Drive my car και Θείος Βάνιας

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΗΘΕΙΝΟΣ Δημοσιεύθηκε 8.1.2023
Κάθισα κάτω, έκλεισα τα μάτια μου –νά, έτσι– κι άρχισα να σκέφτομαι: Άραγε, εκείνοι που θα ζήσουν εκατό-διακόσια χρόνια ύστερα από μας, και που εμείς τώρα παλεύουμε για να τους ανοίξουμε τον δρόμο, θα μας θυμούνται καθόλου, θα λένε για μας κανέναν καλό λόγο; Όμως, όχι θείτσα, θα μας ξεχάσουν... - Άντον Τσέχωφ, Ο Θείος Βάνιας

Πριν από λίγες μέρες παρακολούθησα στον κινηματογράφο Άστυ στην Αθήνα την ταινία του Ιάπωνα σκηνοθέτη Ριοσούκε Χαμαγκούτσι Drive my Car, μια ιστορία επιλεγμένη από τη συλλογή διηγημάτων του Χαρούκι Μουρακάμι Άντρες χωρίς γυναίκες.

Κεντρικός ήρωας του έργου είναι ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Γιουσούκε Καφούκου, ο οποίος παίζει και σκηνοθετεί τον Θείο Βάνια του Τσέχωφ. Όταν μετά από μια ματαίωση πτήσης ο Γιουσούκε επιστρέφει απρόσμενα στο διαμέρισμα που ζει με τη γυναίκα του, τη βλέπει από τον καθρέφτη της εισόδου να κάνει έρωτα με τον εραστή της. Παρά το σοκ, αποχωρεί αθόρυβα χωρίς να γίνει αντιληπτός, και όταν επιστρέφει αφήνει τις μέρες να κυλήσουν βασανιστικά δίχως να αποκαλύψει αυτό που είδε. Ένα πρωί η γυναίκα του, πρώην ηθοποιός και νυν γνωστή σεναριογράφος, του λέει πως θέλει να μιλήσουν αλλά το ίδιο βράδυ, όταν εκείνος επιστρέφει, τη βρίσκει πεσμένη στο πάτωμα, νεκρή από εγκεφαλική αιμορραγία.

Δύο χρόνια αργότερα τον προσκαλούν να ανεβάσει τον Θείο Βάνια στη Χιροσίμα. Η διεύθυνση του θεάτρου, παρά τις αντιρρήσεις του, τον υποχρεώνει να έχει οδηγό στο αυτοκίνητο τη νεαρή Μισάκι με την οποία θα αναπτύξει μια ιδιαίτερη σχέση. Κατά τη διαδικασία επιλογής των ηθοποιών αναγνωρίζει ανάμεσα στους υποψηφίους τον εραστή της γυναίκας του, τον νεαρό Κότζι, και για κάποιον ανεξήγητο, εν πρώτοις λόγο, τον προσλαμβάνει δίνοντάς του τον ρόλο του Θείου Βάνια.

Όσο διαρκούν οι πρόβες, κι έχοντας πλέον καθημερινή επαφή με τον Κότζι, ο Καφούκου θα προσπαθήσει να καταλάβει τον χαρακτήρα της γυναίκας που αγάπησε. Έτσι, ο εραστής, η οδηγός, ο θίασος και η Χιροσίμα θα σχηματίσουν ένα va et vient παρόντος-παρελθόντος με επίκεντρο τον σκηνοθέτη και συνδετικό ιστό τον Θείο Βάνια. Ο Τσέχωφ, παρών σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της ταινίας, δεν υπαγορεύει τη σκέψη του μόνο στους ηθοποιούς, μέσω των ρόλων, αλλά και στον ίδιο τον Καφούκου, υποχρεώνοντάς τον να αναζητήσει στα μύχια της ψυχής του τις πραγματικές αλήθειες, να τις βρει και εν τέλει να συμφιλιωθεί μαζί τους.

