Το καθοριστικό για το μέλλον μας παρελθόν μέσα από τις μνήμες, είτε χαρούμενες είτε βασανιστικές, είναι στο επίκεντρο της ελεγειακής, συγκινητικής ταινίας «Θολός βυθός» της Ελένης Αλεξανδράκη, βασισμένης στην αληθινή ιστορία του συγγραφέα, Γιάννη Ατζακά, που προβλήθηκε στο ελληνικό τμήμα του 65ου φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης.
Η μνήμη μπαίνει κιόλας από το πρώτο, αλληγορικό πλάνο του κουβά που τραβάνε χέρια από ένα πηγάδι, πλάτανο με το οποίο κλείνει και η ταινία. Μνήμη γύρω από τη ζωή ενός άντρα, του Γιάννη, γιου αντάρτη, που το 1949 ξεριζώνεται και εκτοπίζεται στις Παιδουπόλεις της Φρειδερίκης, όπου χειραγωγούνται οι ιδέες και οι επιθυμίες του.
Μέσα από σκηνές, που καταγράφουν τους εφιάλτες και τα σκοτεινά αισθήματα του Γιάννη για τον πατέρα του και τη ζωή του στην Παιδούπολη, και που στοιχειώνουν την καρδιά του. Σκηνές σε μια στημένη με στρατιωτική πειθαρχία Παιδούπολη, με το εγερτήριο, τις τιμωρίες (χτυπήματα με βούρδουλα στα χέρια), τις υποσχέσεις για μια καλύτερη ζωή με υιοθέτηση από οικογένειες στην Αμερική, τη επίσκεψη της Μεγάλης Μητέρας Φρειδερίκης, τη χειραγώγηση και την προπαγάνδα για τη «ληστρική συμμορία». Αυτά σε αντίθεση με το «έθνος, την πατρίδα και τη θρησκεία» που εκπροσωπούσε το κράτος, με μια υπεύθυνη για τα παιδιά (η «κακή νεράιδα» για τον Γιάννη), που αργότερα θα αντικατασταθεί με την «καλή νεράιδα», που αντιμετωπίζει με συμπάθεια τα παιδιά.
Με το τελευταίο τμήμα της ταινίας να κλείνει με τον Γιάννη, ενήλικα πια, αποφασισμένο να να επαναπροσδιορίσει την ύπαρξή του, να πηγαίνει να συναντήσει τον πατέρα του, εξόριστο στη Βάρνα, στην περίοδο ακόμη του υπαρκτού σοσιαλισμού, με την Αλεξανδράκη να καταγράφει, με τον ίδιο πάντα ρεαλισμό, την εικόνα της σταλινικής ατμόσφαιρας που τότε κυριαρχούσε στις χώρες του «σιδηρού παραπετάσματος».
Οι σκηνές της παιδικής ηλικίας παρουσιάζονται μέσα από το ημερολόγιο που κρατά ο μικρός Γιάννης, το Γιαννούδι, όπως τον αποκαλούσε η γριά Βενετιά που του έφτιαχνε το «γλύκι» και τον πρόσεχε, ενώ ο αντάρτης πατέρας του κρυβόταν στο βουνό.
Σκηνές, με βάση ένα καλογραμμένο σενάριο (της ίδιας της Αλεξανδράκη σε συνεργασία με τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη), δοσμένες από την Αλεξανδράκη με ένα καθαρά ρεαλιστικό στιλ, συνδυασμένες με φανταστικές σκηνές, στις οποίες κυριαρχεί το λάιτ-μοτίβ του πατέρα αντάρτη να προχωρεί καβαλάρης σε ένα ξηρό, στεγνό τοπίο. Σε μια από αυτές ο Γιάννης κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη βλέπει ξαφνικά να τον αντικαθιστά το πρόσωπο του πατέρα, που τον στοιχειώνει. Σκηνές, ενισχυμένες από τη μαυρόασπρη φωτογραφία του Διονύση Ευθυμιόπουλου, την ωραία, ατμοσφαιρική μουσική του Νίκου Ξυδάκη και τις πολύ καλές ερμηνείες από το καστ των ηθοποιών.
Η μοναξιά, η αποξένωση αλλά και η ανάγκη της φιλίας είναι στο επίκεντρο της ταινίας «Κυνήγι» του Χρήστου Πυθαρά. Μοναξιά και αποξένωση σε μια αφιλόξενη πόλη, όπου οι άνθρωποι, απομονωμένοι, ζουν μια μονότονη, αδιάφορη ζωή, με δραματικά συχνά αποτελέσματα.
