Στην κυρία Δέσποινα Μπεμπεδέλη
Δεν ήταν θυμωμένος, ήταν οργισμένος με όσα συνέβαιναν στην Αθήνα τα τελευταία χρόνια. Οι ήττες, οι ανελέητες διώξεις, η διάχυτη αδικία κι ο θάνατος, που τώρα πια ρίζωνε σε κάθε σπίτι, είχαν γεμίσει τα μύχια του με πίκρα.
Πράξεις κακές ποτέ δεν πρέπει να επαινούνται, δεν είναι ωραίο, και είναι πικρό για τη δικαιοσύνη
Τους τελευταίους μήνες, μετά το πραξικόπημα των Τετρακοσίων αισθανόταν ξένος, η Αγορά τον ασφυκτιούσε, οι άνθρωποι τον αηδίαζαν, κι ενα πρωί γύρισε την πλάτη στην αγαπημένη του πόλη καταφεύγοντας στο πατρικό κτήμα στη Σαλαμίνα. Ήταν αποφασισμένος να καταγγείλει την εμφύλια σφαγή και τον αδελφοκτόνο πόλεμο με τον δικό του τρόπο: το θέατρο.
Αττικό καλοκαίρι, μήνας Εκατομβαιών, εποχή των κόκκινων σαν αίμα σταφυλιών και των γλυκύτατων σύκων. Προφυλαγμένος στο σκοτάδι και τη δροσιά της μεγάλης σπηλιάς (αυτής που δυο χιλιάδες χρόνια αργότερα θα βρισκόταν ο μελανός σκύφος με το όνομά του χαραγμένο στην εξωτερική όψη), άκουγε τη θάλασσα κι ορισμένες φορές νόμιζε πως εισέπνεε μυρωδιές άγριας μέντας και φλισκούνι, μηνύματα που έστελνε πίσω από το βουνό η θεά της Ελευσίνας, όταν τον άκουγε να της λέει:
Σπεύσε, ικετεύω, και άκουσε τις προσευχές μου, σπεύσε σε αυτή τη χώρα που ίδρυσαν απόγονοί σου και γενιά μου και την κατοίκησαν οι διώνυμες θεές, η αγαπημένη Περσεφόνη και εσύ, η Δήμητρα η Παντάνασσα, τροφός των πάντων. Γη.
Όταν δεν έγραφε ζωγράφιζε, ενώ τις νύχτες τον ξυπνούσαν ακατέργαστες σκέψεις, μορφές διαλόγων ή γνωμικών που τα σημείωνε βιαστικά στο άσβηστο φως του λυχναριού, με φόβο μην ξεχαστούν την αυγή. Διαισθανόταν ότι το καταστροφικό για την Αθήνα τέλος του πολέμου ήταν προ των πυλών, μετά την οχύρωση της Δεκέλειας από τους Σπαρτιάτες.
Μισητότεροι από όλους τους ανθρώπους, κάτοικοι της Σπάρτης, δόλιοι στη σκέψη, βασιλιάδες στο ψέμα, μηχανορράφοι των κακών, που δεν σκέφτεστε τίποτα τίμια και στα ίσα, αλλά πάντα το φέρνετε γύρω-γύρω, είναι αδικία να ευτυχείτε εσείς στην Ελλάδα, είχε γράψει στην Ανδρομάχη. Και οι συμπατριώτες του Αθηναίοι έκαναν οικτρό λάθος όταν, τρία χρόνια πριν, παρασυρμένοι από την ευγλωττία και την άμετρη φιλοδοξία του Αλκιβιάδη, εκστράτευσαν στη Σικελία για να συντριβούν ολοκληρωτικά, με συνέπειες την κατάλυση της Δημοκρατίας, το πραξικόπημα των Τετρακοσίων και την επισφράγιση του τέλους ενός αιώνα που οι επερχόμενοι θα τον ονόμαζαν Χρυσό. Σήμερα όμως, κάθε αθηναϊκό σπίτι είχε τουλάχιστον έναν νεκρό γιο, πατέρα ή αδελφό. Δεν συμπαθούσε τον Αλκιβιάδη, πίστευε ότι ήταν κακός σπόρος κι ακόμα ότι, για να μην χάσει την εξουσία,
θα έφτανε, αν του ήταν δυνατό, ώς και στων αστεριών τον θόλο και ώς τα έγκατα της γης για να μην στερηθεί τη μέγιστη θεά.
