Συγγραφέας: Kieran Hurley
Σκηνοθεσία: Μαρία Κυριάκου
Μετά τον καλοκαιρινό της Οιδίποδα Τύραννο στον ΘΟΚ και το πρώτο της σκηνικό εγχείρημα στο αρχαίο δράμα, το οποίο έδωσε στο κοινό μια αξιόλογη παράσταση με άποψη και συνέπεια (και η οποία τίποτα δεν θα είχε να ζηλέψει από παραγωγές που συμμετέχουν στο Φεστιβάλ της Επιδαύρου, αν της δινόταν, βέβαια, η ευκαιρία, μιας και γίνεται τόσος λόγος τον τελευταίο καιρό), η Μαρία Κυριάκου επανέρχεται με ένα νέα έργο από τις προσφιλείς της περιοχές της σύγχρονης αγγλόφωνης δραματουργίας. Δεν είναι λίγες οι φορές που η Μαρία Κυριάκου, όπως και μια μικρή ομάδα σκηνοθετριών της νέας γενιάς, φέρνουν σε επαφή το κυπριακό κοινό με εντελώς σύγχρονα έργα, έργα που ξεπηδούν από φεστιβάλ αγγλόφωνων χωρών, και κυρίως αυτό του Εδιμβούργου. Μέσα από την προσήλωση και τη δουλειά αυτών των σκηνοθετριών, το κυπριακό κοινό είχε πολλάκις την ευκαιρία να παρακολουθήσει έργα της νεότερης αγγλόφωνης δραματουργίας, πριν ακόμα αυτά δοκιμαστούν στις ελληνικές ή ακόμα και άλλες ευρωπαϊκές σκηνές.
Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί και η επιλογή του έργου «Λόγια στο στόμα» («Mouthpiece») του Kieran Hurley, το οποίο μετά την πρεμιέρα του το 2019 στο Εδιμβούργο, και τις διθυραμβικές κριτικές που την ακολούθησαν, μεταφέρθηκε στο Soho Theatre στο Λονδίνο. Και μάλλον όχι άδικα, αφού πρόκειται για ένα έργο εξαιρετικά καλογραμμένο, ευφυές στη δομή του, τολμηρό στη γλώσσα του και πραγματικά επινοητικό και πρωτότυπο στη σύλληψή του. Αν και έργο με δύο μόνο χαρακτήρες, το «Mouthpiece» αγγίζει ουσιώδη και καίρια ζητήματα της σύγχρονης κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα επιτίθεται στο ίδιο το μέσο που υπηρετεί: το θέατρο και το κοινό του. Η Λίμπι, μια μεσήλικη συγγραφέας της αστικής τάξης που ψάχνει απεγνωσμένα τη συγγραφική της ταυτότητα και φωνή, γνωρίζει τον 17χρονο Ντέκλαν, έναν άνεργο έφηβο της εργατικής τάξης με ένα ιδιαίτερο ταλέντο στα σκίτσα. Η γνωριμία τους εξελίσσεται σε μια ανορθόδοξη φιλία, μέσα από την οποία η Λίμπι βρίσκει το θέμα για το επόμενό της έργο: τη ζωή του Ντέκλαν και τη γνωριμία τους. Η Λίμπι αφηγείται την ιστορία και τον τρόπο που γράφεται αυτή για να μετουσιωθεί σε έργο, την ίδια στιγμή που ο θεατής παρακολουθεί τα επεισόδια της ιστορίας να εκτυλίσσονται στη σκηνή. Ποιου τελικά τις ιστορίες ακούμε επί σκηνής; Ποιων οι ιστορίες κυριαρχούν στο αστικό θέατρο; Η Λίπμι υποτάσσει την ιστορία του Ντέκλαν στις συνταγές του καλοφτιαγμένου έργου που θα αρέσει στο κοινό και την κριτική, ενώ ο Ντέκλαν καταδικάζεται στη σιωπή γιατί δεν έχει πρόσβαση στην τέχνη. Η τέχνη του φτάνει μόνο μέχρι τους τοίχους του δικού του δωματίου.
