Ο Γατόπαρδος και το δημοψήφισμα της 21ης του 1860

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΗΘΕΙΝΟΣ Δημοσιεύθηκε 12.6.2023

Η αλεπού ειρωνευόταν τη λέαινα ότι γεννά μόνο ένα μικρό ενώ αυτή γεννά τσούρμο τ’ αλεπουδάκια. «Πόσα παιδιά κάνεις;» τη ρώτησε περιπαιχτικά, και η λέαινα απάντησε: «Ένα μόνο, αλλά είναι λιοντάρι!»

Στην περίπτωση του Λαμπεντούζα αυτό το «ένα και μόνο» δεν ήταν λιοντάρι αλλά Γατόπαρδος, ενα βιβλίο διάστικτο ιστορικές κηλίδες φτιαγμένες με το χρώμα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, της υποταγής των χωρικών στους φεουδάρχες, της χαμένης στα τερτίπια των διακανονισμών επανάστασης. «Ο ύπνος, ένας αιώνιος ύπνος, αυτό είναι που επιθυμούν οι Σικελοί, και θα μισήσουν όποιον θελήσει να τους ξυπνήσει, ακόμη κι αν τους προσφέρει τα πιο θαυμάσια δώρα», μονολογεί ο ντον Φαμπρίτσιο.

Ο Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα γεννήθηκε στο Παλέρμο το 1896, και πέθανε στη Ρώμη το 1957. Σε όλη του τη ζωή έγραψε ένα βιβλίο, τον Γατόπαρδο, το οποίο άρχισε το 1954, και το ολοκλήρωσε γράφοντας καθημερινά τους επόμενους τριάντα μήνες που του απέμεναν στη ζωή. Το μυθιστόρημα εκδόθηκε στην Ιταλία μετά τον θάνατο του, το 1958, και είχε μεγάλη επιτυχία. Πέντε χρόνια αργότερα, το 1963, έγινε ταινία από τον Λουκίνο Βισκόντι με πρωταγωνιστές τον Μπαρτ Λάνκαστερ (πρίγκιπας Φαμπρίτσιο Σαλίνα), την Κλαούντια Καρντινάλε (Αντζέλικα), και τον Αλέν Ντελόν (Τανκρέντι) .

Η ιστορία του Γατόπαρδου, εξελίσσεται στη Σικελία την άνοιξη του 1860, την περίοδο που ο Γκαριμπάλντι με τους «κόκκινους» επαναστάτες του αποβιβάζονται στο νησί. Ο ντον Φαμπρίτσιο πρίγκιπας της Σαλίνα, διαισθάνεται ότι ο κόσμος στον οποίο ανήκει αργοπεθαίνει και ότι με τη βοήθεια του Γκαριμπάλντι ένας καινούργιος βασιλιάς παίρνει το σκήπτρο μιας ενωμένης, από τον Βορρά έως τον Νότο, Ιταλίας.

Οι αστοί και οι έμποροι, όπως συνέβη στη Γαλλία με τη Γαλλική Επανάσταση, ετοιμάζονται να πάρουν τη θέση των αριστοκρατών, είτε αγοράζοντας γαίες, είτε εξαγοράζοντας γαμπρούς και τίτλους, όπως στην περίπτωση του Τανκρέντι, αγαπημένου ανιψιού του πρίγκιπα, που παντρεύεται την πάμπλουτη, πανέμορφη, «ταπεινής καταγωγής» Αντζέλικα.

Ο Λουκίνο Βισκόντι, κόμης του Λονάτε Ποτσόλο, πόλης της επαρχίας Βαρέζε, σαράντα χιλιόμετρα βόρεια του Μιλάνου, μετά το πολυβραβευμένο, Ο Ρόκο και τα αδέλφια του, σκηνοθέτησε τον Γατόπαρδο από τον οποίο «ψαρεύω» σκηνές και διαλόγους τόσο επίκαιρους, όσο και διαχρονικούς.

Σκηνή στην έπαυλη του πρίγκιπα στο Παλέρμο.

Ο ντον Φαμπρίτσιο φορώντας μεταξωτή ρόμπα ξυρίζεται πλάι στο ανοιχτό παράθυρο, όταν στον καθρέφτη εμφανίζεται η μορφή του αγαπημένου του ανιψιού Τανκρέντι.

-Α... Τανκρέντι... Τι σκάρωνες χτες βράδυ;

-Καλημέρα θειούλη. Τι σκάρωνα; Απολύτως τίποτα, ήμουνα με φίλους, πέρασα μια άγια νύχτα, όχι σαν κάποιους γνωστούς μου που διασκέδαζαν στο Παλέρμο...

Ο πρίγκιπας νιώθει θιγμένος γιατί ο υπαινιγμός του ανιψιού του στοχεύει εκείνον, όμως δεν έχει διάθεση να τον επιπλήξει. Εξάλλου, ο Τανκρέντι έχει δίκιο. Το βράδυ του ήταν «αμαρτωλό».

