Μήπως ζητάμε πολλά από τους/τις εκπαιδευτικούς του γλωσσικού μαθήματος;

ΠΑΡΑΘΥΡΟ Δημοσιεύθηκε 4.12.2023
Cecilia Vicuña Enseñar_ poner en señas (To Teach_ To Put in Signs) from the series AMAzone Palabrarmas 1978, MoMA..png
Ένα εγχείρημα αποδόμησης της εκπαιδευτικής πραγματικότητας σε γενικής διδασκαλίας τάξεις

Γράφει η δρ Νάνσια Κυριάκου, λέκτορας Σχολής Επιστημών της Αγωγής στο Πανεπιστήμιο Frederick

Στην Κύπρο, όπως και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου, τα παιδιά με προσφυγικό, μεταναστευτικό ή άλλο υπόβαθρο εντάσσονται στη γενική τάξη διδασκαλίας μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά που έχουν ως γλώσσα διδασκαλίας τη μητρική τους. Η εν λόγω πολιτική που μετρά αρκετά χρόνια πλέον, πέρα από μια οικονομική λύση για τα εκπαιδευτικά συστήματα ανά το παγκόσμιο, θεωρείται ότι προσφέρει ίση πρόσβαση αλλά και ίσες ευκαιρίες μάθησης και κοινωνικοποίησης σε όλα τα παιδιά (Wang, Many & Krumenaker, 2008).

Παρ' όλα αυτά, αρκετές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες υποστηρίζουν ότι τα παιδιά με μεταναστευτικό, προσφυγικό ή άλλο υπόβαθρο αντιμετωπίζουν τεράστιες εκπαιδευτικές προκλήσεις εντός αυτών των εκπαιδευτικών πλαισίων, παρουσιάζοντας πολύ χαμηλότερες επιδόσεις σε σχέση με τα παιδιά που είναι φυσικοί/ές ομιλητές/τριες της γλώσσας διδασκαλίας (Mashhad, 2021· Schleicher, 2019). Η πρόκληση αυτή προκύπτει εφόσον έχουν από τη μία να μάθουν μια νέα γλώσσα, τη γλώσσα διδασκαλίας, αλλά και να μάθουν μέσω αυτής και όλα τα υπόλοιπα γνωστικά αντικείμενα (π.χ. Μαθηματικά, Φυσικές Επιστήμες, κ.ο.κ.), μοιραία συγκρινόμενα με τον λεγόμενο κινούμενο στόχο, αναφερόμενοι/ες στα παιδιά που είναι φυσικοί/ές ομιλητές/τριες της γλώσσας διδασκαλίας (Cummins, 2011· Cummins, 2015· Cummins, Mirza & Stille, 2012).

Το ερώτημα που προκύπτει είναι γιατί να συμβαίνει κάτι τέτοιο, σε μια εποχή που η σχετική ερευνητική δραστηριότητα είναι τόσο έντονη και εκτενής.

Για να μπορέσουμε να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα χρειάζεται να αποδομήσουμε την εκπαιδευτική πραγματικότητα και να αναγνωρίσουμε τι απαιτείται από τους/τις εκπαιδευτικούς της γενικής τάξης. Όταν μιλάμε λοιπόν για τη γλωσσική διδασκαλία εντός γενικής τάξης στα σχολεία της Κύπρου αναφερόμαστε στην παράλληλη και ταυτόχρονη διδασκαλία της ελληνικής ως πρώτης γλώσσας στους/στις διαλεκτόφωνους/ες, Κύπριους/ες μαθητές/τριες και στη διδασκαλία της ελληνικής ως επιπρόσθετης γλώσσας σε όσους/ες μαθητές/τριες έχουν προσφυγικό, μεταναστευτικό ή άλλο υπόβαθρο. Αν και σε αρκετές χώρες, όπως και στην Κύπρο, προσφέρονται εντατικά και ενισχυτικά γλωσσικά μαθήματα, αυτά καταλαμβάνουν ένα μικρό ποσοστό του συνολικού σχολικού χρόνου.

Επομένως, οι εκπαιδευτικοί γενικής τάξης διαδραματίζουν σημαντικότατο ρόλο στην ακαδημαϊκή επιτυχία των εν δυνάμει πολύγλωσσων παιδιών (Guler, 2018) αλλά παραμένουν μη καταρτισμένοι/ες να διδάξουν σε γενικές ή/και ενισχυτικές πολύγλωσσες τάξεις (Mitsiaki et al., 2021· Villegas, 2018· Pettit, 2011· Rodríguez-Izquierdo et al., 2020). Επειδή λοιπόν έχουν χαμηλή αυτοπεποίθηση σε ό,τι αφορά τη διδασκαλία εν δυνάμει πολύγλωσσων παιδιών μεταφέρουν την ευθύνη στους/στις συναδέλφους τους, που προσφέρουν τα ενισχυτικά μαθήματα ή αντίστοιχα τα μαθήματα στις τάξεις υποδοχής (Villegas, 2018· Hutchinson, 2012), δημιουργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο.

Σε μια πρόσφατη πιλοτική ερευνητική προσπάθεια που πραγματοποιήθηκε σε πέντε διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες (Κύπρο, Ελλάδα, Μάλτα, Ιταλία και Πορτογαλία) στα πλαίσια του ερευνητικού προγράμματος REMAC («Επαναπροσδιορίζοντας τη γενική τάξη», https://remacproject.eu/), εντοπίστηκε ότι οι Ελληνόφωνοι/ες εκπαιδευτικοί έχουν λιγότερη αυτοπεποίθηση να αναπτύξουν σε παιδιά με μεταναστευτικό, προσφυγικό ή άλλο υπόβαθρο βασικές στρατηγικές μάθησης αλλά και κύριες γλωσσικές δεξιότητες όπως τις παραγωγικές (παραγωγή γραπτού ή/και προφορικού λόγου). Αυτή η ανασφάλεια φάνηκε να συνάδει με τις ανάγκες μετεκπαίδευσης που δήλωσαν. Η πλειοψηφία από αυτούς/ές δήλωσε πως χρειάζεται επιμόρφωση στη μεθοδολογική γνώση για ανάπτυξη κυρίως των παραγωγικών και προσληπτικών δεξιοτήτων (παραγωγή και κατανόηση γραπτού και προφορικού λόγου). Εκδήλωσαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για πηγές με εκπαιδευτικό υλικό και γλωσσικές δραστηριότητες, οι οποίες να επικεντρώνονται στη γνώση και εξοικείωση των μαθητών/τριών με συμβάσεις και χαρακτηριστικά επικοινωνίας καθώς και στην ανάπτυξη της παραγωγής προφορικού λόγου. Τέλος, έκαναν σαφή αναφορά στις ανάγκες που υπάρχουν για πηγές με δραστηριότητες που να αξιοποιούν στρατηγικές μάθησης όπως η χρήση εποπτικών μέσων, η ανάπτυξη της συνεργασίας αλλά και της ενσυναίσθησης.

Αν και το εν λόγω ερευνητικό έργο είναι σε εξέλιξη, μέσα από αυτά τα αρχικά αποτελέσματα αντιλαμβανόμαστε ότι οι εκπαιδευτικοί γενικής τάξης καλούνται να επιτελέσουν έναν ιδιαίτερα σύνθετο ρόλο χωρίς να είναι κατάλληλα εξοπλισμένοι/ες, ενδεχομένως επηρεάζοντας αρνητικά τη γλωσσική ανάπτυξη των παιδιών που καλούνται να διδάσκουν.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