Φεύγοντας από το σινεμά, σκεφτόμουν πόσο σωστά επέλεξαν ο Μουρακάμι και ο Χαμαγκούτσι την πόλη-σύμβολο της ανθρώπινης τρέλας, τη Χιροσίμα, ως τόπο δράσης του έργου και πόσο αρμονικά ο σεναριογράφος μαζί με τον σκηνοθέτη κατάφεραν να εμπλέξουν διαφορετικές γλώσσες (ιαπωνικά, αγγλικά, κορεατικά, ακόμα και τη νοηματική στην κορεατική εκδοχή της), καθώς επίσης και διαφορετικές κουλτούρες και χαρακτήρες, καταλήγοντας σε ένα ήρεμο, μετά τη θύελλα, αποτέλεσμα.

Επιστρέφοντας σπίτι, το πρώτο που έκανα ήταν να ψάξω στη βιβλιοθήκη τον Θείο Βάνια. Διαβάζοντας ξανά τη μετάφραση του Λυκούργου Καλλέργη, ζωντάνεψαν μέσα μου σκηνές από την παράσταση (1960 ή 1961, δεν θυμάμαι ακριβώς) στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν.

Ο Άντον Πάβλοβιτς Τσέχωφ γεννήθηκε στο χωριό Ταγκανρόγκ της Νότιας Ρωσίας τον Ιανουάριο του 1860 και κατάφερε μέσα από πολλές δυσκολίες να σπουδάσει ιατρική. Σαν γιατρός αρνούνταν να πληρωθεί από τους άπορους ασθενείς που περίσσευαν την εποχή εκείνη στην τσαρική Ρωσία, ενώ σαν συγγραφέας εμβάθυνε στις αγωνίες των ηρώων του, αναμειγνύοντας το μελάνι με δάκρυα, μεταμορφώνοντας την πένα σε νυστέρι. «Όταν με ρωτούν πώς γνωρίζω τόσα πολλά για τους ανθρώπους, παίρνουν μια απλή απάντηση: Όλα όσα ξέρω γι' αυτούς, τα έχω μάθει μελετώντας τον εαυτό μου», έλεγε, και πρόσθετε «η ιατρική είναι η αγαπημένη μου σύζυγος και το γράψιμο η ερωμένη μου. Όταν με κουράζει η μία, περνώ τη νύχτα με την άλλη».

Ο Θείος Βάνιας γράφτηκε το 1887 και εκτός από τα υπαρξιακά ερωτήματα που απασχολούν τους ήρωές του, διερωτάται για κάτι πολύ σοβαρό, καίριο, κάτι στο οποίο, (έχω την πεποίθηση ότι) δεν έχει δοθεί η πρέπουσα σημασία: ο Τσέχωφ, μέσω του γιατρού Αστρώφ, ανησυχεί για το μέλλον του ανθρώπου και του πλανήτη Γη, μια ανησυχία που σήμερα, 135 χρόνια μετά, πάλλεται ολοζώντανη στις συνειδήσεις όσων αγωνιούν για τη διάσωση του περιβάλλοντος και τρομάζουν αναλογιζόμενοι το αβέβαιο μέλλον του ανθρώπινου είδους.