Το έργο είναι πολυεπίπεδο, τόσο συγγραφικά, όσο και στη σκηνική ανάγνωση που απαιτεί. Η αυτοαναφορικότητά του πολλαπλή: συγγραφή μέσα στη συγγραφή, θέατρο μέσα στο θέατρο, χαρακτήρες μέσα στους χαρακτήρες, σκηνοθεσία μέσα στη σκηνοθεσία. Και αυτή την πολλαπλότητα αναδεικνύει μέσα από μια ώριμη και μεστή σκηνοθεσία η Μαρία Κυριάκου, υποβοηθούμενη από τη μετάφραση του Μάριου Κωνσταντίνου η οποία, μπορεί να μην μεταφέρει τη σκωτσέζικη διάλεκτο επί σκηνής, ωστόσο είναι σύγχρονη, κοφτή, στακάτη και κυρίως καίρια στην επιλογή των λέξεων και στην αντανάκλαση των κοινωνικών τάξεων που εκπροσωπούν οι δύο χαρακτήρες. Σε μια γυμνή σκηνή με 3-4 κύβους ως μόνα σκηνικά αντικείμενα, μέσα από τους καίριους φωτισμούς και τα προβεβλημένα λόγια στον πίσω τοίχο, τα οποία από τη μια καθοδηγούν χωροχρονικά τον θεατή και από την άλλη παραπέμπουν στη διαδικασία της συγγραφής του έργου, η Μαρία Κυριάκου και οι συνεργάτες της απορρίπτουν τις περιττές ρεαλιστικές απεικονίσεις και δημιουργούν με αφαιρετικότητα και εύστοχη λιτότητα ολόκληρο τον κόσμο της Λίμπι και του Ντέκλαν. Με γρήγορο ρυθμό που δεν αφήνει χρόνο και χώρο σε μελοδραματισμούς να παρεισφρήσουν στην παράσταση, με ταχύτατη και ακριβή εναλλαγή σκηνών, με κορυφώσεις και εντάσεις, η σκηνοθεσία της Μαρίας Κυριάκου ανταποκρίνεται απόλυτα στις απαιτήσεις ενός δύσκολου, σκηνικά, έργου, αναδεικνύοντας, πότε με ωμότητα και πότε με χιούμορ, όλα τα καίρια ζητήματά του: την κοινωνική αδικία και την προσωπική απελπισία (αλλά και πόσο διαφορετικά τις βιώνει η κάθε κοινωνική τάξη), το πώς γράφεται ένα έργο και σε ποιες πιέσεις εκτίθεται ένας συγγραφέας για να ενταχθεί στα καλλιτεχνικά «κυκλώματα», το ποιοι γράφουν και ποιων τις ιστορίες γράφουν, και εν τέλει, ποια η στάση του κοινού απέναντι σε αυτές τις ιστορίες. Η παράσταση που δημιουργεί η ομάδα κατορθώνει να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή μέχρι το απρόβλεπτο τέλος, ενώ τον φέρνει αντιμέτωπο με την υποκρισία του ίδιου του αστικού κοινού που έρχεται στο θέατρο για να παρακολουθήσει αυτές τις ιστορίες. Το σκοτάδι της πλατείας δεν αρκεί, στην περίπτωση αυτή, για να νιώσουμε ασφάλεια στις άνετες θέσεις μας.
Η επιτυχία της παράστασης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ερμηνείες των δύο ηθοποιών που καλούνται να ενσαρκώσουν τη Λίμπι και τον Ντέκλαν. Και ακριβώς εδώ είναι που ξεχωρίζει η δουλειά της Μαρίας Κυριάκου, ανήκοντας δικαιωματικά στην κατηγορία των (λίγων, έως και ελάχιστων) σκηνοθετών που ονομάζουμε «actor’s directors»· δηλαδή των σκηνοθετών που κατορθώνουν μέσα από το όραμά τους για το έργο και την κοπιώδη εργασία στο κομμάτι της υποκριτικής, να καθοδηγήσουν σωστά τους ηθοποιούς και να τους οδηγήσουν σε αξιόλογες ερμηνείες. Αυτό κατορθώνει και η Μαρία Κυριάκου με τη Μέλανη Στέλιου και τον Ανδρέα Δανιήλ, οι οποίοι μας εκπλήσσουν, όχι μόνο με την προσωπική τους δημιουργία στον ρόλο που αναλαμβάνουν, αλλά και με τη σκηνική χημεία που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Η Μέλανη Στέλιου κτίζει με ακρίβεια και απλότητα την κυκλοθυμία και τις ανασφάλειες της Λίμπι, τόσο ως αφηγήτριας/συγγραφέως, όσο και ως προσώπου της ιστορίας, μπαινοβγαίνοντας διαρκώς στον διπλό της ρόλο με άνεση και προσήλωση στη λεπτομέρεια. Ο Ανδρέας Δανιήλ δημιουργεί με εξαιρετική συνέπεια στους σωματικούς και εκφραστικούς του κώδικες, από τη μια την επιθετικότητα και καχυποψία του 17χρονου έφηβου που κουβαλά τα βάρη και τις αδικίες της κοινωνικής του τάξης και της δυσλειτουργικής οικογένειάς του, και από την άλλη την ευαισθησία του, αλλά και το πάθος για να μάθει νέα πράγματα και να ζήσει την πραγματικότητα μιας άλλης κοινωνικής τάξης.
Αν και το σταθερό πρόβλημα που μαστίζει το ελεύθερο θέατρο και τις μικρές ομάδες που για οικονομικούς, κυρίως, λόγους, αναγκάζονται να δώσουν ελάχιστο αριθμό παραστάσεων, άφησε την παραγωγή να περάσει σχεδόν απαρατήρητη, η επανάληψή της για λίγες, έστω παραστάσεις, δίνει την ευκαιρία σε όσους θέλησαν, αλλά δεν πρόλαβαν, να τη δουν. Μέσα στην υπερπληθώρα θεατρικών και λοιπών πολιτιστικών εκδηλώσεων των τελευταίων εβδομάδων, είναι μια παραγωγή που αναμφίβολα ξεχωρίζει.