Πρώτα απ' όλα, όμως, να πούμε πως πρόκειται για μία πρόσκληση της βελγικής προεδρίας, η οποία κάλεσε τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να συμμετάσχουν στο «Bright Festival» («Φεστιβάλ των Φώτων») με ένα έργο, το οποίο φυσικά έπρεπε να εξερευνά τις δυναμικές του φωτός. Έτσι, δόθηκε έναυσμα στην εγκατάσταση του Παντελή Διαμαντίδη να παρουσιαστεί στις Βρυξέλλες, με τη στήριξη του Υφυπουργείου Πολιτισμού Κύπρου. Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί ότι για την Κύπρο, η συμμετοχή έχει μία διττή σημασία, αφού φέτος γιορτάζει και την 20ή επέτειο της ένταξής της στην ΕΕ, μαζί με την Πολωνία, την Ουγγαρία, την Εσθονία, τη Σλοβενία, την Τσεχική Δημοκρατία, τη Λιθουανία και τη Σλοβακία. Σημειώνεται δε, πως το «Bright Festival» μπορεί να διοργανώνεται φέτος από τη βελγική προεδρία, ωστόσο αποτελεί μία διοργάνωση η οποία πραγματοποιείται εδώ και 11 χρόνια και συγκεκριμένα από το 2013. Κι όσον αφορά τη φετινή του έκδοση λαμβάνει χώρα σε δύο από τις εμβληματικές γειτονιές της πρωτεύουσας: τη βασιλική συνοικία και την ευρωπαϊκή συνοικία.
Φωτίζοντας τις πληροφορίες
Αντικρίζοντας το λοιπόν, στην αρχή, έχεις στο μυαλό σου πως πρόκειται για μία απλή φωτεινή εγκατάσταση, ωστόσο το έργο με τις φωτεινές του λάμψεις δημιουργεί νέες πληροφορίες και διαφορετικές σε όλη την εμπειρία που προσφέρει. Συγκεκριμένα, οι μετα-εικόνες από προηγούμενα καρέ τοποθετούνται πάνω από νεότερα καρέ στο όραμα του θεατή. Αυτή η οπτική στρώση νοηματοδοτεί τα φωτεινά μοτίβα και συμπληρώνουν το οπτικό υλικό που παρουσιάζεται επί του παρόντος στην οθόνη. Κατά τον δημιουργό, το έργο κατευθύνει το κοινό στη δημιουργία εικόνων μέσα από ένα σύμπλεγμα ψηφιακών οπτικών εφέ, καθώς ο ίδιος παρομοιάζει την εμπειρία με την «ψευδαίσθηση που δημιουργείται όταν κοιτάξουμε τον ήλιο κατάματα και στη συνέχεια κατευθύνουμε πολύ γρήγορα, προς ένα άλλο σημείο το βλέμμα».
Πρόκειται για ένα έργο που, όπως μας πληροφορεί ο δημιουργός, αντικατοπτρίζει, με ένα πιο αφαιρετικό και έμμεσο τρόπο, την ενασχόληση και άμεση επαφή του σύγχρονου ανθρώπου με διάφορες μορφές οθονών που εκπέμπουν φως και κατ' επέκταση παράγουν ή μεταδίδουν πληροφορία. «Περιεργάζεται οπτικά το υπερδιεγερμένο περιβάλλον μας», λέει ο Διαμαντίδης καθώς εξηγεί πως το έργο του συνδέεται, με αυτό που παρατηρούμε πιο πολύ από ποτέ πια, την πληροφόρηση που «βομβαρδίζει» συνεχώς το κοινό στα μέσα επικοινωνίας, είτε αυτό είναι τηλεόραση, διαφημίσεις, πινακίδες στον δρόμο ή διαδίκτυο και μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Μπορούμε να πούμε πως είναι σαν τις πληροφορίες που προσπαθεί να επεξεργαστεί ο νους μας κατά τον βομβαρδισμό πολλών στοιχείων και δεδομένων».
Πράγμα που ο ίδιος αποτυπώνει και στον τίτλο του έργου, αφού όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ο τίτλος υποδηλώνει την έννοια της ιδιοκτησίας που οδηγεί στην καταστροφή του περιβάλλοντος. Πολλοί πιστεύουν ότι για να απολαύσεις κάτι, πρέπει να το κατέχεις. Μέσω αυτού του τίτλου προτείνεται μια εναλλακτική προσέγγιση: να ζήσεις και να βιώσεις τον κόσμο, αλλά να τον επιστρέφεις ανέπαφο, σαν να μην υπήρξες ποτέ εκεί, αφήνοντας μηδενικό αποτύπωμα. Δεν χρειάζεται να κατέχεις κάτι για να είναι δικό σου. Απλά το βιώνεις (φωτογραφίζεις) εφήμερα και το αφήνεις να φύγει...».
