Σε μια εποχή παγκόσμιας κρίσης, κοινωνικών ανισοτήτων και ανόδου ακροδεξιών ιδεολογιών, η τέχνη αναδεικνύεται όχι απλώς ως δημιουργική έκφραση, αλλά ως πράξη αντίστασης. Η μαρξιστική προσέγγιση στην τέχνη υπενθυμίζει ότι η δημιουργία δεν είναι ουδέτερη - διαμορφώνεται από τις υλικές και ιδεολογικές συνθήκες και, ταυτόχρονα, τις επηρεάζει. Η τέχνη μπορεί να αναδείξει τις αόρατες αντιφάσεις της κοινωνίας, να πολεμήσει την κυρίαρχη ιδεολογία και να επαναφανταστεί τον κόσμο αλλιώς.
Η τέχνη δεν αντικατοπτρίζει απλώς - παρεμβαίνει. Ο Μαρξ, ήδη από τον 19ο αιώνα, εντόπισε ότι οι πολιτισμικές εκφράσεις -και η τέχνη μεταξύ αυτών- δεν είναι απλά αντανάκλαση της οικονομικής βάσης, αλλά λειτουργούν μέσα στη δομή της ιδεολογίας. Δεν είναι παθητική, αλλά μπορεί να γίνει όπλο αλλαγής. Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ με το «επικό» του θέατρο το έκανε πράξη: ο θεατής δεν αρκείται στο να παρακολουθεί, καλείται να σκεφτεί, να κρίνει και να δράσει.
Ο Αντόνιο Γκράμσι μίλησε για «πολιτισμική ηγεμονία» - τον τρόπο με τον οποίο οι κυρίαρχες τάξεις καθορίζουν τι θεωρείται «φυσιολογικό» και «ορθό». Η τέχνη, λοιπόν, μπορεί να υποστηρίζει το κατεστημένο ή να το αμφισβητεί ριζικά - συνθήκες που συχνά καθορίζονται από το μέσο και τον σκοπό που εξυπηρετείται.
Η σοσιαλιστική ρεαλιστική τέχνη που αναπτύχθηκε στη Σοβιετική Ένωση μπορεί να κατηγορηθεί για κρατικό έλεγχο, όμως απέδειξε ότι η τέχνη μπορεί να λειτουργήσει πολιτικά, μαζικά και ιδεολογικά - να μιλήσει για τη ζωή της εργατικής τάξης, να προβάλλει την έννοια της συλλογικότητας και να προτάξει το «εμείς» απέναντι στο «εγώ». Παράλληλα, έργα και καλλιτέχνες που δεν εξυπηρετούσαν το εκάστοτε καθεστώς - κατά βάσιν αυτό του Στάλιν - διώχθηκαν, έστω και αν καλλιτεχνικά χρησιμοποιούσαν κοινή φόρμα με τους σύγχρονους συναδέλφους τους.
Η τέχνη απέναντι στον φασισμό: το σώμα, η ψυχή και η επιθυμία
Ο Βίλχελμ Ράιχ, σε ένα από τα πιο ριζοσπαστικά και επικίνδυνα (για την εποχή του) έργα -Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού- τόλμησε να ρωτήσει: Γιατί οι καταπιεσμένοι συχνά στηρίζουν τους καταπιεστές τους; Ο Μαρξ θα απαντούσε εν μέρει με τις σκέψεις του για τη μερίδα της κοινωνίας η οποία δεν αντιλαμβάνεται πως αποτελεί εργαλείο της καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά για κάποια άτομα - ειδικά - που ευτύχησαν να έχουν κάποιες αποταμιεύσεις από επιχειρηματική δραστηριότητα και θεωρούν πως είναι άρχοντες και διαχειριστές της.
Η απάντηση, σύμφωνα με τον ίδιο τον Ράιχ, βρισκόταν όχι μόνο στην οικονομία αλλά στην ψυχική και σωματική καταπίεση. Υποστηρίζει ότι ο φασισμός, καλλιεργεί την ενοχή, τον φόβο της σεξουαλικότητας και την υπακοή. Η τέχνη που απελευθερώνει το σώμα και τη φαντασία, που αποδομεί τις πατριαρχικές και αυταρχικές μορφές ταυτότητας, είναι από τη φύση της αντιφασιστική.
Έτσι εξηγείται γιατί φασιστικά και αυταρχικά καθεστώτα επιτίθενται πρώτα στην τέχνη και τους καλλιτέχνες: επειδή η τέχνη αποκαλύπτει, ξεσκεπάζει, διαταράσσει.
Ο φιλόσοφος Χέρμπερτ Μαρκούζε, μέλος της Σχολής της Φρανκφούρτης, υπερασπίστηκε την αυτονομία της τέχνης. Στο έργο του Η Αισθητική Διάσταση υποστήριξε ότι η τέχνη δεν πρέπει να περιορίζεται σε προπαγανδιστικά μηνύματα. Η μορφή, η αισθητική, η ομορφιά - όλα αποτελούν χώρο αντίστασης.
