Η Φόνισσα

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΛΗΘΕΙΝΟΣ Δημοσιεύθηκε 16.1.2024
«Η ζωή των «καταραμένων κοριτσιών» της εποχής που ζωντανεύει το διήγημα είναι μια ανοιχτή πληγή, ένα ατελείωτο μαρτύριο που ξεκινάει με την απόρριψη του φύλου τους στη γέννα...»

Παρακολούθησα πριν από μερικές μέρες την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Η φόνισσα» και με αυτήν την αφορμή έπιασα να ξαναδιαβάζω το βιβλίο. Όμως στο Ζ' κεφάλαιο σταμάτησα, κόλλησα σε μια λέξη και δεν μπόρεσα να συνεχίσω. 

«Η Χαδούλα, η λεγομένη Φράγκισσα ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν, και με δύο μικράς άκρας μύστακος άνω των χειλέων της. Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της, έβλεπεν ότι δεν είχε κάμει άλλο τίποτε ειμή να υπηρετεί τους άλλους».

Αυτό το αρχικό σχεδίασμα της μορφής και του ήθους της Φραγκογιαννούς, αδρό και ολοκληρωμένο με τη θυσία της ζωής της στις ανάγκες των άλλων, προϊδεάζει τον αναγνώστη για κάποιο κακό που πρόκειται να ακολουθήσει. Στους λογισμούς της, το άχαρο παρελθόν πρόκειται να οδηγήσει με σιγουριά σε ένα αδιέξοδο μέλλον. Ο Παπαδιαμάντης, ως εξαίρετος ηθογράφος, σχεδιάζει τα επεισόδια της μνήμης με μουντές φόρμες του γκρι. Οι λέξεις απλώνονται στις σελίδες σαν πινελιές σε καμβά γρέτζο, οι εικόνες σταμπάρονται σε τραχύ ύφασμα, στολίζοντας την ηρωίδα με το μαύρο φόρεμα της απελπισίας. Για όποιον μπορεί να το αντιληφθεί και αντέχει να το αναγνωρίσει, η ζωή των «καταραμένων κοριτσιών» της εποχής που ζωντανεύει το διήγημα είναι μια ανοιχτή πληγή, ένα ατελείωτο μαρτύριο που ξεκινάει με την απόρριψη του φύλου τους στη γέννα, μεγαλώνει με καθημερινό βάσανο και τελειώνει με τη σιωπηρή αποδοχή του ζωντανού θανάτου, αυτού ακριβώς που βιώνει ξάγρυπνη μπροστά στο λίκνο της εγγονής της η Φραγκογιαννού. 

Άραγε λογίζεται φόνος η θανάτωση του καταδικασμένου να περάσει τη ζωή του (ή το υπόλοιπό της) μαρτυρικά, ή είναι λύτρωση ανάλογη με εκείνη που προσφέρει η ευθανασία; 

Ερωτώ δίχως να έχω την απάντηση.

«Το νεογνόν είχε γεννηθή προ δύο εβδομάδων. Η μητέρα του είχε κάμει βαριά λεχωσιά. Ήτο αύτη η κοιμωμένη επί της κλίνης, η πρωτότοκος κόρη της Φραγκογιαννούς, η Δελχαρώ η Τραχήλαινα. Είχαν βιασθή να το βαπτίσουν την δεκάτην ημέραν επειδή έπασχε δεινώς· είχε κακόν βήχα, κοκκίτην, συνοδευόμενον με σπασμωδικά σχεδόν συμπτώματα [...] Επί πολλάς νύκτας η Φραγκογιαννού δεν είχεν δώσει ύπνον εις τους οφθαλμούς της, ουδέ εις τα βλέφαρά της νυσταγμόν, αγρυπνούσα πλησίον του μικρού πλάσματος, το οποίον ουδ' εφαντάζετο ποίους κόπους επροξένει εις τους άλλους, ουδέ πόσα βάσανα έμελλε να υποφέρει, εάν επέζη και αυτό. Και δεν ήτο ικανόν να αισθανθή καν την απορίαν, την οποίαν μόνη η μάμμη διατύπωνε κρυφίως μέσα της: Θεέ μου, γιατί να έλθη στον κόσμον κι αυτό;» 

Η εξαντλημένη από κούραση Φραγκογιαννού παραμένει ξάγρυπνη, μερόνυχτα ολόκληρα, στο προσκέφαλο της εγγονής της. Με τον τρόπο της τη νοιάζεται, την αγαπάει χωρίς όμως ψευδαισθήσεις: αν το βρέφος καταφέρει να ξεγελάσει την αρρώστια, αν συνεχίσει να ζει, μόνο δυστυχία θα γνωρίσει, φέρνοντας δυσκολίες ανώφελες στους ήδη ταλαιπωρημένους γονείς του. Σε περιβάλλον άγονο, κακοτράχαλο, η γέννα των θηλυκών είναι άχρηστη, βάρος αβάσταχτο και η ζωή τους ατυχία, ακούσιο λάθος.

