Καλλιτεχνική στρατηγική και ρεπερτοριακή πολιτική: Μια κριτική ανάλυση για τον ΘΟΚ
Η λειτουργία των εθνικών θεατρικών οργανισμών στον σύγχρονο πολιτισμικό χάρτη αποτελεί αντικείμενο εκτεταμένης ακαδημαϊκής συζήτησης, ιδιαίτερα όσον αφορά τη διαμόρφωση συνεκτικής καλλιτεχνικής ταυτότητας και τη στρατηγική του ρεπερτορίου (Bennett, 2005· Rebellato, 2009). Ο Θεατρικός Οργανισμός Κύπρου (ΘΟΚ), ως κυριότερος θεατρικός φορέας της χώρας, αντιμετωπίζει σήμερα κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με την καλλιτεχνική του κατεύθυνση και τη ρεπερτοριακή του πολιτική, όπως αυτά αναδεικνύονται μέσα από τον προγραμματισμό της περιόδου 2025-2026.
Η έννοια της ρεπερτοριακής συνοχής
Η ρεπερτοριακή συνοχή αποτελεί κεντρική έννοια στη σύγχρονη θεατρολογική θεωρία. Όπως υποστηρίζει ο Pavis (2003), ένας θεατρικός οργανισμός ορίζεται όχι μόνο από τα μεμονωμένα έργα που παρουσιάζει, αλλά από τη συνολική καλλιτεχνική αφήγηση που διαμορφώνει μέσω των επιλογών του. Η έλλειψη ενιαίας καλλιτεχνικής οπτικής οδηγεί σε αυτό που ο Lehmann (2006) χαρακτηρίζει ως "θεατρική αποσπασματικότητα", όπου κάθε παραγωγή λειτουργεί αυτόνομα χωρίς να συνεισφέρει σε μια ευρύτερη καλλιτεχνική ταυτότητα.
Ανάλυση του Ρεπερτορίου 2025-2026
Η εξέταση του προγραμματισμένου ρεπερτορίου του ΘΟΚ για την περίοδο 2025-2026 αναδεικνύει σημαντικές ασυνέχειες σε επίπεδο θεματικής και αισθητικής συνοχής. Η παρουσία έργων όπως το "Έγκλημα στο Όριεντ Εξπρές" της Agatha Christie, η "Δωδέκατη Νύχτα" του Shakespeare, το "Σ' εσάς που με ακούτε" της Αναγνωστάκη και τα "Ρούχα του Βασιλιά" του Andersen, καταδεικνύει μια προσέγγιση που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως "συλλογική" παρά "συνθετική".
Αυτή η κατάσταση συνάδει με αυτό που η Fischer-Lichte (2008) περιγράφει ως "κρίση της θεατρικής ταυτότητας" στους σύγχρονους εθνικούς οργανισμούς, όπου η επιδίωξη ικανοποίησης διαφορετικών κοινών οδηγεί σε ρεπερτοριακό εκλεκτικισμό που δεν εξυπηρετεί καμία συγκεκριμένη καλλιτεχνική κατεύθυνση.
Η διαδικασία επιλογής έργων: Από την αυτοψία στη στρατηγική
Η υπόθεση ότι οι επιλογές έργων προκύπτουν από "αυτοψία" μελών του Διοικητικού Συμβουλίου αναδεικνύει ένα σημαντικό μεθοδολογικό ζήτημα. Όπως τονίζει ο Kershaw (2007), η διαδικασία καλλιτεχνικού προγραμματισμού σε εθνικούς οργανισμούς απαιτεί δομημένη προσέγγιση που συνδυάζει την καλλιτεχνική οπτική με στρατηγικό σχεδιασμό. Η μετάβαση από την εμπειρική παρατήρηση (θέαση έργων σε άλλες χώρες) στον τοπικό προγραμματισμό χωρίς ενδιάμεσα κριτικά και αναλυτικά στάδια, υποδηλώνει έλλειψη συστηματικής μεθοδολογίας.
Εξωστρέφεια και τοπική ταυτότητα: Το δίλημμα των διεθνών συνεργασιών
Η αναλογία τριών(τεσσάρων;) διεθνών σκηνοθετών έναντι δύο Κύπριων στον προγραμματισμό 2025-2026 εγείρει ερωτήματα σχετικά με την ισορροπία μεταξύ εξωστρέφειας και τοπικής καλλιτεχνικής ανάπτυξης. Η θεωρία του "cultural diplomacy" (Ang et al., 2015) υποστηρίζει ότι οι εθνικοί πολιτιστικοί οργανισμοί πρέπει να λειτουργούν ως γέφυρες μεταξύ του τοπικού και του παγκόσμιου, αλλά όχι εις βάρος της καλλιέργειας τοπικού ταλέντου.