Ο Γιάννης, ο αντί-ήρωας της ταινίας, είναι ένας μοναχικός σιδεράς, που βρίσκει ευχαρίστηση στο κυνήγι. Είναι ακριβώς με σκηνή κυνηγιού που αρχίζει η ταινία, δίνοντας την ευκαιρία στον σκηνοθέτη, και τον διευθυντή φωτογραφίας του, Θάνο Λυμπερόπουλο, να κάνουν μια πρώτη καταγραφή της μοναξιάς του αντί-ήρωά τους, μέσα από αρκετά κοντινά, πλάνα, στο όμορφο φυσικό περιβάλλον του δάσους.
Η κηδεία και ο θάνατος της αποξενωμένης μητέρας του, μαζί με την επίσκεψη του στο εγκαταλειμμένο οικογενειακό σπίτι στο χωριό όπου ζούσε η νεκρή, η χωρίς κανένα θετικό αποτέλεσμα συνάντησή του με μια μάλλον παλιά αγαπημένη, και η ζωή στην πόλη, σε ένα μοναχικό, άχαρο διαμέρισμα. Πλάι σ’ ένα εκνευριστικό, έτοιμο για καβγά γείτονα, τον Ηλία, που κακομεταχειρίζεται τον κλεισμένο στο μπαλκόνι όλο το βράδυ, κλαίγοντας και γαβγίζοντας ασταμάτητα σκύλο του, που δεν τον αφήνει να κοιμηθεί, χειροτερεύουν τη ζωή του. Ευχάριστο, μοναδικό διάλειμμα είναι η φιλία που αρχίζει να αναπτύσσεται μαζί με το σκυλί του γείτονα που ο Γιάννης ταΐζει και χαϊδεύει κάτω από το χώρισμα του μπαλκονιού τους. Φιλία που αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε σύγκρουση με τον Ηλία.
Ο Πυθαράς εστιάζει την κάμερά του στις καθημερινές απασχολήσεις του Γιάννη, με ένα πολύ καλό στο ρόλο Γιάννη Μπελή, τις μικρολεπτομέρειες τόσο στη δουλειά του (με τα εργαλεία και το υλικό που χειρίζεται, τη σχέση του με το αφεντικό του) όσο και στο διαμέρισμα του (το καθάρισμα των νεκρών πουλιών και την ετοιμασία του φαγητού, το μάζεμα, και τη φιλία του με το σκυλί που κλαίει), αλλά και τις σκέψεις του και τα όνειρα και φαντασιώσεις (με πρόσωπα που θυμάται, με τον ίδιο να περπατάει σε μια άδεια παραλία), ως την τελευταία του σύγκρουση με τον γείτονα που χτυπάει το σκυλί και τη δεύτερη επίσκεψη του στο δάσος για να κυνηγήσει - κυνήγι που τη φορά αυτή το παρατάει χωρίς τελικά να πυροβολήσει το πουλί που βλέπει. Σκηνές και φαντασιώσεις που χρησιμοποιεί για να διεισδύσει στο χαρακτήρα του Γιάννη, οδηγώντας μας σε ένα απρόσμενο, υπερρεαλιστικό φινάλε.
Με την εκμετάλλευση των μεταναστών καταπιάνεται η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία «Κρέας» του γνωστού μικρομηκά Δημήτρη Νάκου. Εκμετάλλευση που ξεκινά με την απόφαση του Τάκη, ενός αγρότη/κτηματία και ιδιοκτήτη νέου κρεοπωλείου, να προσπαθεί να πείσει τον νεαρό Αλβανό, Χρήστο, που τον έχει στη δούλεψη του από μικρό, να αναλάβει την ευθύνη για τη δολοφονία του γείτονα, που διεκδικούσε μέρος της γης του, από τον άχρηστο γιο του, Παύλο.
Μέσα από μια σειρά σκηνές, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να δώσει την ατμόσφαιρα της ζωής σε μια μικρή αγροτική πόλη: το σφάξιμο των προβάτων, τους καβγάδες για τα στρέμματα γης ανάμεσα στους δυο κτηματίες, τη δολοφονία και το θάψιμο του νεκρού, τα άρρωστα αρνιά, την προετοιμασία για τα εγκαίνια του νέου κρεοπωλείου, ο πληρωμένος από τον Τάκη αστυνομικός που καλύπτει συνεχώς τον Τάκη σε όλες τις βρώμικες δουλειές του. Δυστυχώς η ίδια προσοχή δεν υπάρχει στο σενάριο που δεν αναπτύσσει επαρκώς τις καταστάσεις, περιορίζοντας τους χαρακτήρες σε κοινοτοπίες.
(ΚΥΠΕ/ΝΦ/ΗΦ)