Ναι, αυτός ήταν ο Αλκιβιάδης. Φίλαρχος, υπέρμετρα εγωιστής, φιλόδοξος κι αδίστακτος, προκειμένου να εξουσιάζει με οποιονδήποτε τρόπο περιφρονώντας το δίκαιο, είτε αυτό ήταν θεϊκό είτε ανθρώπινο.
Γιατί όμως παιδί μου, θα έλεγε στον Αλκιβιάδη, σε έχει κυριέψει η φιλαρχία; Γι’ αυτήν λοιπόν έχασες το μυαλό σου; Όχι παιδί μου. Αγκάλιασε την άλλη, την Ισότητα, ό,τι καλύτερο στον κόσμο, αυτήν που ενώνει φίλο με φίλο, χώρα με άλλη χώρα, σύμμαχο με σύμμαχο. Η Ισότητα είναι νόμος φυσικός, παιδί μου. Στο πιο πολύ θα στέκει πάντα ενάντια το πιο λίγο, κι αυτό τον πόλεμο θα αρχίζει. Η ισότητα όρισε να δεσπόζουν τους ανθρώπους μέτρα και σταθμά, το σκοτεινό της νύχτας βλέμμα να μοιράζεται σε μέρη ίσα στην πορεία του χρόνου με το φως του ήλιου. Δεν είναι ιδιοκτησία μας τα πλούτη, στους θεούς ανήκουν κι εμείς μόνο τα φροντίζουμε, και όποτε αυτοί θελήσουν μας τα παίρνουν όλα πίσω.
Τα τζιτζίκια οργίαζαν στα πανέμορφα πεύκα της Σαλαμίνας (γι' αυτό άλλωστε την έλεγαν και Πιτυούσα). Το διάφανο φως του Ήλιου ζέσταινε το γηραιό βουνό, αφήνοντας δροσερό το σκοτεινό βάθος της σπηλιάς. Απέναντι, στα γαλάζια νερά της θάλασσας επέπλεε ξέγνοιαστη η Αίγινα και πιο μακριά τα Μέθανα, ο Πόρος, η Τροιζήνα, η γενέτειρα του Θησέα. Κι αν η Πλάση ακολουθούσε τους ρυθμούς της αδιάφορη στις νίκες και τις ήττες των ανθρώπων, η αγωνία του αδελφοκτόνου πολέμου κατασπάραζε την ψυχή του αυτοεξόριστου.
Άρη πολύμοχθε, γιατί με θάνατο κι αίμα βαμμένος ήρθες, και με ήχους παράφωνους για τις γιορτές του Διονύσου; Γιατί χορών δεν μας ήρθες στεφάνια φορώντας πλεγμένα γύρω από τη νεανική κεφαλή σου, με τα μαλλιά σου λυμένα τους ώμους να σκιάζουν; Γιατί δεν παίζεις αυλών μελωδίες που την καρδιά αναγαλλιάζουν; Γιατί πολέμου μανία εμφυσώντας σε πολεμόχαρα στίφη γύρω από την πόλη κακόφωνο σέρνεις χορό;
Είχαν περάσει δεκαοχτώ χρόνια από τον θάνατο του Ξενοφώντα, του γιου του, στη Σπάρτωλο, όμως η λήθη αργούσε να έρθει και η πληγή αιμορραγούσε καθημερινά. Τον έβλεπε, τον άκουγε ολοζώντανο να μιλάει με πάθος για την πατρίδα, για την αφοσίωσή του στην Αθήνα, κι όπως δεν τον άφηνε ο κλειστός του χαρακτήρας να το ομολογήσει δημόσια, έβαλε τον Μενικέα στη θέση του Ξενοφώντα, κι απευθυνόμενος στις γυναίκες από τη Φοινίκη να πει:
Τρέχω για να προσφέρω λαμπρό δώρο στην πατρίδα μου τον θάνατό μου, να απαλλάξω από το μίασμα τη χώρα. Αν ο καθείς ό,τι πολυτιμότερο είχε το πρόσφερε για το κοινό καλό, λιγότερα κακά οι πόλεις θα επιδοκίμαζαν και θα ευτυχούσαν
και τις Φοίνισσες να σπαράξουν περήφανα πάνω στον δικό του θρήνο απαντώντας,
Αλλά θαυμάζω εγώ, θαυμάζω αυτόν που θάνατο για την πατρίδα εδιάλεξε, για το επτάπυλο κάστρο νίκη, για τον πατέρα θρήνων φρίκη. Αχ να γινόμουνα μητέρα, να γινόμουν τέτοιων γιών.