Το φαινόμενο αυτό συνδέεται με την έννοια του "theatrical colonialism" που περιγράφει ο Balme (2007), όπου οι περιφερειακοί θεατρικοί οργανισμοί εισάγουν καλλιτεχνικές πρακτικές χωρίς να αναπτύσσουν αυτόχθονες εκφραστικές μορφές.
Η πρόκληση της Επιδαύρου: Συμβολισμός και ουσία
Η συμμετοχή του ΘΟΚ στο Φεστιβάλ Επιδαύρου το 2026 αποτελεί σημαντική συμβολική κίνηση, αλλά θέτει και ουσιαστικά ερωτήματα. Η προσέγγιση επιλογής έργου / σκηνοθέτη βάσει του τι παρουσιάζεται στην Ελλάδα υποδηλώνει αντιδραστική στάση που δεν αξιοποιεί την ευκαιρία παρουσίασης μιας διακριτής κυπριακής θεατρικής ταυτότητας. Όπως παρατηρεί ο Holdsworth (2010), τα διεθνή φεστιβάλ προσφέρουν στους εθνικούς οργανισμούς την ευκαιρία να προβάλουν την πολιτισμική τους ιδιαιτερότητα, όχι να μιμηθούν υπάρχουσες πρακτικές.
Ποσοτικά έναντι ποιοτικών κριτηρίων
Η παρατήρηση ότι ο ΘΟΚ φαίνεται να προσανατολίζεται περισσότερο σε ποσοτικά κριτήρια (αριθμός παραγωγών, απασχόληση ηθοποιών) παρά σε ποιοτικά (καλλιτεχνική συνοχή, πολιτιστική συνεισφορά) αντιστοιχεί σε αυτό που ο Bourdieu (1993) περιγράφει ως "οικονομικοποίηση του πολιτισμικού πεδίου". Αυτή η τάση αντανακλά ευρύτερες πιέσεις που αντιμετωπίζουν οι δημόσιοι πολιτιστικοί οργανισμοί να δικαιολογήσουν τη χρηματοδότησή τους μέσω μετρήσιμων αποτελεσμάτων.
Συμπεράσματα και προτάσεις
Η ανάλυση της ρεπερτοριακής πολιτικής του ΘΟΚ αναδεικνύει την ανάγκη για πιο συστηματική προσέγγιση στον καλλιτεχνικό προγραμματισμό. Η δημιουργία μιας σαφούς καλλιτεχνικής οπτικής, η ανάπτυξη δομημένων διαδικασιών επιλογής έργων και η επίτευξη ισορροπίας μεταξύ διεθνών συνεργασιών και τοπικής ανάπτυξης αποτελούν προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση ενός βιώσιμου και αναγνωρίσιμου θεατρικού προφίλ.
Η περίπτωση του ΘΟΚ αντανακλά ευρύτερα διλήμματα που αντιμετωπίζουν οι εθνικοί πολιτιστικοί οργανισμοί στη σύγχρονη εποχή, μεταξύ παράδοσης και καινοτομίας, τοπικότητας και κοσμοπολιτισμού, ποσότητας και ποιότητας. Η επίλυση αυτών των διλημμάτων απαιτεί στρατηγική σκέψη και μακροπρόθεσμο όραμα που υπερβαίνει τα όρια του τρέχοντος προγραμματισμού.
Σημείωση του αρθρογράφου και σκηνοθέτη, Λέανδρου Ταλιώτη:
«Η τέχνη και η σκέψη δεν μπορούν να ανθίσουν μέσα στη δειλία και τον συμβιβασμό»
Με αυτά τα λόγια του Καζαντζάκη εγκαινιάζω το πρώτο μου άρθρο, αποφασισμένος να αφήσω πίσω μου όσα για χρόνια κρατούσα κλειδωμένα μέσα μου. Οι «Αντί - Απόψεις» γεννιούνται από την ανάγκη να αμφισβητήσω, να διερευνήσω και να προτείνω εναλλακτικές οπτικές σε θέματα που αφορούν την κοινωνία μας. Κάθε άρθρο αποτελεί μια ανεξάρτητη προσέγγιση -από τον πολιτισμό και την εκπαίδευση μέχρι την πολιτική και τα κοινωνικά ζητήματα- με κοινό παρονομαστή την επιθυμία για βαθύτερη κατανόηση και αληθινό προβληματισμό.
*Το κείμενο δημοσίευσε ο ίδιος στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook και με την άδειά του, το κοινοποιούμε. / Κεντρική φωτογραφία: «Κύτταρο / Μετάλλαξη – Σκηνή Α». Έργο του Θεόδουλου Γρηγορίου, έξω από την είσοδο του ΘΟΚ. Φωτ.: Χριστοθέα Ιακώβου.