-Έχεις δίκιο... Μα γιατί είσαι ντυμένος έτσι; Τι συμβαίνει; Πας σε αποκριάτικο χορό πρωινιάτικα;

-Φεύγω θειούλη μου, φεύγω και ήρθα να σε αποχαιρετήσω.

-Γιατί; Πού πας; Κάποια μονομαχία;

-Ναι θείε, μια μεγάλη μονομαχία ενάντια στον βασιλιά... Πάω στα βουνά, στο Κορλεόνε. Θα συμβούν μεγάλα γεγονότα κι εγώ δεν θέλω να μείνω στο σπίτι.

-Είσαι τρελός να μπλεχτείς με αυτούς... είναι μαφιόζοι, είναι κατεργάρηδες. Ένας Φαλκονέρι πρέπει να είναι μαζί μας, για τον βασιλιά.

-Για τον βασιλιά, ναι βέβαια, αλλά για ποιόν βασιλιά;

Πίστεψέ με θειούλη, αν δεν πάρουμε μέρος κι εμείς, εκείνοι θα μας στήσουν μια δημοκρατία στο άψε - σβήσε...

Και στο σημείο αυτό, ο Λαμπεντούζα, διά στόματος Τανκρέντι, κάνει έναν από τους πλέον ενδιαφέροντες κοινωνικοπολιτικούς σχολιασμούς, μια παρατήρηση που από μόνη της δικαιώνει την ύπαρξη ολόκληρου του βιβλίου. Λέει ο Τανκρέντι συμπληρώνοντας τη φράση και κοιτάζοντας τον πρίγκιπα κατάματα, σαν να του υπενθυμίζει ότι αυτά είναι και δικά του λόγια:

...Αν θέλουμε να μείνουν όλα όπως είναι, τότε πρέπει όλα να αλλάξουν. Έγινα κατανοητός;

Τη σκέπτομαι διαρκώς αυτή τη φράση, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων: Αν θέλουμε να μείνουν όλα όπως είναι, τότε πρέπει όλα να αλλάξουν, ή σε μια πιο απλή εκδοχή, κάτι πρέπει να αλλάξει, για να μην αλλάξει τίποτα.

Θυμάμαι στις αρχές της δεκαετίας του 1960, τις νεανικές φωνές των συμμαθητών μου να τραγουδάνε με ενθουσιασμό «ένα-ένα-τέσσερα» και «ψωμί- παιδεία-ελευθερία», θυμάμαι στα 1965 στη γωνία Σταδίου και Χρήστου Λαδά να χύνεται το κόκκινο αίμα της νεολαίας, θυμάμαι στα 1967 τον σκληρό ήχο από τις ερπύστριες στους δρόμους της Αθήνας, θυμάμαι το 1974 τον κόσμο να περικυκλώνει το αεροπλάνο του «εθνάρχη» στο Ελληνικό, θυμάμαι το 1981 έναν άντρα με υψωμένα χέρια να φωνάζει από το μπαλκόνι της Πλατείας Συντάγματος «ελληνικέ λαέ, αλλαγή εδώ και τώρα» ξεσηκώνοντας τα πλήθη, θυμάμαι το 1996 τον αρχιερέα της καταστροφής να διακηρύττει από την τηλεόραση προς κάθε εργαζόμενο «δεν υπάρχουν αγροτικά κι εργατικά κεκτημένα», θυμάμαι εμένα στους δρόμους της Αθήνας, της Ρώμης, του Παρισιού, θυμάμαι εσένα, εκείνη, εκείνον, θυμάμαι όλους εμάς κι αναρωτιέμαι... Μα, όλα άλλαξαν για να ξαναγίνουν όπως ήταν πριν;

Σκηνή σε ένα χάνι, μεταξύ Παλέρμο και της περιοχής Ντοναφουγκάτα. Ο πάτερ Πιρόνε, ο ιερέας της οικογένειας Σαλίνα, συνομιλεί με τους χωρικούς και κάποιος τον ρωτάει:

-Πάτερ, εσύ που ζεις μέσα στους ευγενείς, για πες μου τι λένε οι «αρχόντοι» για όλη αυτή τη μεγάλη εξέγερση; Τι λέει ο πρίγκιπας ντι Σαλίνα, σπουδαίος, περήφανος κι οξύθυμος όπως είναι;

