Η λαϊκή παράδοση, ο μύθος, η ποίηση και το φανταστικό σμίγουν σ’ αυτό το μικρό έπος, το οποίο είναι μαζί και δοκίμιο, τη σύγχρονη οδύσσεια του «Πέπε». Έτσι τιτλοφορεί την όμορφη, δοσμένη με ποίηση και λυρισμό, δύσκολη να ταξινομηθεί σε είδος, ταινία του, ο Δομινικανός σκηνοθέτης Νέλσον Κάρλο ντε λος Σάντος Αρίας, γνωστός στο φεστιβαλικό κοινό για τη βραβευμένη στο Λοκάρνο ταινία του «Cocote». Πρόκειται για μια από τις καλύτερες μέχρι στιγμής ταινίες που είδαμε στη φετινή 74η Μπερλινάλε.
Μια φωνή βαρειά, παράξενη, σαν από έκσταση, που μας αποκαλύπτει πως είναι αυτή του Πέπε, ενός ιπποπόταμου, που έχει διαφύγει από τον ιδιοκτήτη του, τον Πάμπλο Εσκομπάρ, τον γνωστό Κολομβιανό «βαρώνο» της κοκαϊνης, και διασχίζει τον ποταμό Μαγδαλένα, όπου θα βρει τελικά το θάνατο.
Ο Πέπε ήταν ένας από τέσσερις ιπποπόταμους που έφερε στη δεκαετία του ‘70 από τη Ναμίμπια ο Εσκομπάρ και που μετά το θάνατο του αφέθηκαν ελεύθεροι να περιπλανώνται. Μέχρι το 2019 είχαν αυξηθεί σε εκατό, που θεωρήθηκε επικινδυνο για τη χλωρίδα και την πανίδα αλλά και για την ανθρώπινη ζωή.
Η δολοφονία όμως το 2009 ενός ιπποπόταμου (του αποκαλούμενου «Πέπε») από ομάδα κυνηγών με την εξουσιοδότηση των τοπικών αρχών, προκάλεσε την αντίδραση των ομάδων προστασίας των ζώων, τόσο στην Κολομβία όσο και στο εξωτερικό. Ιστορία που ενέπνευσε τον Ντε λος Σάντος Αρίας για να φτιάξει μια δίκη του, εντελώς διαφορετική και με πλατύτερα και πιο καίρια θέματα, ταινία.
Όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης: «Tο φανταστικό μας δίνει τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε αδύνατους κόσμους, να στρέψουμε τη φαντασία στη γέφυρα εκείνη προς την πολύ αναγκαία ουτοπία - αυτή που δημιουργεί κόσμους που ακόμα δεν υπάρχουν - και αλλάζει το γεγονός πως οι πολιτισμοί δημιουργούνται από τις ιστορίες που συνεχίζουμε ανελλειπως να λέμε ο ένας στον άλλο…Ο Πέπε είναι ο κόσμος εκείνος που βγαίνει από τη δίκη μου και τη συλλογική φαντασία… ο πρώτος αποικιστής που φτάνει κατά λάθος, αμέτρητα ζωντανά όντα (άνθρωποι, ζώα, φυτά), που εξορίζονται, που μεταφέρονται σε άγνωστες χώρες».
«Αυτός ο ήχος βγαίνει από το στόμα μου;», διερωτάται με τη βαρειά, συνοδευμένη με άναρθρες κραυγές, φωνή του, ο Πέπε, «ή, πιο συγκεκριμένα, τι είναι το στόμα;». Το μόνο πράγμα που γνωρίζει είναι πως ήδη είναι νεκρός. Ο πρώτος και τελευταίος ιπποπόταμος που σκοτώθηκε στην Αμερική.
