουμε Κόσιης και Κόσης, Κουρούσιης και Κουρούσης, Μάντζιηπας και Μάντζηπας, Μαϊφόσιης και Μαϊοφόσης. Τι πρέπει να ισχύσει; Δεν είμαι ειδικός, θεωρώ, όμως, ότι υπάρχει ένα ζήτημα και χρειάζεται οι ειδικοί (φιλόλογοι, γλωσσολόγοι) να δώσουν κατεύθυνση σε εκπαιδευτικούς, δημοσιογράφους, κυβερνητικά τμήματα έκδοσης ταυτοτήτων, διαβατηρίων κ.λπ. ποιους κανόνες πρέπει να ακολουθούμε. Αναγκαία διευκρίνιση: Δεν αναφέρομαι στη γραπτή ή και προφορική απόδοση της κυπριακής διαλέκτου, της οποίας φυσικά δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να αλλοιώσουμε το ύφος και την ταυτότητα που διατηρήθηκε και διασώθηκε διαμέσου των αιώνων. Αν κάποιος θα γράψει, για παράδειγμα, ένα ποίημα στην κυπριακή διάλεκτο ασφαλώς και θα διατηρήσει τα διπλά σύμφωνα, στοιχείο ταυτότητας της διαλέκτου μας, αν και σε αυτό το θέμα υπάρχουν διάφορες απόψεις. Έτσι βλέπουμε το βαρύ κυπριακό σιη να γράφεται άλλοτε με -ιη και άλλοτε με την προσθήκη του αγγλικού -h. Βλέπουμε ακόμα πολλούς και διαφορετικούς τρόπους γραφής της κυπριακής διαλέκτου με προσθήκη της ψιλής (‘) , τζιαι και τζιιαι.
Εφόσον, λοιπόν, έχουμε επισήμως υιοθετήσει την Κοινή Ελληνική, που ισχύει για όλους τους Έλληνες, καιρός να προβληματιστούμε για ένα ακόμα γλωσσικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε στην Κύπρο.