Ο Γούντι Άλεν δεν έχασε την έμπνευση και το χιούμορ του όπως μας αποδεικνύει για άλλη μια φορά η νέα, 50ή, απολαυστική όπως πάντα, ταινία του, «Coup de chance» («Τα γυρίσματα της τύχης» θα μπορούσε να είναι η πιο κατάλληλη μετάφραση). Η ιστορία αρχίζει στο Παρίσι, μ’ ένα νέο, μεγαλοαστικό ζευγάρι, τον Ζαν, πλούσιο επιχειρηματία που όπως παραδέχεται ο ίδιος, φτιάχνει τη δική του τύχη και «κάνει τους πλούσιους πιο πλούσιους» (όπως τον περιγράφει η γυναίκα του), και τη Φανή, την όμορφη γυναίκα του που εργάζεται σε γκαλερί. Ζευγάρι που δείχνει να απολαμβάνει μια ήρεμη, ευτυχισμένη ζωή.
Την ήρεμη όμως ζωή της Φανή ανατρέπει η εμφάνιση του Αλέν, ενός παλιού συμμαθητή της και τώρα συγγραφέα, που η παρουσία του παρασύρει τη Φανή, από «τρόπαιο σύζυγο» («trophy wife», όπως χιουμοριστικά αυτοαποκαλείται) σε μια παθιασμένη ερωτική σχέση. Σχέση που κάποια στιγμή ανακαλύπτει ο άντρας της και που τον οδηγεί σε εγκληματικά σχέδια, όπως κάποτε είχε χρησιμοποιήσει για να ξεφορτωθεί τον συνεταίρο του.
Ο Άλεν γνωρίζει αρκετά καλά το Παρίσι από τις άλλες ήδη ταινίες που γύρισε στο παρελθόν και τώρα, με την εξαιρετική φωτογραφία του Βιτόριο Στοράρο, καταφέρνει από τα πρώτα κιόλας πλάνα να δώσει κάτι από το Παρίσι του Ερίκ Ρομέρ και των άλλων σκηνοθετών της νουβέλ βαγκ (ο ίδιος στη συνέντευξη Τύπου αναφέρθηκε ιδιαίτερα στους Γκοντάρ και Τριφό), για να φτιάξει την ατμόσφαιρα της γαλλικής μεγαλούπολης, αν και, προσωπικά, το πρώτο μέρος της ταινίας, με τους μεγαλοαστούς, τα γλέντια και τις άσχετες κουβέντες τους, με το κυνήγι του συζύγου και της παρέας του, στη διάρκεια του γουίκ-εντ, («βαρετό Σαββατοκύριακο με βαρετούς ανθρώπους», όπως το χαρακτηρίζει η Φανή), μου θύμισε τα βαρετά Σαββατοκύριακα των μεγαλοαστών στην ταινία «Ο κανόνας του παιχνιδιού» του Ρενουάρ. Αντίθετα, με τις ρομαντικές σκηνές του παράνομου ζευγαριού στο πάρκο και τα καφέ του Παρισιού που φέρνουν στο νου την ταινία «Πριν το ηλιοβασίλεμα» του Λινκλέιτερ.
Η αγάπη του Άλεν για τον κινηματογράφο δεν περιορίζεται στη γαλλική νουβέλ βαγκ, τον Ρενουάρ και τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, για ν’ αναφέρουμε μερικούς, αλλά περιλαμβάνει και τον Χίτσκοκ. Εδώ, σίγουρα μπορεί κανείς να βρει και το MacGuiffin του «μετρ» της αγωνίας στη σκηνή με το λαχείο που αγοράζει και προσφέρει στη Φανή ο Αλέν, λαχείο που την αναγκάζει αργότερα ο Ζαν να του δείξει, και που ο πρώτο λαχνός είναι κάποια εκατομμύρια, που σε κάνει να σκεφτείς πως αργότερα η αναποφάσιστη να εγκαταλείψει μια πλούσια και άνετη ζωή Φανή θα κερδίσει και θα χρησιμοποιήσει για να φύγει με τον εραστή που της προσφέρει τη ζωή που θα ήθελε τελικά να ζήσει. Στοιχείο που, όπως και στον Χίτσκοκ, εξαφανίζεται χωρίς λόγο, για να δώσει τη θέση του, στο δεύτερο μέρος, σε μια κατά κάποιο τρόπο αστυνομική πλοκή, με τον Γούντι Άλεν να χρησιμοποιεί το σασπένς, μαζί και το χιούμορ, άφθονο, ανατρεπτικό και χιτσκοκικό (ιδιαίτερα με την έρευνα της μητέρας της Φανής), για να μάθουμε τελικά, με την απολαυστική ανατροπή του φινάλε, τι μπορούν να κάνουν στη ζωή μας τα γυρίσματα της τύχης...
Αντίθετα, η τύχη, τη φορά αυτή, δεν είναι στο πλευρό της Σοφίας Κόπολα. Στη νέα, βιογραφική της ταινία, «Πρισίλλα» (διαγωνιστικό τμήμα), γύρω από τη γνωριμία και τη σχέση της Πρισίλλας Μπολιέ με τον Έλβις Πρίσλεϊ, δεν προσθέτει τίποτα το ξεχωριστό στο έργο της σκηνοθέτριας. Η γνωριμία ξεκινά όταν η 16χρονη μαθήτρια, κόρη στρατιωτικού, Πρισίλλα γνωρίζει τον ήδη διάσημο τραγουδιστή της ροκ εν ρολ, το 1959, στην αμερικανική βάση στο Βερολίνο. Μια έφηβη, μοναχική, αθώα κοπελίτσα, θαυμάστρια του τραγουδιστή, που παρασύρεται από τη φήμη του και τον ακολουθεί ως την Γκρέισλαντ, την περίφημη έπαυλή του, όπου τελικά θα τον παντρευτεί και θ’ αποκτήσουν και τη μοναδική τους κόρη.
Στόχος της σκηνοθέτριας της ταινίας «Χαμένη στη μετάφραση» είναι, όπως ανάφερε και η ίδια, να καταγράψει τις διάφορες εμπειρίες που περνάει ένα κορίτσι για να φτάσει στην αυτογνωσία και την ενηλικίωση, και να μπορέσει τελικά να πάρει το δικό της δρόμο. Θέμα πρέπει να πω που δυστυχώς αγγίζει πολύ επιφανειακά, όπως επιφανειακά παρουσιάζει και τον χαρακτήρα του Έλβις. Αντίθετα μ’ εκείνο της Πρισίλλας, που είναι και το πιο πετυχημένο στοιχείο της ταινίας, που δίνει με περισσότερη ενσυναίσθηση (και σ’ αυτό βοηθάει ιδιαίτερα η πολύ καλή ερμηνεία της Κέιλι Σπένι), και με τις λεπτομέρειες εκείνες που σε κάνουν να συμπαθήσεις την ηρωίδα της.