Μέσα από εικόνες, ήχους και μουσική, μέσα από χρώματα, συχνά και μαύρη οθόνη, αλλά και διάφορα φορμάτ της εικόνας, με ιδιαίτερες λήψεις, βίντεο, αρχειακό υλικό, σκηνές από ελικόπτερο (ένα άλλο είδος «Αποκαλυψης τώρα»), παρελαύνουν ιστορίες με συναντήσεις, παρεξηγήσεις, συγκρούσεις, οικογενειακές σχέσεις, γιορτές και τελετουργίες, σ’ ένα κόσμο που σφύζει από ζωή. Άλλοτε με σοβαρότητα και άλλοτε παιχνιδιάρικα, με χιούμορ και αυθεντικότητα, αλλά και μια δόση παραμυθιού, συχνά με φιλοσοφική διάθεση, μέσα από τη φωνή ενός πλάσματος που μας μιλάει για τη ζωή και το θάνατο, που γνωρίζει πολλά αλλά και που έχει υποφέρει πολλά, που τώρα διασχίζει τον ποταμό Μαγδαλένα χωρίς καμία Ιθάκη για τελικό στόχο, αλλά προς ένα προδιαγεγραμμένο θάνατο. Σε ένα ταξίδι στοχασμού, είδος μεταφοράς για την αποικιοκρατία, τον ιμπεριαλισμό, το ρατσισμό, τη μετανάστευση, την κλιματική αλλαγή, την καταστροφή του περιβάλλοντος και όλα τα μεγάλα προβλήματα που με το ψευδώνυμο νεοφιλελευθερισμός μας έχει φορτώσει ο αδηφάγος και έξυπνα μεταλλασσόμενος καπιταλισμός.
Σε μια εποχή που ο κινηματογράφος δείχνει να έχει οδηγηθεί σε μια αποτελμάτωση, στην οποία βοήθησε τα μέγιστα ο αμερικανικός κινηματογράφος, είναι ιδιαίτερα ευχάριστο να ανακαλύπτεις ταινίες όπως αυτό τον «Πέπε», ταινία φτιαγμένη με δεξιοτεχνία, έμπνευση, σιγουριά και τόλμη, μια ξεχωριστή, όμορφη, μοναδική εμπειρία που ταυτόχρονα με την απόλαυση σε βάζει σε σκέψη.
Μια δραματική, ρομαντική ταινία, είναι το «Μαύρο τσάι», του Μαυριτανού σκηνοθέτη Αμπντεραχμάνε Σισάκο, του οποίου η ταινία του «Τιμπουκτού» (2014) ήταν υποψήφια για το ξενόγλωσσο Όσκαρ. Έχοντας πει «όχι» τη μέρα του γάμου της, η Άγια εγκαταλείπει την Ακτή του Ελεφαντόδοντος για να εγκατασταθεί στην Γκουανγκζού, τη «σοκολατένια πόλη» της Κίνας. Στην περιοχή αυτή, όπου οι Αφρικανοί της διασποράς συναντούν την κινέζικη κουλτούρα, η Άγια προσλαμβάνεται σε μια μπουτίκ τσαγιού που διευθύνει ο Κινέζος Κάι, ο οποίος αναλαμβάνει να μυήσει την Άγια στην αρχαία τέχνη της τελετής του τσαγιού, διαδικασία που θα οδηγήσει τη σχέση τους σε μια αληθινή, τρυφερή ιστορία αγάπης.
Με δοσμένες με ρεαλιστικό στιλ σκηνές της ζωής στην πολύβουη αυτή πόλη, ο Σισάκο δημιουργεί την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία αναπτύσσεται σταδιακά, χωρίς βιασύνη, ειδύλλιο ανάμεσα στην Άγια και τον Κάι, εστιάζοντας την κάμερά του στην Άγια και τις αλλαγές που αρχίζουν να επηρεάζουν τη ζωή της και την προσπάθεια της να ενταχθεί σε μια άλλη κοινωνία, να δημιουργήσει τη δική της ταυτότητα. Όπως τονίζει ο ίδιος ο σκηνοθέτης, «η ηθελημένη αναχώρηση και εξορία έχουν πολλά να μας πουν για την ταυτότητα. Και για μένα ο κινηματογράφος είναι ένας τρόπος να το εκφράσω».