«Η τέχνη έχει τη δύναμη να σπάσει το μονοπώλιο της καθιερωμένης πραγματικότητας και να δείξει τι είναι αληθινά δυνατό», έγραψε.
Για τον ίδιο, η τέχνη δεν χρειάζεται να μιλά ευθέως για την επανάσταση. Η ίδια η αισθητική εμπειρία, όταν είναι ειλικρινής και ανεξάρτητη, γίνεται μορφή εξέγερσης, καθώς αναδεικνύει την ελευθερία, τη φαντασία και την απόλαυση - στοιχεία που ο καπιταλισμός και ο αυταρχισμός επιχειρούν να ελέγξουν, να καταστείλουν ή και να οικειοποιηθούν.
Η τέχνη, ιδιαίτερα όταν απορρίπτει τη «ρεαλιστική» αναπαράσταση του υπάρχοντος και στρέφεται προς το «όχι ακόμα», γίνεται εργαλείο φαντασιακής επανάστασης. Ο Ερνστ Μπλοχ μιλούσε για τη σημασία του ονείρου, του μέλλοντος, της ουτοπίας. Και σήμερα, μορφές όπως η φεμινιστική τέχνη, η κλιματική εικονογράφηση, η queer performance ή οι τοιχογραφίες αντίστασης λειτουργούν ως σύγχρονα μέσα κοινωνικής φαντασίας.
Σε πόλεις που σηκώνουν το βάρος της κρίσης, σε κοινωνίες που απειλούνται από φασιστικά μορφώματα, η τέχνη σε οργανωμένους πολιτιστικούς χώρους, στους δρόμους, στις πλατείες, στα ψηφιακά μέσα μιλάει, προκαλεί και ενώνει.
Η σιωπή δεν είναι επιλογή
Ο ρόλος του καλλιτέχνη σήμερα, μέσα από μια μαρξιστική και αντιφασιστική οπτική, δεν είναι να διασκεδάζει αλλά να εμπλέκεται. Η τέχνη έχει τη δύναμη να αποκαλύπτει την εκμετάλλευση, να σπάει τη σιωπή του φόβου, να θυμίζει την αξία της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης και να προσφέρει ένα όραμα ζωής χωρίς καταπίεση και βία.
Η τέχνη είναι, λοιπόν, πράξη: πολιτική, αισθητική, ερωτική, ψυχική. Δεν προσφέρει εύκολες λύσεις, αλλά διανοίγει δυνατότητες. Σε καιρούς σκοτεινούς, όπου οι αυταπάτες του φιλελεύθερου «τέλους της ιστορίας» ή του νεοφιλελεύθερου «φταις για την κατάντια σου και δεν υπάρχει κάτι που μπορείς να κάνεις γι’ αυτό» καταρρέουν και ο φασισμός αναδύεται εκ νέου, η τέχνη δεν μπορεί να παραμένει στο περιθώριο.
Η μαρξιστική προσέγγιση δεν μας λέει απλώς να κάνουμε «πολιτική τέχνη». Μας λέει να κάνουμε τέχνη που να ξυπνά συνειδήσεις, που να φέρει το άρωμα του μέλλοντος. Και κάθε φορά που αυτή ή οποιαδήποτε άλλη αντιφασιστική δράση προσβάλλει ή προκαλεί, οι φασίστες θα ανταποκρίνονται με βία. Το ζήτημα είναι πως αντιστεκόμαστε, πως δυναμώνουμε και πως νικάμε.
Σημείωση:
Το άρθρο βασίζεται σε θεωρίες των Μαρξ (Κομμουνιστικό Μανιφέστο, Εγχειρίδια Οικονομίας και Φιλοσοφίας του 1844, Το Κεφάλαιο), Μαρκούζε (Η Αισθητική Διάσταση, Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος), Βίλχελμ Ράιχ (Η Μαζική Ψυχολογία του Φασισμού), Ερνστ Μπλοχ (Η Αρχή της Ελπίδας), καθώς και σε πολιτισμικά και καλλιτεχνικά παραδείγματα του 20ού και 21ου αιώνα και στα γεγονότα γύρω από την φασιστική [κατά τον αρθρογράφο] επίθεση στον χώρο πολιτισμού «Μικρή Άρκτος» και την προσπάθεια απόσυρσης της συνοδευτικής έκδοσης της φετινής κυπριακής συμμετοχής στη Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής στη Βενετία.
*Ο Αντριανός Χαραλάμπους είναι Ειδικός Πολιτικής Επικοινωνίας και Ερευνητής Πολιτικών Επιστημών και Διεθνών Σχέσεων με ειδίκευση στο «Soft Power»