Η έντονη και συχνά φορτισμένη αντιπαράθεση που παρατηρείται ανέδειξε πλήθος παρανοήσεων και επιστημονικά αστήρικτων απόψεων γύρω από την κυπριακή ελληνική και τη θέση της στον δημόσιο λόγο και την κυπριακή κοινωνία.
Ως ο επιστημονικός φορέας εκπροσώπησης των γλωσσολόγων στην Κύπρο, οφείλουμε να συμβάλουμε στη δημόσια συζήτηση αποσαφηνίζοντας κρίσιμες έννοιες και αναδεικνύοντας τεκμηριωμένες επιστημονικές θέσεις.
Ένα ζήτημα που προκάλεσε σύγχυση στον κόσμο αυτές τις μέρες ήταν και τα γλωσσωνύμια που μπορεί να χρησιμοποιηθούν για αναφορά στις γλωσσικές ποικιλίες της Κύπρου και συγκεκριμένα οι όροι «κυπριακή ελληνική» και «κυπριακή τουρκική» (καθώς και οι εναλλακτικές ονομασίες που μπορεί να βρει κανείς σε καθημερινό ύφος, συγκεκριμένα «ελληνοκυπριακά» και «τουρκοκυπριακά» αντίστοιχα). Σημειώνουμε πως η χρήση όρων όπως «κυπριακή ελληνική» (Cypriot Greek) συνιστά καθιερωμένη πρακτική στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία και δεν υποδηλώνει την ύπαρξη ξεχωριστής γλώσσας ή την αξίωση επίσημου καθεστώτος. Αντιθέτως, ο όρος «κυπριακή ελληνική» αποτελεί ουδέτερο γλωσσολογικό όρο που περιγράφει μια γλωσσική ποικιλία της ελληνικής, ανάλογο με όρους όπως «καναδική γαλλική» ή «μαροκινή αραβική».
Η αντίδραση απέναντι στην κυπριακή, είτε μέσω ρητής απαξίωσης και περιφρονητικών χαρακτηρισμών είτε μέσω συγκεκαλυμμένης υποτίμησης του τύπου «εγώ εκτιμώ τη διάλεκτο, αλλά...» συνδέεται με ιστορικά και ιδεολογικά φορτισμένες αντιλήψεις περί γλωσσικής «κανονικότητας» και «ορθότητας». Η ταύτιση της κοινής νεοελληνικής με τη λογική, την παιδεία και την εθνική καθαρότητα αναπαράγει μοτίβα του ελληνικού γλωσσικού ζητήματος του 19ου και 20ού αιώνα, τα οποία έχουν πλέον επιστημονικά ξεπεραστεί.
Βασική αρχή της επιστήμης της γλωσσολογίας είναι πως κάθε γλωσσική ποικιλία, είτε αυτή την ονομάσουμε «γλώσσα» είτε «διάλεκτο» είτε «ιδίωμα» είτε «patois» κ.λπ. μπορεί δυνητικά να εκφράσει τα πάντα, καθώς δεν υπάρχουν ούτε ανώτερες και κατώτερες γλωσσικές ποικιλίες, ούτε λιγότερο ή περισσότερο εκφραστικές και πλούσιες. Επομένως, και η κυπριακή ελληνική, όπως και κάθε άλλη φυσική γλωσσική ποικιλία, είναι απολύτως ικανή να εκφράσει κάθε είδος νοήματος σε κάθε επίπεδο λόγου: προφορικό, γραπτό, λογοτεχνικό, επιστημονικό.
Η αντίδραση στη χρήση της κυπριακής ελληνικής στο δημόσιο πεδίο προδίδει μια φοβική και αστυνομευτική λογική, που επιδιώκει τον περιορισμό της γλωσσικής έκφρασης και της πολυφωνίας, κάτι που είναι επιζήμιο για την ελληνική γλώσσα. Επιπλέον, το να στιγματίζεται η χρήση της κυπριακής ως ιδεολογική πράξη, ενώ η επιλογή της κοινής νεοελληνικής να προβάλλεται ως «φυσιολογική» και «ουδέτερη», είναι από μόνο του ιδεολογική πράξη - η διαφορά είναι, απλώς, πως η δεύτερη είναι εδραιωμένη ως κυρίαρχη ιδεολογία.