Με σκηνές δοσμένες με λεπτότητα, λιτότητα και ευαισθησία, που θυμίζουν τον κινηματογράφο του Ιάπωνα Γιασουτζίρο Όζου, με την κάμερα να παρακολουθεί τόσο το ζευγάρι όσο και τα άλλα πρόσωπα με τα οποία έρχονται σε επαφή, ο Σισόκο έφτιαξε μια εικαστική πανέμορφη ταινία, δοσμένη με την οξυδέρκεια και τη φροντίδα ενός αληθινού δημιουργού. Ανάμεσα σε αυτές και η ωραία σκηνή με τους γονείς του Κάι, όπου ο Σισάκο βρίσκει την ευκαιρία να κάνει και ένα σχόλιο πάνω στη σύγκρουση των δυο γενιών, του παλιού και του καινούριου σε μια μεταβαλλόμενη συνεχώς Κίνα. Εξαιρετικές οι ερμηνείες από τους δυο βασικούς πρωταγωνιστές του: Νίνα Μέλο και Τσανγκ Χαν.
Μια διασκεδαστική, χιουμοριστική κωμωδία, δείγμα ευρωπουτίνγκας (η παραγωγή έγινε από πέντε ευρωπαϊκές χώρες), σάτιρα των περιπετειών επιστημονικής φαντασίας με υπερήρωες και υπέρ ηρωίδες, μας παρουσιάζει στην ταινία του, «Η αυτοκρατορία», ο Γάλλος σκηνοθέτης Μπρούνο Ντιμόν («Έξω σατανά», «29 φοίνικες», «Η ζωή του Ιησού»).
Η ιστορία στρέφεται γύρω από τις προσπάθειες δυο αντιμαχόμενων δυνάμεων, από τα βάθη του διαστήματος, η Μία και η Μηδέν, να εξαπολύσουν μια αποκαλυπτικού εύρους σύγκρουση πάνω στη γη και συγκεκριμένα σ’ ένα παραθαλάσσιο χωριό ψαράδων στη Βόρεια Γαλλία. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν οι δυνάμεις του κακού απάγουν ένα μικρό, ιδιαίτερο παιδί, ο μελλοντικός αρχηγός των δυνάμεων του καλού που θα εξοντώσει τους κακούς και θαδώσει μια νέα, πιο ανθρώπινη και υγιή κατεύθυνση στις επόμενες κοινωνίες.
Η ιστορία βέβαια δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Εκείνο που ενδιαφέρει τον Ντιμόν είναι να δημιουργήσει τους χώρους και τις σκηνές που θα διασκεδάσουν τους θεατές, με τα ντεκόρ και τα εξωφρενικά κοστούμια. Δημιουργώντας εξωγήινα παλάτια για τους γελοίους αρχηγούς των δυο πλευρών, ανάμεσά τους κι ένα μαύρο πλάσμα που μιλάει σαν Πυθία κι έναν απολαυστικό Φαμπρίς Λουκινί, στο ρόλο του πιο γελοίου κακού που είδαμε στην οθόνη, παλάτια που μοιάζουν με το παλάτι των Βερσαλλιών και τον καθεδρικό του Παρισιού. Τη διασκέδαση αυξάνουν οι δυο γυναίκες, η καλή βασίλισσα και η κακή αντίπαλός της, με την τελευταία να προσφέρει και ημίγυμνες και γυμνές εμφανίσεις, που ο Ντιμόν εκμεταλλεύεται για να σατιρίσει ακόμη και ταινίες από κόμικ, όπως την «Μπαρμπαρέλα» του Βαντίμ και διάφορες ιταλικές παραλλαγές.
Νίνος Φένεκ Μικελλίδης