Ο Ξενοφών είχε πέσει στα τείχη μαζί με άλλους δύο στρατηγούς και τρακόσιους τριάντα στρατιώτες. Οι εικόνες της σφαγής είχαν αποτυπωθεί βαθιά στη μνήμη του ποιητή πατέρα, τόσο βαθιά που ήταν σαν να τις ζούσε καθώς περιέγραφε λεπτομερώς τις μάχες της Θήβας, αναγκάζοντας τους Αθηναίους να συνειδητοποιήσουν ωμά, ρεαλιστικά, πως σκοτώθηκαν και τα δικά τους παιδιά.
Κι όταν άκουσαν την εντολή, αργός κανείς δεν έμεινε, πολλοί έπεφταν στο χώμα με ματωμένα τα κεφάλια ενώ από το τείχος μας πολλούς θα έβλεπες να γκρεμίζονται νεκροί σαν δύτες, τη στεγνή γη ποτίζοντας με το ζεστό τους αίμα. Και τότε ένας Αρκάδας, όχι Αργείος, ο γιος της Αταλάντης, κατά την πύλη σαν τυφώνας άγριος χύμηξε κραυγάζοντας «τσεκούρι και φωτιά», σαν έτοιμος να ξεθεμελιώσει την πόλη, αλλά την άγρια μανία του αναχαίτισε από τις επάλξεις μας ο Περικλώμενος χτυπώντας το κεφάλι του με θεόρατη κοτρόνα, που όλες των οστών του τις ραφές θρυμμάτισε με αίμα ραντίζοντας το σκούρο γένι του. Σίγουρα αυτός δεν θα ξαναγκαλιάσει τη μητέρα του (…) Κι όπως φώναζε, βροχή πάνω του οι πέτρες έπεφταν, αλλά αυτός ζαρώνοντας κάτω από την ασπίδα, ανέβαινε σιγά σιγά, ένα ένα τα σκαλιά. Αλλά μόλις πλησίασε τα γείσα των τειχών, τον έπληξε του Δία ο κεραυνός, και όλους μας τότε μας πήρε ο φόβος. Και ο Καπανέας εκσφενδονίστηκε από τη σκάλα διαμελισμένος, τα μαλλιά του κατά τον ουρανό, κατά το χώμα το αίμα του, τα χέρια και τα πόδια του να στροβιλίζονται σαν του Ιξίωνα τον τροχό.
Η φρίκη της μάχης και του πολέμου ζωγραφισμένη με ομηρική ωμότητα. Από τη Σπάρτωλο στη Θήβα, κι από εκεί στο σήμερα, στην Ουκρανία, στη Γάζα, στο Σουδάν, στην Υεμένη, στη Σομαλία, στο Μαλί, στην Αιθιοπία, στη Μπουρκίνα Φάσο, γράφοντας φόνους και διαγράφοντας ψυχές, σε κύκλους ατελείωτους.
Ο Ετεοκλής ακούοντας τη φωνή της μάνας του, ρόγχο θανάτου άφησε από τα στήθια και το ιδρωμένο χέρι απλώνοντας την άγγιξε σαν σε ύστατο χαιρετισμό χωρίς ίχνος φωνής, μόνο με των ματιών τα δάκρυα, σημάδι αγάπης. Μα ο Πολυνείκης με την τελευταία ανάσα ζωής είπε: Χαθήκαμε μητέρα. Αν ήξερες πόσο πονώ για σένα και για την αδελφή μου και για τον νεκρό αδελφό μου που έγινε από δικός εχθρός κι όμως δικός για πάντα.
Ανάθεμα στον αίτιο, είτε είναι ο πόλεμος είτε είναι η κατάρα του πατέρα του.
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας parathyro.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.