Αν δεν το ζήσεις, δεν μπορείς να ξέρεις. Αυτό και άλλα τόσα, στο όριο του βαρετού, γνωμικά που μάλλον ταιριάζουν γάντι σε μία χαοτικά όμορφη πόλη όπως αυτή. Που για να δεις τι χρώμα έχει ο ουρανός δεν αρκεί μόνο να υψώσεις το βλέμμα σου ψηλά. Αλλά να βρεις μία χαραμάδα κενό στις πυκνές σαν άγριο δάσος πολυκατοικίες για να καταλάβεις. Τι σημασία όμως έχει; Είτε ο ήλιος της είναι καυτός και ενοχλητικός σαν το μποτιλιάρισμά της, είτε βρέχει, το ίδιο είναι. Η ομορφιά στο χάος είναι πιο ωραία από ένα καταπράσινο καθαρό από γόπες, τενεκεδάκια και σπασμένα πεζοδρόμια, λιβάδι όπου χαρωπά χοροπηδούν λαγουδάκια κάτασπρα. Τοίχοι πολυκατοικιών και βαγόνια τρένων, όλα σχεδόν σκεπασμένα με χρωματιστά σπρέι. Τόσο κακοβαμμένα, μα τόσο όμορφα. Το κέντρο της Αθήνας παραμένει ερωτεύσιμο γι' αυτούς που δεν τους αρκεί το λουλούδι του δροσερού κήπου, αλλά αυτό που βγαίνει απ' το καυτό πεζοδρόμιο και παραμένει μόνο του μέχρι να το πατήσεις. Μία πόλη που εντός της, βρίσκεις περιοχές και δρομάκια που παραμένουν (ευτυχώς) ροκ. Κι ας έχει πάει ο καφές 4.20.
Σε αυτήν μπορείς να ανέβεις 100 σκαλιά αφού προσπεράσεις ένα τσούρμο Ισραηλινούς τουρίστες που τους πούλησαν ένα κατεψυγμένο καλαμάκι για χρυσάφι (χαχα), να καθίσεις σε μία ταράτσα σχεδόν στο ύψος της Ακρόπολης για να παρακολουθήσεις εκτός αίθουσας τις «Άγριες μέρες μας». Εσύ και τα φωτάκια που ίσα-ίσα σε βοηθούν να πιάσεις το ποτήρι απ' το τραπέζι. Τη Χλόη που αφότου μένει άστεγη, γοητεύεται από έναν διαφορετικό τρόπο ζωής, σχεδόν χίπικο. Που ζει συνεχώς με αδρεναλίνη για να κρατηθεί ξύπνια και δεν διστάζει να το παίζει τσαμπουκαλού, αν και εντός της κυριαρχεί μια εκ διαμέτρου αντίθετη κατάσταση. Μια ευαισθησία, όμοια ενός μικρού παιδιού. Μια ταινία που τελειώνει, όχι όπως οι άλλες αλλά μέσα σε πολύ λίγα λεπτά μπαίνεις στο μυαλό ενός νέου, σχεδόν στην ηλικία σου, που δεν πολυψήνεται γι' αυτά που ζούμε. Που εντός της είναι όλα ψέματα.
Σ' αυτήν μπορείς να βρεις ένα τεράστιο πάρκο μιας και σου αρέσουν τα καταπράσινα τοπία τελικά, για να δεις έναν καλλιτέχνη να προσπαθεί να πιάσει το άπιαστο. Να ανεβαίνει, να πέφτει, να ξαναπροσπαθεί, να ξαναπέφτει. Και να τον χειροκροτήσεις, μαζί με άλλους 50-60 γύρω σου διαφόρων ηλικιών. Τα Plásmata 3 από το Onassis Foundation στο Πεδίον του Άρεως είναι η πραγματική Αθήνα. Το μέρος που πέρασαν, μίλησαν, συζήτησαν και χαμογέλασαν πολλοί. Όλες οι «φυλές» της πόλης. Εκεί που μαζεύτηκαν εκείνες τις μέρες κάθε λογής καλλιτεχνικά πλάσματα, παιδάκια που έτρεχαν να δροσιστούν στο συντριβάνι, ζυθοποιοί που θέλησαν να πουλήσουν την πραμάτεια τους και κολλημένοι στα 70ς τύποι που ακόμα (ευτυχώς) θεωρούν πως η Κατερίνα Γώγου πρέπει να διαβάζεται.
Πώς το κάνει αυτό η Αθήνα; Να καταφέρνει να βρίσκει όλους τους τρόπους για να σε κρατήσει μακριά της αλλά ταυτόχρονα να βρίσκει άλλους τόσους για να σε φέρνει κάθε τρεις και λίγο στα βρόμικα τσιμέντα της. Και σαν σε ξαναδεί να σου λέει, We've met before, haven't we? Και συ να λες, ναι τώρα σε θυμήθηκα, αν και ποτέ δεν την ξέχασες.