Και καθώς λικνίζει το μωρό στην κούνια, ο μονότονος τριγμός του πηγαινέλα υπνωτίζει τη λογική της, ο απολογισμός της δικής της ζωής μετατρέπεται σε προφητεία παρασύροντας το συνειδητό στο έλος του καταθλιπτικού ασυνείδητου, εκεί που το παρελθόν βουρκώνει και η απαισιοδοξία γίνεται λάγνα, οδηγώντας στην αυτοκαταστροφή. Ο νους της Φραγκογιαννούς «ψηλώνει», εισέρχεται σ’ ένα είδος έκστασης, όπου η αδικοζωισμένη Χαδούλα μεταμορφώνεται σε όργανο του θεού της. 

«Την στιγμήν εκείνην άρχισε το θυγάτριον να βήχη και να κλαυθμηρίζη. Η γραία, αφού είχε συλλογισθή όλα τ’ ανωτέρω, όσον και αν είχεν εξαφθεί από τα κύματα των αναμνήσεων, ησθάνθη αίφνης ζάλην, από τον σάλον οιονεί και την ναυτίαν της ζωής της. Και άρχισε να ναρκώνεται, κι ενύσταζεν ακρατήτως. Το μικρόν κοράσιον έβηχε κι έκλαιε κι εθορύβει ως να ήτο μεγάλος άνθρωπος. Η μάμμη του εσκίρτησεν, εστράφη κι έχανε πάλιν τον ύπνον της.

Η λεχώνα εκοιμάτο βαθέως, και ούτε ήκουσε τον βήχα και τα κλαύματα.

Η γραία ήνοιξε βλοσυρά όμματα, κι έκαμε χειρονομίαν ανυπομονησίας και απειλής.

Ε! Θα σκάσεις; είπε.

Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι να «ψηλώνη ο νους της». Είχε «παραλογίσει» επί τέλους. Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου. Έχωσε τους δυο μακρούς, σκληρούς δακτύλους μέσα εις το στόμα του μικρού, διά να το «σκάση».

Ήξευρεν ότι δεν ήτο τόσον συνήθεια «να σκάζουν» τα πολύ μικρά παιδιά. Αλλά είχε παραλογίσει πλέον. Δεν ενόει καλά τι έκαμνε και δεν ομολόγει εις εαυτήν τι ήθελε να κάμη.

Και παρέτεινε το σκάσιμον επί μακρόν είτα εξάγουσα τους δακτύλους της από το μικρόν στόμα του οποίου είχε κοπή η αναπνοή, έδραξεν έξωθεν τον λαιμόν του βρέφους και τον έσφιγξεν επ' όλιγα δευτερόλεπτα.

Αυτό ήτο όλον».

Ο θάνατος ήρθε μόλις τον κάλεσαν. 

Στο δωμάτιο βασιλεύει πλέον ταφική σιγή, ακούγεται μόνο, σαν θρόισμα ενός και μοναδικού φύλλου σε γυμνό δέντρο, η ζαλισμένη ταραχή της Χαδούλας. 

Με το ξύπνημα της κόρης Δελχαρούς, ακολουθεί ένας ισότονος διάλογος μεταξύ μάνας και κόρης, όταν άξαφνα γίνεται μια έκρηξη που δεν αφορά τον ζεστό ακόμα φόνο, αλλά τα ενδόμυχα συναισθήματα της φόνισσας: η Φραγκογιαννού ξεστομίζει μια λέξη αποκαλυπτική, πολυσήμαντη όσο και μονοσήμαντη. 

«Τι λες μάνα; (ρωτάει η Δελχαρώ) 

Η γραία δεν απήντησεν. Ήθελε κάτι να είπη. Δεν ήξευρε τι να είπη. 

Δεν κάνεις τον κόπο ν' ανάψης το κανδήλι μάνα;

Αν θέλεις σηκώσου εσύ κι άναψέ το· δεν έχω χέρια.

Πώς!

Πιάστηκε πλειά το χεράκι μου». (1)

Το χέρι που έπνιξε το μωρό, το αμαρτωλό χέρι αυτής που φοβάται να αντικρίσει κατάφατσα τον θεό ανάβοντας το καντήλι, η φόνισσα το ονοματίζει «χεράκι».

Αυτή η λέξη δεν μπορεί να βγαίνει από το στόμα μιας σκληρής, λιγομίλητης γυναίκας «με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν», παρά μόνο για να δικαιολογήσει την πράξη της, και, υπακούοντας σε μια εσωτερική παρόρμηση, να τη συνεχίσει. 

1. Άπαντα Παπαδιαμάντη. Εκδοτικός οίκος Σεφερλής

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