-Κοιτάξτε, τους «αρχόντους», όπως τους αποκαλείτε εσείς, δεν τους καταλαβαίνει κανείς εύκολα. Ζούνε σ΄ έναν δικό τους κόσμο, που δεν δημιουργήθηκε από τον Θεό, αλλά από τη δική τους κοινωνική τάξη, μετά από πολλούς αιώνες συσσώρευσης εκλεκτών βιωμάτων βασάνων και τέρψεων. Έχουν μια πολύ ισχυρή συλλογική μνήμη και κατά συνέπεια δυσαρεστούνται ή ευαρεστούνται με πράγματα που εσάς κι εμένα δεν μας νοιάζουν καθόλου. Στους «αρχόντους» έχουν διεισδύσει καινούργιοι φόβοι που εμείς αγνοούμε: έχω δει τον ντον Φαμπρίτσιο, άνθρωπο σοβαρό και γνωστικό, να σκοτεινιάζει για έναν κακοσιδερωμένο γιακά στο πουκάμισό του. Και ξέρω από σίγουρο χέρι πως ο πρίγκιπας ντι Λάσκαρι δεν έκλεισε μάτι μια ολόκληρη νύχτα από την οργή του, επειδή σ΄ ένα γεύμα του είχαν δώσει λάθος θέση. Μήπως λοιπόν νομίζετε αυτό το είδος ανθρώπων, που τους απασχολούν μόνο θέματα γιακάδων ή εθιμοτυπικών κανόνων, είναι πράγματι ευτυχισμένο;

-Ευχαριστώ πάτερ. Όταν ξανασυναντηθούμε αύριο, να μου πεις πώς ο πρίγκιπας ντι Σαλίνα δέχτηκε την επανάσταση.

-Να σας το πω τώρα αμέσως με δυο λόγια: απλώς ισχυρίζεται πως δεν έχει γίνει καμία επανάσταση και πως όλα θα συνεχίσουν να είναι όπως πριν.

Σκηνή στο καθιστικό της έπαυλης στην Ντοναφουγκάτα. Ο ντον Φαμπρίτσιο διαβάζει δυνατά ένα βιβλίο καθώς η οικογένεια παρακολουθεί την ανάγνωση καθισμένη γύρω του. Η φωνή του ανακατεύεται με τους κεραυνούς της καταιγίδας όταν εισβάλλει ο υπηρέτης αναγγέλλοντας τον ξαφνικό γυρισμό του Τανκρέντι και του φίλου του κόμη Γκαβριάκι. Ανιψιός και κόμης δεν φοράνε πια τις κόκκινες στολές των Γκαριμπαλντίνων, αλλά τις μπλε στρατιωτικές στολές του βασιλικού στρατού. Ο πρίγκιπας το προσέχει και το σχολιάζει.

-Δεν σας καταλαβαίνω εσάς τους δύο... Νομίζω ότι την τελευταία φορά που σας είδα ήσασταν κόκκινοι σαν αστακοί...

-Τι θέλεις να πεις θείε;

-Μα εσείς οι Γκαριμπαλντίνοι δεν φοράτε πια κόκκινα πουκάμισα;

-Μα ποιοι Γκαριμπαλντίνοι θειούλη; Ήμασταν κάποτε Γκαριμπαλντίνοι, τώρα τέλος. Ο Γκαριμπάλντι είναι παρελθόν, ο Γκαβριάκι κι εγώ ανήκουμε πλέον στον κανονικό στρατό της Αυτού Μεγαλειότητας του Βασιλιά της Ιταλίας.

Σκηνή στο υπέροχο σικελικό τοπίο. Ο πρίγκιπας έχει βγει κυνήγι παρέα με τον υποτακτικό του, τον ντον Τσίτσο, και τον ρωτάει:

-Εσύ ντον Τσίτσο, τι ψήφισες στο δημοψήφισμα της 21ης του μήνα;

-Ψήφισα αριστοκρατία, εξοχότατε. Ναι, ξέρω τι μου είχατε πει... ότι η αλλαγή είναι μια αναγκαιότητα, μια ευκαιρία για όλους, όμως ο Τσίτσο Τομέο είναι τζέντλεμαν. Ξέρω πως είμαι φτωχός, άθλιος και πεινασμένος, με τρύπια παντελόνια και τρύπια παπούτσια, «ξέρω ότι δεν θα αποκτήσω ποτέ δικό μου σπίτι, δεν θα έχω δίκαιη μεταχείριση και Κοινωνικές Ασφαλίσεις, ότι θα δουλεύω για εξακόσια ευρώ τον μήνα», όμως δεν ξεχνάω πως η βασίλισσα της Ισπανίας, αυτή που ήταν δούκισσα της Καλαβρίας, με βοήθησε κάποτε να σπουδάσω και να είμαι σήμερα ο χειριστής του εκκλησιαστικού οργάνου.

Μπράβο ντον Τσίτσο!

Όλα λοιπόν άλλαξαν για να επανέλθουμε στα ίδια. Όλα θα ξεχαστούν, σαν να μην έχει γίνει τίποτα.

Υ.Γ Το υλικό των διαλόγων το άντλησα από το βιβλίο Γατόπαρδος των εκδόσεων BELL καθώς και την ομώνυμη ταινία στα ιταλικά. Την είδα πολλές φορές απολαμβάνοντας τη φωτογραφία, την ερμηνεία των ηθοποιών, τη μουσική του Νίνο Ρότα, κι ένα υπέροχο βαλς του Τζουζέπε Βέρντι .

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