«ΑΣΤΡΩΦ: Μπορείς να καις τη σόμπα σου με πετροκάρβουνο και να χτίζεις τις αποθήκες σου με τούβλα. Λοιπόν, εγώ παραδέχομαι να κόψεις ξύλα αφού έχεις ανάγκη, αλλά γιατί να καταστρέψεις τα δάση; Τα ρωσικά δάση τρίζουνε κάτω από το τσεκούρι. Κόψε δέντρα, αν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, αλλά ποιος ο λόγος να ισοπεδώνεις τα δάση; Τα δάση στη Ρωσία βρίσκονται στο έλεος του τσεκουριού, εκατοντάδες χιλιάδες δέντρα κόβονται, τα πουλιά και τα ζώα εκδιώχνονται από τα σπίτια τους, τα ποτάμια μετατρέπονται σε βάλτους και στεγνώνουν. Καταστρέφονται δισεκατομμύρια δέντρα, ερημώνονται οι φωλιές των άγριων ζώων και των πουλιών, τα ποτάμια λιγοστεύουνε και ξεραίνονται, και θαυμάσια τοπία αφανίζονται για πάντα. Κι όλα αυτά γιατί; Γιατί του τεμπέλη του ανθρώπου δεν του κόβει το μυαλό να σκύψει και να βγάλει μέσα από τη γη την καύσιμη ύλη. Δεν έχω δίκιο κυρία μου; Πρέπει να 'ναι κανείς απερίσκεπτος βάρβαρος για να καίει στη σόμπα του αυτήν την ομορφιά, να καταστρέφει εκείνο που δεν μπορεί να δημιουργήσει. Ο άνθρωπος είναι προικισμένος με λογικό και δημιουργική δύναμη για να μεγαλώνει και να πληθαίνει αυτό που του δόθηκε. Όμως ώς τώρα δεν εδημιούργησε τίποτα· κατέστρεψε μόνο. Τα δάση όλο και λιγοστεύουνε, τα ποτάμια ξεραίνονται, τα άγρια ζώα εξαφανίζονται, το κλίμα καταστρέφεται και η γη από μέρα σε μέρα γίνεται όλο και πιο φτωχή, πιο άσχημη. (Στον Θείο Βάνια). Εσύ όμως κάθεσαι κει πέρα, με κοιτάζεις με ειρωνεία κι όλα αυτά που λέω δεν σου φαίνονται σοβαρά. Νομίζεις πως είναι ιδιοτροπίες και παραξενιές. Μα όταν περνάω κοντά από τα χωριάτικα δάση, που τα 'σωσα από το πελέκημα και την καταστροφή, κι όταν ακούω να βουίζει το καινούργιο μου δάσος, που το φύτεψα με τα ίδια μου τα χέρια, νιώθω πως το κλίμα αυτό είναι λιγάκι και στη δική μου εξουσία, και πως αν ο άνθρωπος σε χίλια χρόνια θα 'ναι ευτυχισμένος, θα 'χω βάλει κι εγώ λίγο το χεράκι μου. Όταν φυτεύω τη σημύδα και τη βλέπω ύστερα να πρασινίζει, να φουντώνει και να κουνιέται στον αέρα, η ψυχή μου γιομίζει από περηφάνια, ωστόσο...».

Και στο σημείο αυτό συνεχίζει τονίζοντας ξεκάθαρα την απελπισία όσων ονειρεύονται μια καλύτερη ανθρωπότητα.

«... Όλα αυτά μπορεί να 'ναι και ιδιοτροπίες, δεν λέω... Είναι ώρα να πηγαίνω».

Το 2007 πήγα στο Ταγκανρόγκ και σαν ελάχιστο φόρο τιμής προς τον Άντον Τσέχωφ, καθώς και στην προφητική αγωνία του για το μέλλον του πλανήτη, έκανα στην αυλή του σπιτιού που γεννήθηκε την 146η Κατάκρυψη.

«Το μόνο που εξακολουθεί να υπάρχει στην περιφέρεια είναι οι ίδιοι βάλτοι, τα κουνούπια, η ίδια έλλειψη δρόμων, η φτώχεια, ο τύφος, η διφθερίτης, οι πυρκαγιές... Εδώ έχουμε έναν εκφυλισμό που είναι συνέπεια του άνισου αγώνα για την ύπαρξη... Ο εκφυλισμός αυτός οφείλεται στη μοιρολατρία, στην αμορφωσιά, στην έλλειψη κάθε συνείδησης. Όταν ένας άνθρωπος ξεπαγιασμένος, πεινασμένος, άρρωστος, για να σώσει τη ζωή του, να προφυλάξει τα παιδιά του, ενστικτώδικα, ασυνείδητα, πιάνεται από το κάθε τι για να κόψει την πείνα του και να ζεσταθεί, τα καταστρέφει όλα, χωρίς να σκέφτεται το αύριο... Κι έτσι σχεδόν όλα καταστράφηκαν, όμως στη θέση τους τίποτα δεν δημιουργήθηκε ακόμα... (Ψυχρά). Στο πρόσωπό σας βλέπω πως όλα αυτά δεν σας ενδιαφέρουν...».

Ομολογώ ότι ορισμένες φορές όταν η ανησυχία μου για την ελευθερία των πολιτισμών και τον κίνδυνο αφανισμού του ανθρώπινου είδους προσκρούει, χωρίς να αντανακλάται, σε πρόσωπα ανέκφραστα, με κατακλύζει η απορία του γιατρού Αστρώφ... Αλήθεια, ποιον ενδιαφέρουν όλα αυτά;

1. Τα αποσπάσματα είναι από τη μετάφραση του Λυκούργου Καλλέργη, εκδόσεις Γκόνη, Αθήνα 1960.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