Το άρωμα του Κήπου μου τούτου θα μεθάει τους ανθρώπους κι όταν εγώ θα έχω γίνει σκόνη, και κάθε μόριο της σκόνης μου θα 'χει σκορπιστεί από τον άνεμο. Ο σκοπός μου είναι να χαράξω μια ζωγραφιά που να ζήσει ύστερα από μένα, γιατί δεν βλέπω διάρκεια στην ύπαρξη του ανθρώπου. Κι ίσως, μια μέρα, στο παγερό σύθαμπο ενός τζαμιού, κάποιος σοφός, από έλεος, να μουρμουρίσει μιαν ευχή για την ψυχή ενός άλλου σοφού, που αγάπησε τα ρόδα. [Σαΐχ Μουσλίχ εν Ντίν Σααντί, 1184-1291 (1)]
Αφήνω στο τραπέζι την εξομολόγηση του Σααντί και περιφέρομαι από δωμάτιο σε δωμάτιο συνομιλώντας με τον εαυτό μου (όπως συνήθως). Έξω απ' τα κλειστά παραθυρόφυλλα παραμονεύουν η καθημερινή σκλαβιά, το ξόδεμα της κάθε εξόδου, η επιφανειακή συναναστροφή, η ανούσια μοναχική περιφορά ανάμεσα σε συμπεριφορές επιεικώς αντιαισθητικές (με εξαιρέσεις, όπως συνήθως). Μέσα, στον κλειστό χώρο του σπιτιού που πολλοί θα τον χαρακτήριζαν «προσωπική φυλακή», κυριαρχεί η δική μου ελευθερία (αν και σχετική, όπως συνήθως). Την άκρα σιγή του χώρου διακόπτουν ξαφνικές λάμψεις, μακρινά μπουμπουνητά. Ο ουρανός ρίχνει βροχή με το τουλούμι, οι ριπές πλημμυρίζουν τους λάκκους των δέντρων στον κήπο. «Το άρωμα του Κήπου μου τούτου θα μεθάει τους ανθρώπους κι όταν εγώ θα έχω γίνει σκόνη». Ζηλεύω όσους ποιητές κατάφεραν να ισορροπήσουν δημιουργικά σε δύο χρόνους και περισσότερες εποχές.
Ο φετινός χειμώνας είναι ανακατεμένος με άνοιξη. Τα δέντρα μπερδεύτηκαν, η δαμασκηνιά έβγαλε πρόωρους ανθούς και η μουριά βλαστάρια, Δεκέμβρη μήνα. Όλα και όλοι (ή τουλάχιστον οι περισσότεροι) μοιάζουν αναποφάσιστοι (όπως συνήθως).
Αντιλαμβάνομαι ότι η φράση «όπως συνήθως» κόλλησε για τα καλά στο μυαλό μου και επαναλαμβάνεται ενοχλητικά.
Τη γράφω στον υπολογιστή, «όπως συνήθως», και εμφανίζεται πάραυτα στην οθόνη με μεγάλα γράμματα ο τίτλος «Comme d'habitude». Δεξιά, στο πλάι, η φωτογραφία ενός συμπαθητικού άνδρα τον οποίο αναγνωρίζω, είναι ο Κλοντ Φρανσούα, μουσικό είδωλο της δεκαετίας του '70. Θυμάμαι αμυδρά μερικά τραγούδια του όπως επίσης ότι είχε έναν εντελώς άδικο θάνατο.
Ψάχνω στη Βικιπαίδεια το σχετικό λήμμα: «Ο Κλοντ Αντουάν Μαρί Φρανσουά γεννήθηκε την 1η Φεβρουαρίου 1939 και πέθανε στις 11 Μαρτίου 1978. Ήταν Γάλλος τραγουδιστής, συνθέτης, τραγουδοποιός, παραγωγός δίσκων και χορευτής, γνωστός και με το ψευδώνυμο Κλοκλό. Ο Φρανσουά συνέγραψε τους στίχους του «Comme d’habitude» (σύνθεση του Ζακ Ρεβό και του ιδίου), την πρωτότυπη εκδοχή του πασίγνωστου «My Way». Ο Φρανσουά πούλησε περίπου 35 εκατομμύρια δίσκους κατά τη διάρκεια της καριέρας του (και μετά τον θάνατό του) και επρόκειτο να ξεκινήσει για τις Ηνωμένες Πολιτείες όταν έπαθε ηλεκτροπληξία κατά λάθος τον Μάρτιο του 1978, σε ηλικία 39 ετών».
Ζούσα στο Παρίσι εκείνη την εποχή και θυμάμαι το κοινωνικό σοκ. Οι εφημερίδες καθώς και τα περιοδικά ποικίλης ύλης τάιζαν για εβδομάδες τον κόσμο με λεπτομέρειες από τη ζωή του Κλοκλό, καταλήγοντας ότι τον χτύπησε το ηλεκτρικό ρεύμα καθώς προσπαθούσε να αλλάξει μια λάμπα στο μπάνιο του. Άδικος θάνατος, τόσο άδικος που μοιάζει με φάρσα.
Ο γαλαζοαίματος πρώην Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ζισκάρ ντ'Εσταίν φαίνεται πως τον άκουγε φανατικά αφού δήλωσε ότι ο Κλοντ Φρανσουά ήταν γι' αυτόν «το γαλλικό αντίστοιχο των Beatles, που σημαίνει το μεγάλο ταλέντο μιας γενιάς».
Τι έλεγαν όμως οι στίχοι του διάσημου τραγουδιού; Επιχειρώ μια γρήγορη μετάφραση:
Ξυπνάω και σε σκουντάω / δεν ξυπνάς / όπως συνήθως.