Είναι, επίσης, αντιφατικό να υποστηρίζεται η αντιεπιστημονική και ιδεολογικά εμφορούμενη άποψη ότι η χρήση της κυπριακής μπορεί να επιφέρει «αφελληνισμό» των Ελληνοκυπρίων, ενώ ταυτόχρονα να χαρακτηρίζεται (συχνά από τα ίδια άτομα) η κυπριακή ελληνική ως αυθεντικά ελληνική, σχεδόν αρχαία, μέχρι και «ομηρική» (θέση που δεν ισχύει επιστημονικά, καθώς η κυπριακή ελληνική, όπως και σχεδόν όλες οι νεοελληνικές γλωσσικές ποικιλίες, συμπεριλαμβανομένης της κοινής, προέρχονται από την ελληνιστική κοινή μέσω της μεσαιωνικής ελληνικής).
Η κατασκευή ενός φαντασιακού Άλλου που θέλει να καταστρέψει τη γλώσσα είναι μια γνωστή από την επιστημονική βιβλιογραφία φοβική στρατηγική που εργαλειοποιεί τη γλώσσα για πρόκληση ηθικού πανικού, ενισχύει διχαστικά αφηγήματα και καταλήγει να στιγματίζει εν προκειμένω τον διαλεκτικό λόγο. Η ύπαρξη και συνύπαρξη της κυπριακής ελληνικής και της κοινής νεοελληνικής -αλλά και ευρύτερα η πολυγλωσσία- δεν είναι πρόβλημα προς επίλυση· είναι πλούτος προς αξιοποίηση. Η ενίσχυση της γλωσσικής αυτοπεποίθησης, η ανάπτυξη πολλαπλών εκφραστικών τρόπων και η διεύρυνση του γλωσσικού ρεπερτορίου των ομιλητών και ομιλητριών είναι κατευθύνσεις που προάγουν τόσο την παιδεία όσο και την πολιτότητα. Επομένως, η κυπριακή κοινωνία χρειάζεται αυτόν τον γλωσσικό πλουραλισμό· αυτό που δεν χρειάζεται είναι η αστυνόμευση της γλωσσικής έκφρασης.
Η καινοφανής απαίτηση να χρησιμοποιούνται αποκλειστικά οι επίσημες γλώσσες της Κυπριακής Δημοκρατίας στον δημόσιο λόγο -ακόμα και στην τέχνη- εκτός από ανεδαφική είναι και βαθιά αντιδημοκρατική. Το Σύνταγμα -ορθά- πουθενά δεν απαγορεύει την αξιοποίηση της γλωσσικής ποικιλότητας, που αποτελεί και άσκηση του θεμελιώδους δικαιώματος της ελευθερίας έκφρασης σε μια πλουραλιστική κοινωνία.
Εν κατακλείδι, η υποτίμηση και απαξίωση της κυπριακής ελληνικής δεν είναι ουδέτερη: είναι ιδεολογική πράξη. Κάθε γλωσσική ποικιλία αποτελεί φορέα ταυτότητας, πολιτισμού και συλλογικής μνήμης. Συνεπώς, ο στιγματισμός της κυπριακής ελληνικής, ή οποιασδήποτε άλλης γλωσσικής ποικιλίας, αποτελεί προσβολή προς τη γλωσσική κοινότητα και στάση επιζήμια για την ελληνική γλώσσα. Όπως μας διδάσκει η γλωσσολογική έρευνα, ο σεβασμός, η καλλιέργεια αλλά και η δημόσια αξιοποίηση κάθε γλωσσικής ποικιλίας (είτε αυτή λέγεται κυπριακή ελληνική, είτε κοινή νέα ελληνική, είτε κυπριακή τουρκική, είτε πρότυπη τουρκική, είτε κυπριακή αραβική, είτε δυτική αρμενική, είτε κυπριακή νοηματική κ.λπ.) δεν συνιστά απειλή αλλά προϋπόθεση για μια πολιτισμικά πλουσιότερη κοινωνία, για αποτελεσματικότερη εκπαίδευση και για ενίσχυση της κριτικής σκέψης.