Οι οθόνες ως μέσο δημιουργίας
Η οθόνη θα μπορούσε να πει κανείς πως λειτουργεί και παραπέμπει στο μυαλό του ανθρώπου και τα όσα χρειάζεται να επεξεργαστεί καθώς σε ένα δεύτερο επίπεδο αποτυπώνει σκηνές της σύγχρονης καθημερινότητας του ανθρώπου, αφού όπως λέει κι ο ίδιος ο καλλιτέχνης: «Το φως οθονών είναι μέρος της καθημερινής μας ζωής». Όπως αναφέρει ο Διαμαντίδης, η ίδια η οθόνη δεν λειτουργεί ως ένας καμβάς ή ένα μέσο παρουσίασης του έργου, αλλά αποτελεί το ίδιο το έργο. Μία πρακτική, υπογραμμίζει, η οποία δεν είναι κάτι καινούργιο και έχει τη θέση της στην ιστορία της τέχνης. «Για παράδειγμα, μία αναφορά είναι το 'TV Buddha' του Nam June Paik, όπως και η δράση και η πρακτική του συγκεκριμένου καλλιτέχνη», προσθέτει.
Στην πρακτική του λοιπόν, επιδιώκει, ουσιαστικά, να δημιουργήσει μια άμεση εμπειρία με το φως και τον ήχο, χρησιμοποιώντας την οθόνη ως μέσο και όχι ως αναπαραστατικό καμβά. Η οθόνη παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο καθώς μετατρέπεται σε πηγή φωτός, που προκαλεί μετα-εικόνες στην όραση του θεατή μέσω γρήγορων διαδοχών φωτός και χρώματος. Η οθόνη επηρεάζει την πρόσληψη νεότερων πληροφοριών μέσω υπερδιέγερσης, καθώς το έργο τέχνης αναπτύσσει προσεκτικά το φως ως μέσο.
Ο ίδιος επισημαίνει δε, πως οι προεκτάσεις του έργου αποτυπώνονται μόνο σε βίντεο ή μέσα από κατ' ιδίαν συναντήσεις με το έργο. «Δεν μπορεί να μεταφερθεί φωτογραφικά, διότι ακριβώς σε όλα αυτά τα λαμπάκια και τα εφέ δεν διακρίνονται εύκολα από μία φωτογραφία της εγκατάστασης, μιας και το ίδιο το έργο αλλάζει συνεχώς και δημιουργεί νέες σκηνές που δεν μπορούν να αποτυπωθούν όλες σε ένα κάδρο, μπορεί να πάρει τη μορφή ενός σχήματος και την επόμενη στιγμή να φαίνεται στον φακό ως μία άσπρη οθόνη», εξηγεί αφού σε αυτή τη φωτορυθμική διάσταση δημιουργεί επίσης διάφορα σχήματα και την ίδια ώρα ο ήχος και το χρώμα παίζουν τον δικό τους ρόλο και παιχνίδι με τον θεατή. Αυτή η δυναμική του τού προσθέτει, μας λέει, κι έναν διαδραστικό χαρακτήρα, αφού το κοινό παρακολουθώντας το αρχίζει να το περιεργάζεται και παίζει με τα εφέ και τις διάφορες εικόνες που σχηματίζονται. Εκμεταλλεύεται, ουσιαστικά, τους νευρικούς μηχανισμούς που διέπουν την οπτική αντίληψη, ούτως ώστε ο θεατής να γίνεται αναπόσπαστο μέρος του έργου τέχνης και να λαμβάνει ρόλο δημιουργού οπτικών, χωρίς όμως να του αφαιρείται ο ρόλος του παρατηρητή.
Έμπνευση από την καραντίνα
Μπορεί η εγκατάσταση να λαμβάνει χώρα αυτή την περίοδο στο φεστιβάλ στις Βρυξέλλες, ωστόσο είναι ένα έργο που εμπνεύστηκε στην περίοδο του κορωνοϊού, το 2020, οπότε και δημιουργήθηκε. Και σε εκείνη τη φάση, όπως και τώρα, ερμήνευε ίσως τη διάσταση της τότε πραγματικότητας, δηλαδή, των έγκλειστων ανθρώπων που παρακολουθούσαν τις εξελίξεις μέσα από οθόνες, χωρίς να ήταν βέβαιοι τι συνέβαινε. Τότε, μάλιστα, το έργο παρουσιάστηκε μέσα από μία διαδικτυακή γκαλερί και πλατφόρμα που ιδρύθηκε στο Λονδίνο, τη «Sedition Art», μέσα από την οποία δόθηκε η ευκαιρία στους επισκέπτες να επεξεργαστούν το έργο από τον επιλεγόμενο δικό τους χώρο, που τότε των περισσοτέρων αποτελούσε τον χώρο του σπιτιού τους. Όσον αφορά εκείνη την έκθεση του έργου, ο Δαμιαντίδης αναφέρει πως ήταν μία πρωτοποριακή πρωτοβουλία για πολιτιστική δράση την περίοδο που οι γκαλερί ήταν κλειστές και ο κόσμος δεν μπορούσε να ταξιδέψει, να επισκεφθεί αλλά ούτε και να βγει από τον χώρο του.