Σε σκεπάζω με το σεντόνι / φοβάμαι ότι κρυώνεις / όπως συνήθως.
Το χέρι μου χαϊδεύει τα μαλλιά σου / σχεδόν παρά τη θέλησή μου
/ όπως συνήθως / αλλά εσύ μου γυρνάς την πλάτη / όπως συνήθως.
Ντύνομαι γρήγορα / φεύγω απ' το δωμάτιο / όπως συνήθως.
Πίνω τον καφέ μόνος μου / έχω αργήσει / όπως συνήθως.
Φεύγω από το σπίτι αθόρυβα / όλα έξω είναι γκρίζα / όπως συνήθως / κρυώνω, σηκώνω τον γιακά μου / όπως συνήθως.
Και μετά, η μέρα θα φύγει / θα επιστρέψω / όπως συνήθως/
κι εσύ θα έχεις βγει / δεν θα έχεις επιστρέψει / όπως συνήθως.
Θα πάω για ύπνο μόνος / σ' αυτό το μεγάλο κρύο κρεβάτι / όπως συνήθως / θα κρύψω τα δάκρυά μου / όπως συνήθως.
Όπως συνήθως / ακόμα και τη νύχτα / παίζω προσποιούμενος.
Όπως συνήθως, θα επιστρέψεις.
Όπως συνήθως, θα σε περιμένω
Όπως συνήθως, θα μου χαμογελάσεις. Όπως συνήθως.
Όπως συνήθως, θα γδυθείς.
Όπως συνήθως, θα πέσεις για ύπνο.
Όπως συνήθως, θα φιληθούμε.
Όπως συνήθως.
Λίγο αργότερα, ο κύριος Πολ Άνκα, τραγουδιστής από τον Καναδά (ποιος δεκαπεντάχρονος από τη γενιά μου δεν θυμάται το «Crazy Love» ή το «Put your head on my shoulder»· χορεύαμε μπλουζ με την καρδιά να χτυπάει ταμπούρλο αγγίζοντας συγκρατημένα το σφριγηλό κορμάκι του πλατωνικού έρωτά μας), έγραψε πάνω στη μουσική του «Comme d'habitude» μια διαφορετική ιστορία, σε πρώτο πρόσωπο και πάλι, αλλά καθόλου δακρύβρεχτη όπως εκείνη του Κλοκλό. Δεν ξέρω αν την τραγούδησε και ο ίδιος, το βέβαιο είναι ότι η φωνή του Φρανκ Σινάτρα την έκανε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες (όπως συνήθως).
Και τώρα, το τέλος είναι κοντά / έτσι, καθώς αντιμετωπίζω την τελευταία αυλαία / φίλε μου, θα το πω ξεκάθαρα / θα αναφέρω την περίπτωσή μου, για την οποία είμαι σίγουρος.
Έζησα μια ζωή γεμάτη / ταξίδεψα σε όλους τους αυτοκινητόδρομους / και περισσότερο, πολύ περισσότερο από αυτό / το έκανα με τον τρόπο μου.
Ενοχές, ναι, είχα μερικές / αλλά και πάλι, πολύ λίγες για να τις αναφέρω / έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω / και το αντιμετώπισα χωρίς εξαίρεση / Σχεδίασα κάθε διαγραμμένη πορεία / κάθε προσεκτικό βήμα κατά μήκος του δρόμου / και περισσότερο, πολύ περισσότερο από αυτό / το έκανα με τον τρόπο μου.
Ναι, υπήρξαν στιγμές, είμαι σίγουρος ότι το ήξερες / όταν δάγκωσα περισσότερο από όσο μπορούσα να μασήσω / αλλά μέσα από όλα αυτά, όταν αμφέβαλα / έτρωγα και έφτυνα / τα αντιμετώπισα όλα και στάθηκα στο ύψος μου / Και το έκανα με τον τρόπο μου.
Αγάπησα, γέλασα κι έκλαψα / χόρτασα το μερίδιό μου στην ήττα / και τώρα, καθώς τα δάκρυα υποχωρούν / τα βρίσκω όλα τόσο διασκεδαστικά / ναι, τα έκανα όλα αυτά / και μάλιστα μπορώ να πω χωρίς ντροπή / Ω, όχι, ω, όχι, όχι εγώ / εγώ το έκανα με τον τρόπο μου.
Γιατί, τι είναι ο άνθρωπος, / τι έχει αν δεν είναι ο εαυτός του / δεν έχει τίποτα αν δεν μπορεί να εκφράσει αυτά που πραγματικά νιώθει / κι όχι τα λόγια αυτού που γονατίζει / το αποτέλεσμα δείχνει ότι δέχτηκα τα χτυπήματα / και το έκανα με τον τρόπο μου. Ναι, αυτός ήταν ο τρόπος μου.
Αισθάνομαι ότι δεν είναι ένα απλό τραγούδι αλλά μια δημόσια εξομολόγηση, μια προσωπική δήλωση κάποιου ή κάποιας που η μεστή φωνή του Σινάτρα προσκαλεί τους ακροατές να ταυτιστούν με την ουσία της, εξυψώνοντας τις στιγμές της δικής τους ζωής.
Αυτό άλλωστε δεν επιδιώκει, ακολουθώντας τον δικό του τρόπο, τη δική του γλώσσα, τη δική του εποχή, ο ποιητής; Είτε τον λένε Σααντί, είτε (όπως συνήθως) Πολ Άνκα.
(1) Το Γκιουλιστάν ή ο Κήπος των Ρόδων. Εκδόσεις Ηριδανός. Μετάφραση: Κώστας Τρικογλίδης, Αθήνα 1983