Την περασμένη Τρίτη, Ομοσπονδιακό Δικαστήριο στη Λουιζιάνα των ΗΠΑ αποφάσισε ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν μπορεί να επικοινωνεί με τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης σχετικά με το περιεχόμενό τους στο διαδίκτυο, όταν πρόκειται για μεγάλο εύρος περιεχομένου. Πρόκειται για μια απόφαση που θα μπορούσε να δυναμιτίσει τις προσπάθειες καταπολέμησης ψευδών και παραπλανητικών ειδήσεων σχετικά με την πανδημία του κορωνοϊού και άλλα ζητήματα.
Η απόφαση εγγράφεται σε μια σφοδρή νομική διαμάχη για τα όρια του λόγου στο διαδίκτυο. Είναι μια νίκη για τους Ρεπουμπλικάνους που συχνά κατηγορούσαν τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook, το Twitter και το YouTube, ότι κατεβάζουν δυσανάλογα περισσότερο συντηρητικό περιεχόμενο, μερικές φορές σε συνεργασία με την κυβέρνηση. Αντίθετα, οι Δημοκρατικοί υποστηρίζουν ότι οι πλατφόρμες απέτυχαν να αστυνομεύσουν επαρκώς την παραπληροφόρηση και τη ρητορική μίσους, οδηγώντας σε επικίνδυνα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένης της βίας.
Στην απόφασή του το δικαστήριο ορίζει ότι μέρη της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου του Υπουργείου Υγείας και Ανθρωπίνων Υπηρεσιών και του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών, δεν μπορούν να συνομιλούν με εταιρείες Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης με σκοπό «να παροτρύνουν, να ενθαρρύνουν, να πιέζουν ή να παρακινούν με οποιονδήποτε τρόπο την αφαίρεση, τη διαγραφή, την καταστολή ή τη μείωση του περιεχομένου που περιέχει προστατευόμενη ελευθερία του λόγου».
Επίσης, οι υπηρεσίες δεν θα μπορούν να επισημαίνουν συγκεκριμένες αναρτήσεις στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης ή να ζητούν αναφορές σχετικά με τις προσπάθειές τους να καταργήσουν περιεχόμενο. Η απόφαση ανέφερε ότι η κυβέρνηση θα μπορεί, πάντως, να ενημερώνει τις πλατφόρμες για αναρτήσεις που περιγράφουν λεπτομερώς εγκλήματα, απειλές για την εθνική ασφάλεια ή ξένες προσπάθειες επηρεασμού των εκλογών.
Όλα τα παραπάνω έρχονται σε πλήρη αντίθεση με όσα κάνουμε στην Ευρώπη. Οι πλατφόρμες είναι υποχρεωμένες να καταθέτουν αναφορές και να συνεργάζονται πλήρως με τις κυβερνήσεις. Σε τέτοιο σημείο, που ο Γάλλος Πρόεδρος Εμμανουέλ Μακρόν το τερμάτισε πριν από λίγες ημέρες, όταν ζήτησε από τις πλατφόρμες, ιδιαίτερα το Snapchat και το TikTok, να συνεργαστούν ακόμη πιο στενά με την κυβέρνηση για να σταματήσουν τα social να «διαφημίζουν» τη βία αλλά και να βοηθούν στο να κλείνονται ραντεβού για ταραχές.
Προσπερνώντας το απίστευτο για εμάς γεγονός ότι στις ΗΠΑ οι πολιτικές διαφωνίες λύνονται στα δικαστήρια ενώ σε εμάς στη Βουλή, τα δύο αυτά άκρα γεννούν δύο σαφείς ερωτήσεις. Η πρώτη είναι: πρέπει η πολιτεία να συνεργάζεται με τα social; Οι Αμερικανοί μόλις είπαν όχι. Οι Ευρωπαίοι, εδώ και καιρό, το διεκδικούν και το έχουν πετύχει. Όχι με τον τρόπο που το ανέδειξε ο Πρόεδρος Μακρόν, αλλά σίγουρα πρέπει να υπάρχει και σχέση και συνεργασία. Αλλιώς οι πλατφόρμες μένουν ανεξέλεγκτες. Κι όταν μένουν ανεξέλεγκτες, έχουμε Cambridge Analytica και άλλα παρόμοια.
Η δεύτερη ερώτηση είναι ποιο είναι το επίπεδο εξουσίας της πολιτείας που συνεργάζεται; Στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει λυθεί το πρόβλημα, είναι η Κομισιόν, η οποία αποτελείται από μέλη που έχουν διορίσει δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις σε κάθε χώρα. Καλοί ή κακοί οι επίτροποι, εμείς τους διαλέξαμε. Σε εθνικό επίπεδο όμως; Μπορεί να είναι ο επικεφαλής του κράτους; Πρέπει να είναι η κυβέρνηση; Οι υπηρεσίες των υπουργείων; Να γίνονται μήπως λαϊκές συνελεύσεις; Και αυτό το έχουμε λύσει στην Ευρώπη γιατί οι κυβερνήσεις μας είναι δημοκρατικά εκλεγμένες και νομιμοποιούνται να διαπραγματεύονται με τον οποιονδήποτε εξ ονόματος των πολιτών.
Άρα οι Αμερικανοί το έχουν λάθος κι εμείς σωστά; Εκ πρώτης όψεως, ναι. Όμως, αν και δημοκρατικά εκλεγμένες, αρκετές από τις κυβερνήσεις μας δεν αντιστέκονται στον πειρασμό να «βολεύονται» λίγο παραπάνω απ’ ό,τι τους επιτρέπεται. Το να ζητάς από τις πλατφόρμες να σου υποδείξουν τους «ενόχους» για τις «φασαρίες», να τις κάνεις δηλαδή μέρος του δικού σου προβλήματος, είναι κατάχρηση εξουσίας. Είναι σαν να μην είσαι δημοκρατικό κράτος, σαν να είσαι ανίκανος να δώσεις λύση, σαν να καθιστούσες υπεύθυνη, χρόνια πριν, την ντουντούκα για υποκίνηση ταραχών.